Η ομιλία της Σημέλας, κόρης του Ελευθέριου Ελευθεριάδη, στο Φιλολογικό Μνημόσυνο προς τιμήν του
Για τον Ελευθέριο Ελευθεριάδη, ο Γ. Χιονίδης, πρώην Νομάρχης Πιερίας και πρώην βουλευτής Ημαθίας, έγραψε: «Μπορεί να μην ήταν σπουδαία φυσιογνωμία πολιτικού, με τα συνηθισμένα κριτήρια των πολλών, αλλά για όσους γυρεύουν από τους πολιτικούς τιμιότητα, ειλικρίνεια, ήθος και εργατικότητα, στην περίπτωσή του εντόπισαν ένα κατάλοιπο παρηγοριάς και ελπίδας ότι δεν τελείωσε το προζύμι, με το οποίο πλάθεται η ιστορία των λαών». Έτσι όσοι τον γνώρισαν, τηρούν άσβεστο το κερί της θύμησής του αναγνωρίζοντας τον άοκνο αγώνα του στον πολιτικό του βίο, για την ευημερία όλων αδιακρίτως, μένοντας ασυμβίβαστος υπερασπιστής των πανανθρώπινων αξιών, μαχητής της δημοκρατίας. Υπήρξε, όμως, και θεματοφύλακας της ιστορίας και των παραδόσεων του ποντιακού ελληνισμού, συναισθανόμενος βαρύ το χρέος της προάσπισης και της συνέχειάς του, παραμένοντας αθεράπευτος νοσταλγός της γενέτειρας πατρίδας του. Οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, παρέμεναν πάντα ολοζώντανες αφήνοντας ανεπούλωτες τις πληγές της ψυχής του.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το 1981 – οπότε και αποστρατεύτηκε όπως έλεγε ο ίδιος, από την πολιτική δράση – ήταν πολύτιμα για την οικογένειά μας, ώστε να αναπληρώσουμε μαζί του τα χρόνια που πέρασαν όταν η ζωή του ήταν μοιρασμένη μεταξύ Κατερίνης και Αθήνας. Έγινε ξανά μαζί μας, ο μαθηματικός, ο απόφοιτος της δραματικής σχολής, ο παιδαγωγός. Που και που ερχόταν μακρινοί φίλοι του με τους οποίους ευθυμούσε και ακούγαμε ιστορίες και τραγουδούσαμε όλοι μαζί τραγούδια μιας άλλης, ρομαντικής εποχής. Περάσανε κάποια χρόνια. Σιγά – σιγά οι φίλοι άρχισαν να λιγοστεύουν. Το σπίτι ησύχασε. Οι εποχές αλλάζανε. Ο κόσμος άλλαζε. Διαπίστωνε την επικράτηση της ύλης ως υπέρτατης αξίας στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Οι αξίες και τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκε η γενιά του, τώρα απορρίπτονταν ως ανώφελα. Σταμάτησε να πηγαίνει στο καφενείο. Δεν έβρισκε κοινό τόπο με τους συνομιλητές του. Άρχισε να αφιερώνεται όλο και περισσότερο στα χειρόγραφά του. Πλέον, όμως, ήταν αλλιώτικος. Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκυμμένος στα γραπτά του, έμοιαζε να απομακρύνεται ολοένα, σ’ έναν άλλον κόσμο κατάδικό του. Μέχρι που ήρθε η ανακοίνωση της απόφασής του το καλοκαίρι του 1988 ότι θα ακολουθούσε την Ένωση Ποντίων Ματσούκας Θεσσαλονίκης στον Πόντο. Στάθηκε αδύνατο για τη μητέρα μου να τον μεταπείσει. Οι ανησυχίες της, εντείνονταν από τη γνωστή σε όλους τους φίλους, επιθυμία του : «Θέλω ν’ αποθάνω σον τόπον ντ’ εγεννέθα και να θάφκουμαι’ ς σην Παναΐαν Σουμελάν, ς σο Βέρμιον». Η, εκ του αποτελέσματος, ανυπέρβλητη αυτή επιθυμία του, ν’ αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή, γίνεται κατανοητή, διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του. Γνώρισα έτσι, τον 11χρονο Λευτέρη, τον δάσκαλο πατέρα του Στάθη, τη μητέρα του Σημέλα και τη γιαγιά του Κερεκή. Και βήμα – βήμα τον ακολούθησα νοερά στην πολυκύμαντη ζωή του. Σε όλον τον βίο του, ο ίδιος αγώνας σε διαφορετικά μέτωπα, ώστε να είναι άριστος με διαγωγή «κοσμιωτάτη». Πιστός στις επιταγές, του πατέρα του Στάθη, να αποτελέσει, ως πρωτότοκος, το παράδειγμα για τα αδέλφια του σε μια άλλη ζωή, αυτήν που τελικά τους στερήσανε. Κι έμεινε μόνος, να είναι άριστος πολλαπλά και για τα αδικοχαμένα αδέλφια του κι έτσι να τιμά τη μνήμη των προγόνων του. Κι όταν συνειδητοποίησε ότι, ο κύκλος της ζωής του πλησίαζε στην ολοκλήρωσή του, αναζωπυρώθηκε η σφοδρή του επιθυμία να επιστρέψει στη γενέτειρά του, να δει τα ερείπια του σπιτιού του, τα παρχάρια όπου έτρεχε παιδί μικρό, να δει την πόλη των ονείρων του την Τραπεζούντα.
