Το φαινόμενο που διατρέχει όλο τον δυτικό κόσμο κι έχει περισσότερη σχέση με την ψυχή παρά με την επιστήμη
Πριν λίγο καιρό η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε τα εβδομαδιαία στοιχεία θανάτων στην Ελλάδα το 2023.

Πρόκειται για έναν πίνακα που δημοσιεύεται κάθε χρόνο, και πιστοποιεί το ίδιο παράξενο στατιστικό στοιχείο: Οι περισσότεροι θάνατοι στην Ελλάδα καταγράφονται τις δύο πρώτες εβδομάδες του χρόνου, καθώς και την τελευταία.

Για την ακρίβεια, το 2023 οι πρώτες δύο εβδομάδες ήταν οι μοναδικές από τις 52, στις οποίες καταγράφηκαν πάνω από 3.000 νεκροί.

To ίδιο συνέβη και με την τελευταία εβδομάδα του 2022. Μπορεί ο συνολικός αριθμός των θανάτων να ήταν μικρότερος κατά 9,1% σε σχέση με τους αντίστοιχους θανάτους του 2022, ωστόσο και την συγκεκριμένη χρονιά οι θάνατοι που καταγράφηκαν τον Ιανουάριο (δηλαδή τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες του χρόνου) ήταν κατά 8% περισσότεροι απ΄ οποιονδήποτε άλλον μήνα.

To μυστήριο της πιο μοιραίας εβδομάδας
Τα αριθμητικά στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Η 52η εβδομάδα του 2022, η τελευταία δηλαδή, είχε 3.045 θανάτους.

Σε καμία από τις προηγούμενες 21 εβδομάδες οι θάνατοι δεν ξεπέρασαν τους 2.750. Η προηγούμενη εβδομάδα που καταγράφηκαν πάνω από 3.000 θάνατοι ήταν η 31η (αρχές Αυγούστου).

Την 1η εβδομάδα του 2023 είχαμε 3.025 απώλειες και την 2η εβδομάδα 3.085. Και η 3η εβδομάδα πλησίασε το ψυχολογικό φράγμα των 3.000, αλλά δεν το ξεπέρασε (2.960). Η μοναδική άλλη εβδομάδα που πλησίασε αυτά τα επίπεδα ήταν η 29η (μέσα Ιουλίου) με 2.987 ανθρώπους να φεύγουν από τη ζωή.

Αν απομονώσουμε τους θανάτους στις ηλικίες πάνω από 70 ετών, το φαινόμενο αυτό γίνεται ακόμα πιο σταθερό. Από τους 104.098 άνδρες και γυναίκες που έφυγαν από τη ζωή το 2023, οι 4.832 καταγράφηκαν τις δύο τελευταίες εβδομάδες του χρόνου.

Πάνω από 20% σε σχέση με τον μέσο όρο των υπόλοιπων εβδομάδων. Το ίδιο συνέβη και με τους θανάτους ανθρώπων πάνω από 70 ετών το 2022. Από τους 115.075 συνολικά, οι 5.147 καταγράφηκαν τις δύο πρώτες εβδομάδες. Ακόμα κι αν τα αναλύσουμε κατά γεωγραφική περιφέρεια, οι διαφορές που προκύπτουν ανά διαμέρισμα είναι ανάξιες αναφοράς σε σχέση με τα απόλυτα νούμερα.

Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη περιοδικότητα. Αν εξαιρεθεί η διετία 2020-2021 του COVID-19 (στην οποία ο αριθμός των θανάτων διαφοροποιήθηκε βιαίως ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας), όποιον ανάλογο πίνακα στην σελίδα της ΕΛΣΤΑΤ κι αν ανοίξει κανείς θα διαπιστώσει το ίδιο πράγμα:

Οι Έλληνες φεύγουν από τη ζωή σε μεγαλύτερο αριθμό σε μια περίοδο που κατά τεκμήριο είναι από τις πιο εορταστικές του χρόνου.

Αν το ψάξουμε αντίστροφα, δηλαδή να απομονώσουμε τις εβδομάδες όπου καταγράφηκαν οι λιγότερες απώλειες, θα σταθούμε σε δύο περιπτώσεις που οι θάνατοι ήταν λιγότεροι από 2.100: Η 24η εβδομάδα (12-18 Ιουνίου) με 2.083 θανάτους και η 41η (9-15 Οκτωβρίου) με 2.080 ήταν οι λιγότερο «μοιραίες» του χρόνου. Τα στοιχεία για το 2022 δείχνουν ότι η λιγότερο επιβαρυμένη εβδομάδα ήταν η 38η (19-25 Σεπτεμβρίου).

Μήπως συμβαίνει αυτό μόνο στους Έλληνες; Κάθε άλλο. Το ίδιο καταγράφεται σε όλους τους δυτικούς πολιτισμούς και με το θέμα έχουν ασχοληθεί τόσο η Washington Post, όσο και το BBC.

Σύμφωνα με το Center for Disease Control and Prevention των ΗΠΑ, που υπολόγισε και κατέγραψε όλες τις ημερομηνίες θανάτων για σχεδόν 67 εκατομμύρια ανθρώπους από το 1999 και μετά, ο Ιανουάριος είναι μακράν ο πιο «θανατηφόρος» μήνας.

