Μη κυβερνητική οργάνωση υπέβαλε για δημοσίευση διαφημίσεις με ρητοτική μίσους και η εταιρεία τις δέχτηκε όλες.

Παρά τις επικρίσεις που έχει δεχτεί για το ρόλο του στη σφαγή των Ροχίνγκια, της μουσουλμανικής μειονότητας της Μιανμάρ, το Facebook συνεχίζει να δέχεται διαφημιστικές αναρτήσεις που υποκινούν σε βία.

Η οργάνωση Global Witness υπέβαλε οκτώ πληρωμένες διαφημίσεις με ρητορική μίσους και η εταιρεία τις δέχτηκε όλες για δημοσίευση, αναφέρει το Associated Press στο οποίο δόθηκε κατά αποκλειστικότητα η έκθεση της οργάνωσης.

Η Global Witness απέσυρε τις καταχωρήσεις πριν δημοσιευτούν, ωστόσο τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι το Facebook αδυνατεί να ελέγξει το περιεχόμενο που κυκλοφορεί στην πλατφόρμα του.

Όπως επισημαίνει το AP, η έγκριση των διαφημίσεων είναι ανησυχητική, δεδομένου ότι το Facebook διαβεβαιώνει σε ιστοσελίδα του πως οι προδιαγραφές που έχει θέσει για τις διαφημίσεις είναι «ακόμα αυστηρότερες» σε σχέση με τις προδιαγραφές των απλών αναρτήσεων.

Εργαλείο γενοκτονίας
Εναντίον της Meta Platforms, μητρικής εταιρείας του Facebook, εκκρεμεί αγωγή από εκτοπισμένοι Ροχίνγκια, οι οποίοι ζητούν αποζημιώσεις 150 δισ. δολαρίων για τις αναρτήσεις που υποκίνησαν την εις βάρος τους γενοκτονία.

Κλιμάκιο του ΟΗΕ που είχε επισκεφθεί τη Μιανμάρ μετά τις μαζικές δολοφονίες του 2017 έκρινε ότι η πλατφόρμα της Facebook έπαιξε «καθοριστικό ρόλο» στην επιχείρηση του στρατού κατά της μουσουλμανικής μειονότητας, κατά την οποία εκτιμάται ότι δολοφονήθηκαν 10.000 Ροχίνγκια.

Έρευνα του Reuters το 2018 συγκέντρωσε πάνω από 1.0000 παραδείγματα αναρτήσεων που υποκινούσαν σε βία κατά των Ροχίνγκια και άλλων μουσουλμάνων στη βουδιστική χώρα.

Περισσότεροι από 700.000 Ροχίνγκια κατέφυγαν στο γειτονικό Μπαγκλαντές μετά την στρατιωτική επιχείρηση «εκκαθάρισης» του 2017, κατά την οποία αναφέρθηκαν δολοφονίες, βιασμοί και εμπρησμοί σπιτιών.
Πέρυσι, ο στρατός της χώρας κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα και φυλάκισε αξιωματούχους της εκλεγμένης κυβέρνησης, μια εξέλιξη που αποθάρρυνε τους πρόσφυγες Ροχίνγκια από το να επιστρέψουν στη χώρα τους.

Για πολλούς κατοίκους της Μιανμάρ το Facebook είναι συνώνυμο του Διαδικτύου. Όταν η χώρα συνδέθηκε στο Ίντερνετ το 2000, η εταιρεία εξασφάλισε συμφωνία με τους παρόχους ώστε να έχουν οι χρήστες πρόσβαση στην πλατφόρμα χωρίς να πληρώνουν για τη σύνδεσή τους, η οποία ακόμα ήταν ακριβή.

Το Facebook επένδυσε έτσι στη χώρα, απέτυχε όμως να προστατεύσει τους χρήστες του από τη στοχοποίηση.

Υποσχέσεις
Μετά την κατακραυγή για το ρόλο του στη γενοκτονία, το Facebook δεσμεύτηκε να προσλάβει ελεγκτές περιεχομένου που γνωρίζουν τη γλώσσα της Μιανμάρ ώστε να εμποδίζουν τη ρητορική μίσους. Πρόσφατα μάλιστα ανακοίνωσε ότι απαγορεύει στις πλατφόρμες της κάθε επιχείρηση που συνδέεται με τον στρατό της Μιανμάρ, επεκτείνοντας τους περιορισμούς που έχει ήδη θέσει στις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας αυτής.

«Δημιουργήσαμε ειδική ομάδα ατόμων που μιλούν τη γλώσσα της Μιανμάρ, απαγορεύσαμε τους Τάτμανταου [όπως είναι γνωστές οι ένοπλες δυνάμεις, διαλύσαμε δίκτυα που χειραγωγούσαν το δημόσιο διάλογο και λάβαμε μέτρα κατά τις επιβλαβούς παραπληροφόρησης για να κρατήσουμε τον κόσμο ασφαλή. Επενδύσαμε επίσης σε τεχνολογίες στη γλώσσα της Μιανμάρ για να περιορίσουμε τη συχνότητα του βίαιου περιεχομένου» δήλωσε ως απάντηση στην καταγγελία της Global Witness ο Ράφαεκ Φράνκελ, διευθυντής πολιτικής για τις αναδυόμενες αγορές στη Meta Ασίας και Ειρηνικού.

Όπως φαίνεται όμως η εταιρεία δεν υλοποίησε τις υποσχέσεις που έδωσε στους Ροχίνγκια.

«Οι δολοφονίες των Καλάρ δεν είναι αρκετές, πρέπει να σκοτώσουμε περισσότερους» έγραφε μια από τις διαφημιστικές καταχωρίσεις που υπέβαλε η Global Witness, χρησιμοποιώντας έναν υποτιμητικό χαρακτηρισμό για τους ανθρώπους με μουσουλμανική καταγωγή.

«Είναι πολύ βρόμικοι. Οι γυναίκες Ροχίνγκια έχουν πολύ χαμηλά στάνταρτ ζωής και κακή υγιεινή. Δεν είναι ελκυστικές» έγραφε μια άλλη διαφήμιση.

Τα κείμενα προήλθαν από παλαιότερες αναρτήσεις κατά των Ροχίνγκια που είχαν επιβεβαιωθεί από τον ΟΗΕ.

«Οι αναρτήσεις αυτές είναι σοκαριστικές σε αυτό που ενθαρρύνουν και αποτελούν ξεκάθαρη ένδειξη ότι το Facebook δεν έχει αλλάξει» σχολίασε στο Associated Press o Ρόναν Λι του Πανεπιστημίου Λάφμπορο στο Λονδίνο.

 

 

Πηγή: in.gr