Στην εισαγωγή του στο Βιβλίο του «Πόντος Επιστροφή στην Ιθάκη», παρομοιάζει τον εαυτό του σαν τον γέρο που ανακάθεται στο κρεβάτι του και μουρμουρίζει τους στίχους.
“Απόψε είδασε σ’ όνειρό μ, καλόν να εν ειδέα σ!
Είδα τα κάστρα σ τα ψηλά και τα πιδεβασέας
είδα τα πλουμιστά σ, τα ηλιόχαρα παρχάρια σ
τα μονοπάτια σ τα πολλά, γομάτα παρχαρέτσες ….
κ εβγαίνε σο Καράκαπαν, σην Ζύγαναν σον Θήχην
και σο τρανόν τη Σουμελάς το ξακουστόν τη Σπέλιαν.
Εκλίστα κα και έπια νερόν ασ σο κρενόπον σ
κ εθάρεσα αλλομίαν σον κόσμον εγεννέθα
ας έτον να εκράτεινεν τ όνειρο μ χίλια χρόνια
κι αν έτον να μ ‘εγνέφιζα, να ευθάρ να ζω σον τόπο μ
με τη χαράν ντ εδέκε με το όνειρον ντο είδα
πως πέθανα κ’ ετάφα γω σον τόπον ντ’ εγεννέθα».
Μετά τον θάνατό του, η μητέρα μας, μας έδωσε κατ’ επιταγή του, ένα κείμενο με τον τίτλο «Διαθήκη στις κόρες μου». Διαβάζοντάς το, αυτό που αποκομίσαμε ήταν, ότι επρόκειτο, περισσότερο, για παρακαταθήκη, με την οποία μας ανέθεσε το χρέος, με ύφος αυστηρό και συνάμα έκδηλη την πατρική του αγάπη, να πορευθούμε στη ζωή μας, με τις αξίες που πορεύθηκε ο ίδιος. Τις ίδιες νουθεσίες έδινε όταν ήταν εν ζωή και σε κάθε ελπιδοφόρο νέο που τον πλησίαζε, προσφωνώντας τον «παιδί μου».
«Αγαπητά μου παιδιά, Σημέλα, Μαρία και Κυριακή μου
Έχω μπει στην κρίσιμη ηλικία μου της δεκαετίας του ’80 που χρόνο με τον χρόνο, μήνα τον μήνα, θα μου ‘ρθει το κάλεσμα να πάω κοντά στη γιαγιά μου, στον πατέρα και στη μάνα μου και τα’ αδικοχαμένα αδέλφια μου. Πολλά χρόνια έμεινα μακριά τους και προσμένουν τη συνάντησή μου μαζί τους.
Γι’ αυτό σκέφτηκα, όσο ζω να σας μιλήσω.
Στην υλιστική εποχή που έζησα εγώ, επικρατούσε η αντίληψη, καθένας να αποκτήσει κινητή κι ακίνητη περιουσία, ώστε να ‘ναι τα αγαθά τόσα που να μπορούν και τα εγγόνια του να ζήσουν με την κληρονομιά που θα άφηνε στα παιδιά του μετά το θάνατό του! Πολύ δύσκολο αυτό! Έτσι, με τους επιτήδειους να πατούν επί πτωμάτων, συγκεντρώνονταν στα χέρια της ολιγαρχίας πλούτος, ενώ άλλοι στερούνταν και το ψωμί των παιδιών τους, χωρίς στέγη, ξυπόλητοι και ρακένδυτοι, στερημένοι όλων των αγαθών της διαβίωσής τους… Οι αχόρταγοι, άφρονες πλούσιοι, δεν διδάχτηκαν από τη θεία παραβολή που λέγει: «Πλούσιοι επτώχευσαν κι επείνασαν…» και «μακάριοι οι πεινόντες, ότι αυτοί χορτασθήσονται..». Ούτε και τον φυσικό νόμο της ποικιλίας και της παλινδρομήσεως υπολογίζουν, ότι αφήνοντας πλούτη στα παιδιά τους, δημιουργούν απογόνους τεμπέληδες, σπάταλους, κηφίνες, καφενόβιους, ανίκανους για κάθε εργασία.
Από παιδί πίστευα ότι η φτώχια, είναι ο καλύτερος σύμβουλος και καλός κηδεμόνας. Ένα προσφυγόπουλο 11 χρονών, πεντάρφανο, χωρίς συγγενείς, έφτασα στην Ελλάδα, ξένος ανάμεσα σε ξένους, υπηρέτης σε γεωργική οικογένεια Θρακιώτη στο χωριό Άγιος Δημήτριος Κοζάνης, κατόπιν σε εθνικό οικοτροφείο Γρεβενών όπου τελείωσα και το Γυμνάσιο εργαζόμενος. Συνέχισα στη Φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου της Θες/νίκης με μοναδική περιουσία και πόρους από την εργασία μου, ταυτόχρονα με τις σπουδές μου.