Κι αν θέλουμε να το αναλύσουμε ανά εβδομάδα, στις 21 από τις 24 χρονιές η πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου αποδείχτηκε η πιο «μοιραία».

Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τα National Records for England and Wales στο BBC αφορούσαν θανάτους που καταγράφηκαν μέσα σε νοσοκομεία από το 2000 ως το 2010. Και πάλι ο Ιανουάριος είναι μακράν ο πρώτος μήνα σε θανάτους, μάλιστα η ημέρα της παραμονής Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν η πιο θανατηφόρα απ’ όλες τις άλλες.

Πότε πεθαίνουν περισσότερο οι Έλληνες;
Την ερώτηση αυτή την απαντούν οι αριθμοί. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να δώσει μια σαφή εξήγηση τού γιατί συμβαίνει αυτό. Επιστημονική εξήγηση. Διότι υπάρχει και η ψυχολογική.

Πράγματι, οι επιστήμονες της ιατρικής που ασχολούνται με την στατιστική της (γεννήσεις, θάνατοι, μέσος όρος ηλικίας, προσδόκιμο ζωής κτλ.) έχουν διατυπώσει διάφορες θεωρίες.

Στη βόρεια και την ανατολική Ευρώπη ευθύνεται το ψύχος, το οποίο σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια μπορεί να γίνει πολύ επιβαρυντικό για σημαντικές ομάδες του πληθυσμού.

Στα μεσαία και ανώτερα στρώματα της δυτικής Ευρώπης η περισσότερο αληθοφανής εξήγηση είναι οι καταχρήσεις. Την εορταστική περίοδο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τρώνε περισσότερο, πίνουν περισσότερο, χορεύουν περισσότερο, καταπονούν τον οργανισμό τους σε βαθμό που δεν το κάνουν τον υπόλοιπο χρόνο.

Κάποιοι το γενίκευσαν ακόμα περισσότερο και προσπαθούν να συνδέσουν την αύξηση των θανάτων με την έξαρση της εγκληματικότητας ή τα τροχαία δυστυχήματα.

Η οποία πράγματι, σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, είναι αυξημένη σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί τόσο διαφοροποιημένα νούμερα.

Αυτά όλα μπορούν να ισχύουν, αν τα ερμηνεύει κανείς σε τοπικό επίπεδο. Αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα, τα στοιχεία από χώρες που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, ούτε σε κλιματικές συνθήκες, ούτε σε εγκληματικότητα, ούτε και σε κουλτούρα καταχρήσεων, θα διαπιστώσει ότι ισχύει το ίδιο πράγμα.

Στην Πορτογαλία δεν κάνει τόσο κρύο όσο στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά πεθαίνουν περισσότεροι την περίοδο εκείνη (με βάση την αναλογία του πληθυσμού). Στην Ισλανδία ή την Ελβετία η εγκληματικότητα είναι πολύ περιορισμένη. Και στα κράτη της ανατολικής Ευρώπης, όπου κυριαρχεί το ορθόδοξο δόγμα και θρησκευτικά ακολουθείται το Ιουλιανό ημερολόγιο, η εορταστική περίοδος ξεκινάει αργότερα.

Τη μόνη πειστική εξήγηση για τo «υπερβολικό ποσοστό θνησιμότητας» (excess death rate είναι ο διεθνής όρος) τη δίνουν οι ψυχίατροι.

Οι οποίοι συνδέουν την εορταστική περίοδο και κυρίως την αλλαγή του έτους με την ολοκλήρωση κύκλου ζωής. Στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, η αλλαγή του έτους (η οποία είναι ένα απολύτως τεχνητό ανθρώπινο «κατασκεύασμα») σηματοδοτεί μια αρχή, αλλά κι ένα τέλος, ανάλογα από την πλευρά που το βλέπει κανείς.
Ιδιαίτερα επιβαρυντική, επίσης, μπορεί να γίνει και η υπερβολική συγκίνηση.

Την εορταστική περίοδο ο δυτικός κόσμος έχει συνηθίσει να «ενεργοποιεί» τους ηλικιωμένους ανθρώπους περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη.

Είτε μ’ ένα οικογενειακό ταξίδι (αν διαμένουν σε άλλη πόλη), είτε με οικογενειακά τραπέζια και συγκεντρώσεις. Στα οποία οι ηλικιωμένοι αισθάνονται σημαντικοί, μέρος της οικογένειας, δέχονται αγάπη και δώρα, φαντάζονται τον εαυτό τους ολοένα και περισσότερο σαν τον τελευταίο επιζώντα κρίκο σε μια αλυσίδα που συνεχίζεται.

Τα συναισθήματα είναι θετικά, αναμφίβολα, αλλά πολλοί ηλικιωμένοι μπαίνουν στην ψυχολογία του βιβλικού Συμεών, ο οποίος αφού κράτησε στην αγκαλιά του τον Ιησού βρέφος, αναφώνησε «νυν απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα».

Στις λατινογενείς γλώσσες (ιταλικά, ισπανικά κτλ.) οι πρώτες λέξεις στη λατινική μετάφραση αυτής της προσευχής «nunc dimitiis» περιγράφουν ακριβώς αυτό το φαινόμενο.

 

 

Πηγή:typosthes