Το ότι ζούμε ένα θερμό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καλοκαίρι είναι πλέον ομολογητέα πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας ως πλατφόρμα διαλεκτικής, προς το παρόν, σύγκρουσης και διεθνοπολιτικής αντιπαράθεσης το αίτημά τους για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας, οι Τούρκοι φτάνουν στο σημείο πια να αμφισβητούν ανοιχτά την εθνική μας κυριαρχία στο Αιγαίο και να προωθούν σχεδιασμούς ακραίας πόλωσης. Πριν λίγες μάλιστα μέρες, ο Erdogan διαλαλούσε: ‘‘Η Τουρκία δεν θα απεμπολήσει τα δικαιώματά της στο Αιγαίο. Όπως δεν θα σταματήσει, όταν χρειαστεί, να κάνει χρήση των δικαιωμάτων που της δίνει το διεθνές δίκαιο στο ζήτημα της στρατιωτικοποίησης των νησιών’’ (https://infognomonpolitics.gr/2022/06/ektos-orion-o-erntogan-apeilei-tin-ellada-me-katastrofiko-telos/#.YqHWsx1G4ro.twitter).

Η τουρκική επιχειρηματολογία, λοιπόν, πλην των άλλων, εκδηλούται, χωρίς αποστροφές και περιφράσεις, στις επιστολές του μονίμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, Feridun Sinirlioglu. Σύμφωνα με τους τουρκικούς ισχυρισμούς, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα κατά απόλυτη κυριαρχία υπό την προϋπόθεση ότι θα παρέμεναν χωρίς την παρουσία ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης (Ιούλιος το 1923) επικυρώνει την απόφαση των 6 Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Γαλλίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Ιταλίας και Ρωσίας) της 13ης Φεβρουαρίου του 1914, κατά την οποία η αποδιδόμενη ελληνική κυριαρχία στα συγκεκριμένα ελληνικά νησιά συναρτάται με την αποστρατιωτικοποίησή τους και ειδικότερα με τη ‘‘μη χρησιμοποίησή’’ τους για στρατιωτικούς ή ναυτικούς σκοπούς από την πλευρά της Ελλάδας.

Το ζήτημα έχει μετατραπεί, κατά τα άνω, σε εστία πυράκτωσης των διμερών μας σχέσεων με τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ όμορη χώρα και ταυτοχρόνως σε επιταχυντή ανησυχητικών εξελίξεων για το συνολικό υπόβαθρο ασφάλειας και σταθερότητας της περιφερειακής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής. Γι’ αυτό και το διεθνές δίκαιο αναδεικνύεται, για ακόμη μια φορά, ίσως ως μοναδική εξισορροπητική σταθερά στις στριφνές και ακανθώδεις, είναι η αλήθεια, σχέσεις μας με την Τουρκία.

Το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης, λοιπόν, αναφέρει ότι επικυρούται η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου του 1914 σε εκτέλεση των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου του Μαΐου του 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών του Νοεμβρίου του 1913, η οποία απόφαση αφορούσε την κυριαρχία της Ελλάδος στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου (εκτός της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών) και ιδίως στις νήσους Λήμνο, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη (ενν. Λέσβο), Χίο, Σάμο και Ικαρία, με την επιφύλαξη της κυριαρχίας της Ιταλίας επί των νησιών που αναφέρονταν στο άρθρο 15 της Συνθήκης. Η Συνθήκη της Λωζάνης, επιπρόσθετα, όριζε ότι τα νησιά που βρίσκονταν σε απόσταση λιγότερη των τριών ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ακτές θα περνούσαν, αντιστρόφως, στην κυριαρχία της Τουρκίας.

Το ‘‘πάτημα’’, κατά τα ανωτέρω, των Τούρκων είναι η διαβόητη απόφαση των άνω 6 μεγάλων Δυνάμεων (της 13-2-1914) που επικύρωσε η Συνθήκη της Λωζάνης. Πράγματι, σε επιστολή τους, γραμμένη στα γαλλικά, την τότε επίσημη γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας (ίδετε στο τέλος του κειμένου) που κοινοποιήθηκε τόσο στον Έλληνα όσο και στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, οι 6 μεγάλες Δυνάμεις ενημέρωναν Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα ότι η εθνική κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου παραχωρούνταν οριστικά στην Ελλάδα, η οποία, ωστόσο, πέραν και ξέχωρα του αμετακλήτως κριθέντος ζητήματος της κυριαρχίας επί των νησιών, θα έπρεπε να παρέξει εγγυήσεις τόσο στις μεγάλες Δυνάμεις όσο και στην Τουρκία περί της μη ‘‘οχύρωσης’’ αυτών (των νησιών) και της μη χρησιμοποίησής τους για ναυτικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς.

