Τσαρλς Μπουκόφσκι: Η φράση στον τάφο του που συνοψίζει τη φιλοσοφία της ζωής του
Οι δύο λέξεις που όρισαν τη λυρική στάση του απέναντι στα πράγματα, τη μεθυσμένη ματιά του στους ανθρώπους και τις γοητευτικές αδυναμίες τους.
Το 1994, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι θάφτηκε σε ένα νεκροταφείο του Λος Άντζελες, κάτω από μια απλή ταφόπλακα. Η πέτρα μνημονεύει το όνομα του Γερμανοαμερικανού ποιητή και συγγραφέα. Αναφέρει τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου του, αλλά προσθέτει το χαραγμένο σύμβολο ενός πυγμάχου αναμεσά τους, υποδηλώνοντας ότι η ζωή του ήταν ένας αγώνας. Και προσθέτει την πολύ σύντομη επιτάφια προτροπή: «Μην προσπαθείς».
Δύο μόλις λέξεις, ένα εκατομμύριο μηνύματα. Αισιοδοξία μέσα στη ματαιότητα της ύπαρξης. Αδράνεια στο κέντρο της χαοτικής και ατέρμονης κίνησης.
Η φιλοσοφία του Μπουκόφσκι για την τέχνη και τη ζωή συνοψίζεται σε αυτές τις δύο λέξεις. Αλλά τι σημαίνουν; Ας ανατρέξουμε στο αρχείο των επιστολών του για να το ανακαλύψουμε.
«Περιμένεις, και αν δεν συμβεί τίποτα, περιμένεις κι άλλο»
Τον Οκτώβριο του 1963, ο Μπουκόφσκι αφηγείται σε μια επιστολή του προς τον συγγραφέα και σεναριογράφο, Τζον Γουίλιαμ Κόρινγκτον, πώς κάποιος τον ρώτησε κάποτε: «Τι κάνεις; Πώς γράφεις, πώς δημιουργείς;». Και εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Δεν προσπαθώ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, το «δεν» πριν το “προσπαθείς”, είτε για μία Κάντιλακ, είτε για τη δημιουργία, είτε για την αθανασία. Περιμένεις, και αν δεν συμβεί τίποτα, περιμένεις κι άλλο. Είναι σαν ένα έντομο ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν πλησιάσει αρκετά, το απλώνεις, το χτυπάς και το σκοτώνεις. Ή αν σου αρέσει η εμφάνισή του, το κάνεις κατοικίδιο».
Δηλαδή, το κλειδί για τη ζωή και την τέχνη είναι η επιμονή; Υπομονή; Συγχρονισμός; Να περιμένεις τη στιγμή σου; Ναι, αλλά όχι μόνο αυτό.
Φτάνοντας αργότερα, στο 1990, ο Μπουκόφσκι έστειλε μια επιστολή στον φίλο του Γουίλιαμ Πάκαρντ και του υπενθύμισε: «Δουλεύουμε πολύ σκληρά. Προσπαθούμε πολύ σκληρά. Μην προσπαθείτε. Μη δουλεύετε. Είναι εκεί. Μας κοιτάζει στα μάτια, λαχταρώντας να βγει από την κλειστή μήτρα. Υπάρχει υπερβολική καθοδήγηση. Είναι όλα ελεύθερα, δεν χρειάζεται να μας το λένε. Τάξεις; Τα μαθήματα είναι για τους κώλους. Το να γράψεις ένα ποίημα είναι τόσο εύκολο όσο το να χτυπάς το κρέας σου ή να πίνεις ένα μπουκάλι μπύρα».
