Η πανδημία του κορωνοϊού απειλεί να ακυρώσει πρόοδο 20 ή και 30 ετών στην προσπάθεια για τη μείωση της παγκόσμιας φτώχειας, καθώς έρευνα του King’s College London και του Australian National University υπολογίζει ότι ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας (δηλαδή με λιγότερα από  1,5 ευρώ την ημέρα) θα αυξηθεί και πάλι πάνω από το 1 δισεκατομμύριο. Και ενώ η έρευνα αυτή διαπιστώνει ότι χώρες όπως το Μπαγκλαντές, η Ινδία, η Ινδονησία, το Πακιστάν και οι Φιλιππίνες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες  στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και των lockdowns, δημοσίευμα του βρετανικού Guardian φέρνει στο φως τους «νεόπτωχους» των κατά τα άλλα πλούσιων χωρών.

Βρετανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις που μοιράζουν τρόφιμα μιλούν πλέον για τους «νέο-πεινασμένους» του Ηνωμένου Βασιλείου, μία όλο και διευρυνόμενη ομάδα από ανθρώπους που είχαν έως πρότινος καλές δουλειές και άνετα εισοδήματα, αλλά αναγκάστηκαν για πρώτη φορά στη ζωή τους να απευθυνθούν σε συσσίτια και  τράπεζες τροφίμων, εξαιτίας της πανδημίας.

Το δίκτυο «Feeding Britain» παρέχει βοήθεια σε τρόφιμα σε οικογένειες της μεσαίας τάξης, δηλαδή Βρετανούς που είχαν τις δικές τους δουλειές και επιχειρήσεις, αυτοκίνητα και στεγαστικά δάνεια, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη φτώχεια μέσα στον κορωνοϊό,  εξαιτίας της ξαφνικής απώλειας μιας θέσης εργασίας ή των κενών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. «Τώρα βλέπουμε στις τράπεζες τροφίμων οικογένειες, οι οποίες πριν από την πανδημία μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και να ζουν αρκετά άνετα ώστε να φέρνουν φαγητό στο τραπέζι. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, δεν μπορούν πια να το κάνουν», είπε στον Guardian ο διευθυντής της οργάνωσης, Άντριου Φορσέι.

Οι έρευνες πριν από την πανδημία έδειχναν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν τις τράπεζες τροφίμων ήταν άποροι. Όμως οι «νέο-πεινασμένοι» του κορωνοϊού δεν ανησυχούσαν ποτέ έως τώρα για το πώς θα φέρουν φαγητό στο τραπέζι τους.

Οι υπεύθυνοι της τράπεζας τροφίμων Black Country συναντούν πολλούς ανθρώπους που ντρέπονται για το γεγονός ότι αναγκάζονται να ζητήσουν βοήθεια. «Φράσεις όπως ‘είναι η τελευταία μου λύση’, ‘δεν ξέρω τι άλλο να κάνω’, ‘δεν έχω φάει τις τελευταίες ημέρες’ και ‘τα παιδιά μου πεινάνε και δεν ξέρω τι να κάνω’ έχουν γίνει συνηθισμένες και τις ακούμε κάθε μέρα», είπαν στον Guardian.

 

 

 

Πηγή: kathimerini.gr