Είναι, συνεπώς, η υστερόβουλη και διαταρακτική της διεθνούς ισορροπίας που η Συνθήκη της Λωζάνης παγίωσε εδώ και έναν αιώνα παρερμηνεία της απόφασης της 13-2-1914 από την πλευρά της Τουρκίας που προξενεί και αναπαράγει τον φαύλο κύκλο των ελληνοτουρκικών τριβών. Τόσο η κατά γράμμα όσο και η πιο διασταλτικής αντίληψης τελολογική ερμηνεία της απόφασης του Φεβρουαρίου του 1914 (που το κείμενο του άρθρου 12 της Συνθήκης επικύρωσε) δεν ανατρέπει αλλά, αντιθέτως, ενισχύει και στεγανοποιεί το νομικής και διεθνοπολιτικής βαρύτητας συμπέρασμα ότι η οριστική κυριαρχία των αναφερόμενων στην απόφαση του Φεβρουαρίου του 1914 αλλά και στο ίδιο το scriptum της Συνθήκης της Λωζάνης νησιών δόθηκε άπαξ και οριστικώς στην Ελλάδα. Στον αντίποδα, η κυριαρχία των πολύ κοντινών νησιών στην Τουρκία (έως και 3 μίλια από τις ακτές της) αποδόθηκε στη γείτονα χώρα.

Οι εγγυήσεις, επομένως, που ζητήθηκαν από την Ελλάδα αναφορικά με τη μη ‘‘οχύρωση’’ των νησιών αυτών και με τη μη ‘‘ναυτική’’ ή ‘‘στρατιωτική’’ χρήση τους από τη δική μας χώρα συνιστούσαν μια a fortiori ρυθμιστική και διακανονιστική επιλογή των 6 μεγάλων Δυνάμεων, μια, τρόπον τινά, επιπρόσθετη και διακριτή (τότε) διεθνώς επιβληθείσα υποχρέωση στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν συνδέθηκε ποτέ ούτε νομικά, ούτε ιστορικά αλλά και ούτε πρακτικά με το λυθέν και ασφαλώς μείζον ζήτημα της κυριαρχίας μας επί των νησιών αυτών. Εξάλλου, κατά την ακαταμάχητη λογική του εξ’ αντιδιαστολής επιχειρήματος (argumentum a contrario), αν οι μεγάλες Δυνάμεις είχαν ως αληθινή πρόθεσή τους να συνδέσουν και εξαρτήσουν την αποδοθείσα σε εμάς κυριαρχία των νησιών με τις απαιτήσεις τους αναφορικά με τις παραπάνω εγγυήσεις από την πλευρά της Ελλάδας, τότε θα επιχειρούσαν στο ίδιο το κείμενο της απόφασής τους, και, πολύ περισσότερο, στην ίδια τη Συνθήκη της Λωζάνης, να διατυπώσουν με ξεκάθαρη σαφήνεια αυτή την ‘‘προϋποθετική βάση’’, τη συμπερίληψη της οποίας, κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, θα απαιτούσαν προφανώς μετά μεγάλης και επίμονης πίεσης οι Τούρκοι.

Η επιβληθείσα στην Ελλάδα διεθνής υποχρέωση για την παροχή των παραπάνω εγγυήσεων περί μη ‘‘οχύρωσης’’ ερμηνεύεται μάλιστα και ακόμη εναργέστερα εκπηγάζει από το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο των γεωπολιτικών ανακατατάξεων της τότε εποχής. Το πρώτο ‘‘δικαιολογητικό έρεισμα’’ της απόφασης της 13-2-1914 υπήρξε, όπως η ίδια η Συνθήκη της Λωζάνης μας υποδεικνύει, η Συνθήκη του Λονδίνου της 30ης Μαΐου του 1913, ως αποτέλεσμα της λεγόμενης Συνδιάσκεψης Ειρήνης για τον τερματισμό του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Η Συνθήκη του Λονδίνου, λοιπόν, που συνομολογήθηκε μεταξύ αφενός των βαλκανικών συμμάχων (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου) και αφετέρου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επετεύχθη με τη ‘‘συνδρομή’’ και υπό την ‘‘καθοδήγηση’’ των μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας, Ιταλίας και Ρωσίας) προκειμένου να καθοριστούν τα σύνορα των βαλκανικών κρατών.

