Κωνσταντινίδου Χαρούλα
Επίσημη μεταφράστρια | Κειμενογράφος
[email protected]

Πολλές φορές τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν σαν έναν καμβά, έτοιμο να τον ζωγραφίσεις. Ή, άλλοτε, σαν μια λευκή κενή σελίδα που περιμένει μελάνι για να πάρει σάρκα και οστά.

Πωλούνται καραβάκια, λοιπόν…

*Η παρούσα ανάρτηση στον προσωπικό μου λογαριασμό στο Facebook έγινε στις 18 Αυγούστου 2020. Την αναδημοσίευσα στο προσωπικό μου προφίλ και τη δημοσιεύω και εδώ γιατί ίσως σήμερα, ταιριάζει ακόμη περισσότερο με όσα βλέπουμε και βιώνουμε.

Πωλούνται καραβάκια

Τι μ’ έπιασε και είμαι τόσο ευσυγκίνητη σήμερα το βράδυ; Οι φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες νύχτες έχουν πάντα επάνω μου πιο θετικό αντίκτυπο σε σύγκριση με τις ζεστές, γεμάτες υγρασία καλοκαιρινές νύχτες. Να, είδατε; Παρασύρθηκα πάλι στα παράπονα για τον καιρό, ενώ ίσως η ευσυγκινησία να προέρχεται από τις σκέψεις και την κούραση.

Πωλούνται καραβάκια, λοιπόν. Ενώ αμέριμνη τρώω το μεσημεριανό μου σε ταβέρνα της συμπρωτεύουσας, πλήθος μικροπωλητών με φθαρμένα ρούχα και παπούτσια με πλησιάζουν για να μου πουλήσουν την πραμάτεια τους. Για να ζήσουν οι άνθρωποι…

Η συμπρωτεύουσα με τον Λευκό Πύργο να υψώνεται αγέρωχος προσφέρει καταφύγιο σε αγάπες, έρωτες, ξένοιαστες στιγμές, ψώνια, βόλτες. Η συμπρωτεύουσα, όμως, δείχνει κι ένα άλλο πρόσωπο με ανθρώπους να κοιμούνται στα πεζοδρόμια, με κρύο και ζέστη, δίπλα σε σακούλες ακριβών καταστημάτων που κρατούν οι περαστικοί, ένα παιδάκι βρίσκεται εκεί που σπίτι του είναι ο δρόμος και εσύ να περπατάς προσέχοντας μην τα πατήσεις καθώς κρεβάτι τους είναι ο δρόμος.

Επιστρέφουμε στην ταβέρνα με τη Χαρούλα να τρώει τα μακαρόνια της αλλά ταυτόχρονα να παρατηρεί το τριγύρω περιβάλλον, όπως κάνει πάντα. Μπαλόνια, λίγοι τουρίστες, σημαίες διάφορων χωρών και κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος κύριος με μαύρο σάκο στον ώμο και καραβάκια στα χέρια. Μικρά, ξύλινα καραβάκια που θυμίζουν Ελλάδα ή θυμίζουν ότι πρέπει να βάλεις πλώρη και να πας μπροστά. Άθελα μου τον κοίταξα έντονα. Τι να έκανα;

Ποια να ήταν η ιστορία του; Γιατί ήταν στον δρόμο να πουλάει καραβάκια και όχι στο σπίτι του αφού ήταν η ώρα του μεσημεριανού; Γιατί τα παπούτσια του ήταν φθαρμένα και το βήμα του αργό; Γιατί κρατούσε τόσα καραβάκια και όχι πιο λίγα; Δεν τα πούλησε;

Οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό μου και ξαφνικά τον ακούω να μου λέει: «Πάρε ένα καραβάκι να με βοηθήσεις!»
Το πιάτο μου άδειαζε σιγά-σιγά, τον κοίταξα με ευγένεια και του απάντησα «Ευχαριστώ». Έμεινε η ευγένεια στη θεωρία, βλέπετε, έμεινε το καραβάκι στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν το χρειαζόταν και σε εμένα ένα «γιατί».

Και όπως συνήθως συμβαίνει στη ζωή, ο άνθρωπος αυτός δεν θα βρεθεί αύριο ξανά μπροστά μου για να του αγοράσω το πολυπόθητο καραβάκι. Η ευκαιρία μου απομακρύνθηκε αργά, με τα αργά του βήματα.

Πωλούνται καραβάκια.

Και πωλούνται γιατί εμείς δεν τα αγοράζουμε όταν υπάρχει η ανάγκη. Γιατί οι δικές μας ανάγκες, τα μακαρόνια με τυριά και κρέμα ντομάτας και η καθωσπρέπει ευγένεια κρίνονται πιο σημαντικά και μετρούν περισσότερο.
Για να μην δούμε κι άλλους με καραβάκια, ας τους τα αγοράσουμε προτού μας το ζητήσουν.

Γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν αποτιμάται, ούτε πρέπει να αποτιμάται ούτε σε χρήμα αλλά ούτε και σε καραβάκια….

Και σήμερα, αυτή η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά είναι τόσο ζητούμενα όσο ποτέ…