Οι σκηνές ενός εγκλήματος που συγκλόνισε την κοινή γνώμη θα αναβιώσουν σε λίγες μέρες στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. Το έγκλημα τελέστηκε στη Ρόδο με θύμα τη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη, αλλά η τιμωρία για τους δύο δράστες θα αποφασιστεί από τους τρεις τακτικούς δικαστές και τους τέσσερις ενόρκους, που θα αποτελέσουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο έχει προγραμματιστεί να συνεδριάσει για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα.

Η «αυλαία» της δίκης θα ανοίξει στις 13 Ιανουαρίου 2020, καθώς έχει γίνει δεκτό το αίτημα του εισαγγελέα να αλλάξει η έδρα για τη διεξαγωγή της σοβαρής αυτής ποινικής δίκης και από τη Ρόδο να μεταφερθεί στο αρμόδιο δικαστήριο της Αθήνας, καθώς «υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αν η υπόθεση δικαστεί στη Ρόδο».

Στα έδρανα της πολιτικής αγωγής θα βρίσκονται οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη, διεκδικώντας το αυτονόητο από τη Δικαιοσύνη: την παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων. «Θέλω να μη βγουν ποτέ από τη φυλακή οι δολοφόνοι της κόρης μου» είχε πει ο πατέρας της κοπέλας όταν ρωτήθηκε τι περιμένει από τη δίκη.

 

Στο εδώλιο

Οι δύο δράστες, ένας 19χρονος και ένας 21 ετών νεαρός με καταγωγή από τη Ρόδο, θα καθίσουν στο εδώλιο και θα δικαστούν, με βάση το παραπεμπτικό βούλευμα, για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, αλλά και για τον βιασμό της άτυχης φοιτήτριας.

Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου είναι καταπέλτης και στις σελίδες του οι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι αποτίμησαν τα στοιχεία της δικογραφίας, περιγράφουν καρέ-καρέ τις μαρτυρικές στιγμές που πέρασε στα χέρια των δραστών η νεαρή φοιτήτρια. Καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του «ποινικού σκηνικού» για τους δράστες του εγκλήματος έπαιξαν τα σημαντικά στοιχεία που προέκυψαν στο στάδιο της κύριας ανάκρισης από την άρση του απορρήτου των κινητών τηλεφώνων των κατηγορουμένων, αλλά και το άνοιγμα των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

«Οι κατηγορούμενοι, αποδεχόμενοι πλήρως ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου και επιδιώκοντας να εξοντώσουν την παθούσα, κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή αυτής, προκαλώντας της έντονη αιμορραγική διήθηση ενώ επιπλέον επιχείρησαν να τη θανατώσουν και διά στραγγαλισμού», όπως περιγράφεται στο παραπεμπτικό βούλευμα.

 

Βιασμός

Το έγκλημα συνέβη τις βραδινές ώρες της 27ης έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Νοεμβρίου 2018. Οι κατηγορούμενοι φέρονται ότι είχαν προαποφασίσει να τελέσουν από κοινού το αδίκημα του βιασμού της κοπέλας, την οποία το μοιραίο βράδυ μετέφεραν στην εξοχική κατοικία ενός εκ των κατηγορουμένων, στην περιοχή της Λίνδου.

Η Ελένη Τοπαλούδη αντιστάθηκε, αλλά οι δράστες τη βίασαν καταφέροντάς της παράλληλα γρονθοκοπήματα και απειλώντας τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα με μαχαίρι.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι του χρονικού της υπόθεσης οι δικαστές επισημαίνοντας στο βούλευμά τους ότι «…υπό αυτές τις συνθήκες, κι ενώ η παθούσα ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, πέραν της εξώγαμης συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασής της, λόγω της σωματικής και ψυχικής εξάντλησής της, εξανάγκασαν αυτήν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις. Στην προβαλλόμενη δε άρνηση της παθούσας να προβεί στην ασελγή πράξη, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν έντονη ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες, γρονθοκόπησαν αυτή με δύναμη στο πρόσωπο, με συνέπεια εκείνη να ζαλιστεί και να χάσει στιγμιαία τις αισθήσεις της».

Η τελευταία πράξη του δράματος δεν είχε ακόμα γραφτεί για την Ελένη Τοπαλούδη, καθώς οι κατηγορούμενοι φέρονται ότι προ του κινδύνου εκείνη να τους καταγγείλει στις αρχές, «αποφάσισαν από κοινού τη φυσική εξόντωση της παθούσας ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα μελλοντικής σε βάρους τους καταγγελίας».

 

Έδινε μάχη

Η νεαρή φοιτήτρια, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, έδινε μάχη για τη ζωή της και «παρά τις σχετικές έντονες παρακλήσεις της να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο, οι κατηγορούμενοι επέδειξαν εμμονή στον εγκληματικό τους σχεδιασμό και μετέφεραν αυτήν γυμνή στο αυτοκίνητο προκειμένου να ολοκληρώσουν το προαποφασισμένο από αυτούς κακούργημα της ανθρωποκτονίας».

Μετέφεραν την κοπέλα σε μια βραχώδη περιοχή του νησιού και την έριξαν από ύψος περίπου 10 μ. στη θάλασσα. Έτσι, «από την ενέργειά τους αυτή σε συνδυασμό με τις ήδη προκληθείσες στην παθούσα σωματικές βλάβες (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, διάχυτη εγκεφαλική αιμορραγία και οίδημα που είχαν προκληθεί από τα χτυπήματα στο κεφάλι της), οι οποίες καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια της παθούσας να κινηθεί αποτελεσματικά ώστε να επιπλεύσει, επήλθε ο θάνατός της συνεπεία πνιγμού».