Το κλειδί για να ζούμε μια καλή ζωή, για να δημιουργούμε σπουδαία τέχνη – έχει επίσης να κάνει με το να μην σκεφτόμαστε υπερβολικά τα πράγματα ή να μην τα κάνουμε με το ζόρι. Έχει να κάνει με το να αφήνουμε τα ταλέντα μας να εμφανίζονται, σχεδόν σε στυλ Τζεντάι. Ή μήπως όχι;
Η Λίντα Μπουκόφσκι τα είπε όλα
Το 2005, ο Μάικ Βατ (μπασίστας των Minutemen, fIREHOSE και Stooges) πήρε συνέντευξη από τη Λίντα Μπουκόφσκι, την τελευταία σύζυγο του ποιητή, και της ζήτησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Ακολουθεί η συνομιλία τους.
Βατ: Ποια είναι η ιστορία του «μην προσπαθείς»; Είναι από κάποιο κείμενό του;
Λίντα: Βλέπεις αυτούς τους μεγάλους τόμους βιβλίων; Λέγονται Who’s Who In America. Είναι όλοι, καλλιτέχνες, επιστήμονες, οτιδήποτε. Ήταν λοιπόν κι ο Τσαρλς εκεί και του ζήτησαν να κάνει κάτι για τα βιβλία που έχει γράψει και ντου, ντου, ντου, ντου, ντου, ντου, ντου. Στο τέλος του λένε, υπάρχει κάτι που θέλεις να πεις, ξέρεις, ποια είναι η φιλοσοφία της ζωής σου, και κάποιοι άνθρωποι έγραφαν ένα τεράστιο μακροσκελές πράγμα. Μια διατριβή, και μερικοί άνθρωποι απλά συνεχίζουν να γράφουν ακόμα. Και ο Χανκ απλά έγραψε «μην προσπαθείς». Τώρα, εσύ τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό;
Βατ: Για μένα σήμαινε πάντα να είσαι φυσικός.
Λίντα: Ναι, ναι.
Βατ: Όχι να είσαι τεμπέλης!
Λίντα: Ναι, ακούω τόσες διαφορετικές ιδέες από ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό. Λοιπόν, με ρωτάνε «μην προσπαθείς; Απλά να είσαι τεμπέλης; Να αράζεις, δηλαδή;». Και εγώ φωνάζω όχι! Μην προσπαθείς, κάνε. Γιατί αν ξοδεύεις το χρόνο σου προσπαθώντας κάτι, δεν το κάνεις… «ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ».
Είναι Δευτέρα. Βγες έξω. Απλά κάν’ το. Αλλά με υπομονή. Και μην ιδρώσεις.
Το τελευταίο ποίημα μέσω fax του Μπουκόφσκι
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1994, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι εγκατέστησε στο σπίτι του ένα φαξ και έστειλε αμέσως το πρώτο του ποίημα μέσω του καινούργιου του γκάτζετ στον εκδότη του:
Ω, συγχώρεσέ με για Ποιον Χτυπάει η Καμπάνα,
Ω, συγχώρεσέ με Άνδρα που περπάτησες στο νερό,
Ω συγχώρεσέ με γέρο που έζησε σε ένα παπούτσι,
Ω συγχώρεσέ με βουνό που βρυχήθηκες τα μεσάνυχτα
Ω, συγχώρεσέ μου τους βουβούς ήχους της νύχτας, της μέρας και του θανάτου,
Ω, συγχώρεσέ μου τον θάνατο του τελευταίου όμορφου πάνθηρα,
Ω, συγχώρεσέ μου όλα τα βυθισμένα πλοία και τους ηττημένους στρατούς,
Αυτό είναι το πρώτο μου ΠΟΙΗΜΑ με FAX.
Είναι πολύ αργά:
Έχω
παγιδευτεί.
Δυστυχώς αυτό ήταν και το τελευταίο ποίημα του Μπουκόφσκι. Μόλις 18 ημέρες αφότου ο Μπουκόφσκι αγκάλιασε την τεχνολογία, ο ποιητής (που κάποτε ο Βρετανός δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, Πίκο Αγέρ, αποκαλούσε ως τον «τιμητή της αμερικανικής κακοζωίας») πέθανε από λευχαιμία στην Καλιφόρνια.
