Τα ξημερώματα της 14ης Μαρτίου 1957 απαγχονίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, εξέχουσα μορφή του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών) στην Κύπρο κατά τα έτη 1955-1959.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης είχε γεννηθεί στην Τσάδα, χωριό της επαρχίας Πάφου, στις 27 Φεβρουαρίου 1938.

Γονείς του ήταν ο Μιλτιάδης Παλληκαρίδης και η Αφροδίτη Παπαδανιήλ, αδέλφια του ο Ελευθέριος, ο Ανδρέας, η Γεωργία και η Μαρούλα.

Ο Ευαγόρας φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Τσάδας και στη Νεοφύτειο Αστική Σχολή Κτήματος, συνέχισε δε τις σπουδές του στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου.

Η δράση του για την απελευθέρωση της Κύπρου άρχισε τον Ιούνιο του 1953, κατά τους εορτασμούς για τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β’.

Τότε κατέβασε από τα προπύλαια του σταδίου της Πάφου την αγγλική σημαία και πρωτοστάτησε στην οργάνωση μεγάλης διαδήλωσης, με αποτέλεσμα τη ματαίωση των εορτασμών.

Αργότερα, όταν μεταφέρονταν στο δικαστήριο οι κατόπιν προδοσίας συλληφθέντες για την εισαγωγή οπλισμού στην Κύπρο με το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος», ο Παλληκαρίδης και είκοσι σύντροφοί του όρμησαν στους αστυνομικούς, προκειμένου να τους απελευθερώσουν.

Στις 22 Ιουνίου 1955 ο Παλληκαρίδης ηγήθηκε της ομάδας επίθεσης εναντίον του δικαστηρίου της Πάφου και στη συνέχεια εναντίον του άγγλου διοικητή της πόλης.

Τον Αύγουστο του 1955, ενόσω βρισκόταν στην Ελλάδα, ο Παλληκαρίδης εξοικειώθηκε στη χρήση όπλου και κατόρθωσε να φέρει μαζί του στη μεγαλόνησο ένα περίστροφο.

Το Νοέμβριο του 1955, σε μαθητική διαδήλωση, χτύπησε άγγλους στρατιώτες, επιχειρώντας να απελευθερώσει ένα συμμαθητή του.

Συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη, στις 6 Δεκεμβρίου.

Για να αποφύγει την καταδίκη, ο Παλληκαρίδης κατέφυγε στη μονή Αγίου Νεοφύτου την προηγουμένη της δίκης και ενώθηκε με την ανταρτική ομάδα της περιοχής στην τοποθεσία Άππης, μεταξύ Κισσόνεργας και Τάλας.

Ύστερα από αυτήν την εξέλιξη ο Παλληκαρίδης επικηρύχθηκε με το ποσό των 5.000 λιρών.

Το Μάρτιο του 1956 προωθήθηκε σε δασικό κρησφύγετο κοντά στη Λυσό, χωριό της επαρχίας Πάφου, και έλαβε μέρος σε πολλές επιθέσεις και επιχειρήσεις δολιοφθοράς κατά των Άγγλων στην εν λόγω περιοχή.

Το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956, κατά τη διάρκεια μετακίνησης της ομάδας του από την περιοχή του Σταυρού της Ψώκας (οροσειρά Τροόδους) προς την περιοχή της Λυσού, βρέθηκε αντιμέτωπος με αγγλική περίπολο, που κινούνταν με σβησμένες τις μηχανές των οχημάτων της.

Ο Παλληκαρίδης συνελήφθη από τους Άγγλους, επειδή μετέφερε ένα οπλοπολυβόλο τύπου Bren μαζί με τρεις γεμιστήρες, και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Στο δικαστή που του ανακοίνωσε την καταδίκη του είπε απλώς τα εξής: «Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος που αγωνίζεται για την ελευθερία του».

Ο 19χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης ανέβηκε στο ικρίωμα και ξεψύχησε εννέα δευτερόλεπτα αφότου άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης, σύμφωνα με τη φρικώδη γραπτή μαρτυρία του άγγλου δημίου του.

Υπήρξε ο νεότερος από τους εκτελεσθέντες της ΕΟΚΑ, της οργάνωσης που, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Γρίβα (γνωστού με το ψευδώνυμο Διγενής), ανέπτυξε ένοπλη δράση με σκοπό την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

 

Το ποίημα που αφιέρωσε ο Ροδίτης δάσκαλος και λογοτέχνης Φώτης Βαρέλης (1911-2012) στον απαγχονισθέντα επί Αγγλοκρατίας Κύπριο αγωνιστή Ευαγόρα Παλληκαρίδη.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

(παιδί της Ε’ Γυμνασίου που κρεμάστηκε στην Κύπρο)

Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, στης φυλακής την μάντρα
πα στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τάκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος
η νια που τον ορμήνεβε δεν είδε νυχτοπούλι
κι οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν…

Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, θάψαν τον Ευαγόρα…

Σήμερα, Σάββατο ταχιά, όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο.
Ψηλώνει ο χτίστης εκκλησία, πανίν απλώνει ο ναύτης
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι μπαίνουνε αράδα η κάθε τάξη
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη η τάξη του Ευαγόρα.
Παρόντες όλοι; – Κύριε ο Ευαγόρας λείπει…
Παρόντες! λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει.
Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία.

Ο δίπλα, ο πίσω κι ο μπροστά βουβοί και δακρυσμένοι
αναρωτιούνται στην αρχή ώσπου η σιωπή τούς κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητό, ετούτοι κι όλη η τάξη.

Παλληκαρίδη, άριστα, Ευαγόρα πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!

Τάπε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία
έξω από κείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο!

(Τόγραψα μέσα στην τάξη ενώ οι μαθητές έγραφαν έκθεση με θέμα «Ευαγόρας Παλληκαρίδης» την επομένη της εκτέλεσής του).