Η περιουσία μου είναι πενιχρή και το ξέρετε. Δεν αδίκησα κανέναν, δεν χρωστώ σε κανέναν. Η σύνταξή μου, είναι αρκετή να σας μεγαλώσει και να σας σπουδάσει χωρίς πολυτέλειες με τις οποίες εγώ δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Εγώ δεν είχα τίποτα, ξεκίνησα από το μηδέν και σε μικρή ηλικία. Σεις, μεγαλώσατε τώρα κι έχετε ηλικία μεγαλύτερη από αυτήν που είχα εγώ όταν ξεκίνησα….
Πιο πολύ σας δίνω την ευχή μου να μην ντροπιάζετε τις οικογενειακές αρχές της οικογένειας των Χατζηλευτεράντων, όπως μου είχε πει και μένα η γιαγιά μου πριν με αποχαιρετίσει. Ευχές γονέων στηρίζουν θεμέλια σπιτιών. Κι αυτό, θα το πετύχετε όταν δεν θα βλάψετε κανέναν αδιακρίτως, γιατί αρχαίος πρόγονός μας φιλόσοφος δογμάτιζε: «Μέτρον πάντων άνθρωπος». Αν μπορέσετε να κάνετε το καλό και ν’ αποφεύγετε το κακό γίνεσθε αντάξιοι των προγόνων σας. Κι αν κάποιος, δεν σας φερθεί καλά, ξεχάστε το, χωρίς ν’ αντιδικήσετε, γιατί θα εκτιμήσει τη συμπεριφορά σας, θα μετανιώσει για ό,τι έκανε. Αν όμως του το ανταποδώσετε, θα γίνεται χειρότερος. Η εκκλησία μας λέγει : «Αν γάιδαρος με ελάκτισε, πρέπει κι εγώ ν’ αντιλακτίσω αυτώ?» Και η λαϊκή ποντιακή παροιμία λέγει: «Και τον εχθρό σου με το ψωμί σου να τον χτυπάς».
Ν’ αγαπάτε την αλήθεια, γιατί αυτή είναι η αναπνοή του Θεού ενώ το ψέμα είναι η μάσκα του διαβόλου. Έχω γεράσει και δεν είπα ποτέ στη ζωή μου ψέματα. Θέλω να πεθάνω λάτρης της αλήθειας. Σε αντάλλαγμα αυτών των σφοδρών επιθυμιών μου, θα είναι η ευχή μου προς εσάς. Τελειώνοντας σας δίνω την ευχή μου να μεταδώσετε και στα παιδιά σας τις ίδιες νουθεσίες σε πιστή συνέχεια.
Θα έλεγα, ότι η στάση του σε όλη την πορεία της ζωής του, θυμίζει τη ρήση του Ν. Καζαντζάκη:
«Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους.
Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους.
Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».
Το μόνο που έμενε στο τέλος, το μόνο που προσδοκούσε, ήταν η Παναγία Σουμελά που τόσο την υπηρέτησε, να ικανοποιήσει την επιθυμία του να επιστρέψει στη μήτρα που τον γέννησε. Και πραγματικά νιώθω ευτυχής και παρηγορημένη που η ευχή του εισακούστηκε. Και κλείνοντας τα μάτια μου ώστε να διευκολυνθώ στην αναπαράσταση των όσων μου εξιστορεί μέσα από τα γραπτά του, στο τέλος, φτιάχνω μια εικόνα που μου αρέσει να πιστεύω ότι έτσι πράγματι θα έγινε, όταν έπεσε η αυλαία της ζωής του: εκείνον, όπως τον θυμάμαι, αλλά ανάλαφρο από το ταλαίπωρο κορμί των 78 χρόνων του, να τρέχει να συναπαντήσει στα αγαπημένα του παρχάρια ένα εντεκάχρονο παιδί χαμογελαστό που ακούει στο όνομα Λευτέρης που τον πιάνει από το χέρι και τον πηγαίνει στο σπίτι του για να σμίξει με τον πατέρα του Στάθη τη μητέρα του Σημέλα τη γιαγιά του Κερεκή και τα αδέλφια του, τον Γιάννη, τη Μαρία, τον Μωυσή και τον Κωστάκη.
Κι εμείς εδώ κάθε χρόνο προσκυνούμε τον τάφο του, στην Παναγία Σουμελά Βερμίου, η σύζυγός του Ευωδία, τα παιδιά του Σημέλα, Μαρία και Κερεκή, τα εγγόνια του Σοφία και Λευτέρης. Έτσι, μοιρασμένος πάντα, ανάμεσα σε δύο πατρίδες, αυτήν που τον γέννησε κι αυτήν όπου ανδρώθηκε. Δύο πατρίδες όμοια αγαπημένες στις οποίες αφιέρωσε τη ζωή του.
ΣΗΜΕΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