Ήταν 73 ετών. Σύμφωνα με τον Τζον Μάρτιν από την Black Sparrow Press, το ποίημα Fax δεν έχει ποτέ εκδοθεί ή συμπεριληφθεί σε βιβλίο.
Ο κακοποιητικός πατέρας
Η παιδική ηλικία του Μπουκόφσκι στιγματίστηκε από έναν βίαιο πατέρα, ο οποίος τον χτυπούσε τακτικά με έναν ιμάντα για ξυράφι μέχρι την εφηβεία του, και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης.
Όταν ο Μπουκόφσκι πέρασε την εφηβεία, ανέπτυξε μια φοβερή περίπτωση ακμής που παραμόρφωσε το πρόσωπό του και τον έκανε να αισθάνεται σαν παρείσακτος. Ο πατέρας του έμενε συχνά άνεργος κατά τη διάρκεια της Ύφεσης και ξέσπαγε τον πόνο και το άγχος του στον γιο του.
Ο Μπουκόφσκι άρχισε να πίνει από νεαρή ηλικία και έγινε άτολμος και φοβισμένος όχι μόνο εναντίον του πατέρα του, αλλά και εναντίον της κοινωνίας γενικότερα, της κοινωνίας στην οποία ο πατέρας του ήθελε να γίνει παραγωγικό μέλος. Ο νεαρός Μπουκόφσκι δεν νοιαζόταν καθόλου για αυτό.
Η αγάπη για το περιθώριο
Η πρώτη του ιστορία δημοσιεύτηκε στο «Story» το 1944, κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη, και αποτέλεσε το αποκορύφωμα της αρχής της συγγραφικής του καριέρας. Επέστρεψε στο Λος Άντζελες και έγινε «Bottle Baby» στα μέσα της δεκαετίας των είκοσι, εγκαταλείποντας τη γραφομηχανή για τον την Τζάνετ Κούνι Μπέικερ, μια αλκοολική γυναίκα, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, η οποία έγινε ερωμένη του για την επόμενη δεκαετία.
Θα συζήσουν σε μια σειρά από δωμάτια της πιάτσας μέχρι που τα χρήματα και το ποτό θα τελειώσουν. Ήταν κι αυτή μια βασανισμένη ψυχή που μπορούσε να συγκριθεί με τον Μπουκόφσκι -ήταν ο έρωτας της ζωής του. Τα λόγια που είχε χρησιμοποιήσει ο Μπουκόφσκι για να την περιγράψει ήταν: «Έχει χοντρό πισινό, ότι πρέπει για να σε ζεσταίνει τον χειμώνα. Ωραία πόδια, ήξερε πώς να τα σταυρώνει».
Θα απομακρυνθούν στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μέχρι που θα ξανασμίξουν στην αρχή της νέας δεκαετίας, προτού η «Τζέιν» μεθύσει μέχρι θανάτου το 1962.
Η αγάπη για τον πόνο
Η Μπάρμπαρα Φράι, μια γυναίκα γεννημένη στα πλούτη, που εξέδιδε το μικρό ποιητικό περιοδικό «Harlequin», άρχισε να δημοσιεύει τον Μπουκόφσκι. Του έστειλε ένα γράμμα στο οποίο του έλεγε ότι φοβόταν πως κανείς δεν θα την παντρευόταν λόγω μιας εκ γενετής παραμόρφωσης, που ουσιαστικά της αφαίρεσε τον λαιμό εμποδίζοντάς της να κουνήσει το κεφάλι της αριστερά ή δεξιά.
Ο Μπουκόφσκι, ο οποίος δεν την είχε γνωρίσει ποτέ, της απάντησε ότι θα την παντρευόταν και το έκανε. Ο γάμος διήρκεσε δύο χρόνια. Το 1958, επέστρεψε στην αρχική δουλειά του, στο ταχυδρομείο, αυτή τη φορά ως υπάλληλος διαλογής αλληλογραφίας, μια δουλειά που θα κρατούσε για σχεδόν δώδεκα κολασμένα χρόνια.
Δείτε το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ για τη ζωή του
Ο ταχυδρόμος-πυγμάχος
Υπήρχε φθόνος καθώς ο Μπουκόφσκι γινόταν όλο και πιο δημοφιλής. Εκτός από τον μετρ του κιτς Ροντ ΜακΚουέν, ο Μπουκόφσκι ήταν ίσως ο ποιητής με τις περισσότερες πωλήσεις που παρήγαγε η Αμερική μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, ήταν ο πιο δημοφιλής Αμερικανός συγγραφέας στη Γερμανία και είχε επίσης τεράστια φήμη στη Γαλλία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Ωστόσο, παρέμενε σχεδόν άγνωστος στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από έναν συμπαγή αλλά μικρό πυρήνα λατρείας του Μπουκόφσκι, που αγόραζε μανιασμένα τα βιβλία του.
Περίπου την εποχή που παραιτήθηκε από το ταχυδρομείο, ο Μπουκόφσκι τα έφτιαξε με την ποιήτρια και γλύπτρια Λίντα Κινγκ, η οποία ήταν 20 χρόνια νεότερή του. Ξεκίνησαν μια ταραχώδη σχέση που ήταν γεμάτη σαδισμό και μαζοχισμό, η οποία διήρκεσε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Women» του 1978, ο Μπουκόφσκι γράφει για το πώς το alter ego του, ο «Χένρι Τσινάσκι», δεν είχε σχέση με γυναίκα εδώ και τέσσερα χρόνια.
Τώρα, καθώς ο Μπουκόφσκι έγινε λογοτεχνικό φαινόμενο στον κόσμο του μικρού/εναλλακτικού Τύπου, έγινε ένας λογοτεχνικός αν όχι κυριολεκτικός Δον Ζουάν, που κοιμόταν με τις λεγεώνες των θαυμαστριών του που συνέρρεαν στο διαμέρισμά του στη Λεωφόρο Ντελόγκρε στο πιο κακόφημο μέρος του Χόλιγουντ. Εκείνη την εποχή ο Μπουκόφσκι ήταν φίλος με έναν ατίθασο διευθυντή βιβλιοπωλείου που ήταν ο πατέρας του Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Μια ζωή στο μπλέξιμο
Όταν το 1968 το FBI άρχισε να ερευνά τη ζωή του Μπουκόφσκι λόγω της «ανήθικης» στήλης που έγραφε για το περιθωριακό περιοδικό «Open City» με τίτλο «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» ανακάλυψε ότι ο συγγραφέας είχε συλληφθεί για αποφυγή στράτευσης και φυλακίστηκε στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια στις 22 Ιουλίου 1944. Αφέθηκε ελεύθερος όταν διαπιστώθηκε ότι έψαχνε τον θείο του Τζον.
Ο Μπουκόφσκι είχε βαθμολογηθεί με 4-F από την επιτροπή επιστράτευσης του Λος Άντζελες ως ψυχολογικά ακατάλληλος ενώ είχε συλληφθεί ξανά για μέθη σε δημόσιο χώρο από το αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες στις 14 Μαΐου 1948, στις 17 Δεκεμβρίου 1962 και στις 12 Αυγούστου 1963.
Ο φόβος του να τον πετάξουν στη δεξαμενή μεθυσμένων του L.A.P.D. εμφανίζεται στα γραπτά του.
Αυτός και πολλά ακόμα ήταν ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. «Ασυνήθιστα πνευματώδης και συχνά μ’ έναν παραμυθένιο ρεαλισμό, επιθετικός, βωμολόχος και αισχρός, περιγράφει την άλλη πλευρά του “American way of life”, αυτή που οδηγεί το αμερικάνικο όνειρο στον αμερικάνικο εφιάλτη» όπως τον περιγράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» των εκδόσεων Απόπειρα.
Πηγή:in.gr