Από την άλλη, το δεύτερο ‘‘γενεσιουργό έρεισμα’’ της απόφασης της 13-2-1914 υπήρξε η Συνθήκη της 14ης Νοεμβρίου του 1913 μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με βάση την οποία τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έπαυσαν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες και υποσχέθηκαν να τηρήσουν τη Συνθήκη του Λονδίνου (του Μαΐου του 1913). Συνεπώς, όταν το ιστορικο-πολιτικό υπόβαθρο της απόφασης (της 13-2-1914) των μεγάλων Δυνάμεων ήταν ad hoc οι δύο άνω διεθνείς Συνθήκες που τερμάτιζαν τους πολέμους και προσδιόριζαν τα σύνορα στη Βαλκανική Χερσόνησο, ήταν επιβεβλημένο, ίσως και διπλωματικά αναπόφευκτο, να υποχρεωθεί η Ελλάδα, η οποία λάμβανε στην απόλυτη κυριαρχία της τα νησιά, για την παροχή εγγυήσεων, προς αποφυγή νέων διενέξεων ή εμπόλεμων συρράξεων, σύμφωνα με τις οποίες (εγγυήσεις) ‘‘έπρεπε’’ να μην προβεί σε ‘‘οχυρώσεις’’ των νησιών της.

Το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο, ωστόσο, που παρήγαγε και επέβαλε στην Ελλάδα τέτοιες εγγυήσεις έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η πραγματικότητα του 21ου αιώνα είναι ασφαλώς εντελώς διαφοροποιημένη από τις ιστορικές επιταγές και τα γεωπολιτικά τεκταινόμενα των αρχών του 20ου αιώνα. Η Ελλάδα, κάνοντας χρήση της γνωστής ρήτρας του διεθνούς δικαίου ‘‘rebus sic stantibus’’ (ρήτρα περί θεμελιώδους αλλαγής των συνθηκών), η οποία είναι επαρκώς καταγεγραμμένη στο άρθρο 62 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969), αποδομεί την τουρκική επιχειρηματολογία. Οι εγγυήσεις του 1913 δεν έχουν κανένα νόημα και καμία εφαρμοστική αναγκαιότητα στον ιστορικό χωρόχρονο της τρίτης δεκαετίας του επόμενου αιώνα! Αντιθέτως, και μάλλον δυστυχώς για τους Τούρκους, με βάση το άνω άρθρο της Σύμβασης της Βιέννης ‘‘δεν μπορεί να γίνει επίκληση θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων ως λόγου λήξεως της συνθήκης μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών και ενός ή περισσότερων διεθνών οργανισμών ή αποχωρήσεως από αυτήν, εάν πρόκειται για συνθήκη που καθορίζει σύνορο’’. Τα σύνορα, επομένως, χαράσσονται, συμφωνούνται, αποδίδονται ή διαμορφώνονται και καμία διεθνής περίσταση (ούτε η υποτιθέμενη παράβαση εγγυήσεων που είχαν να κάνουν με τις απαιτήσεις των αρχών του προηγούμενου αιώνα) δεν τα ανατρέπει, αλλοιώνει ή καταργεί.

Επιπρόσθετα, απολύτως σαφές είναι και το (επιμέρους) ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης ειδικά της Λήμνου και της Σαμοθράκης. Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών, παράλληλα με αυτήν της Ίμβρου και της Τενέδου, είχε όντως επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 της Σύμβασης του 1923 σχετικά με το καθεστώς των Στενών (Βοσπόρου και Δαρδανελίων), η οποία (και αυτή) υπογράφηκε στη Λωζάνη. Όμως η συγκεκριμένη διεθνής γεωπολιτική και νομική νόρμα απαλείφθηκε στο σύνολό της με τη Συνθήκη του Montreux (1936), η οποία διαμόρφωσε, ως νεότερη Συνθήκη που κατήργησε την παλιά (αυτήν της 23-7- 1923), το καινούργιο νομικό και διεθνοπολιτικό status στα Στενά. Κατά την αναντίλεκτη εκφορά του προοιμίου της Συνθήκης του Montreux, η Συνθήκη αυτή αντικαθιστά πλήρως και καθολικά τη Συνθήκη του 1923 για τα Στενά και, επαγωγικά, αφού δεδομένα η νεότερη άνω Συνθήκη δεν επιβάλλει κάποιον όρο αποστρατιωτικοποίησης οποιουδήποτε νησιού, δεν υφίσταται από τότε (1936) και καμία διεθνής υποχρέωση της Ελλάδας να διατηρεί ‘‘χωρίς ένοπλες δυνάμεις’’ τα παραπάνω νησιά.

Μάλιστα, η Ελλάδα πολύ ορθώς επικαλείται εν προκειμένω ότι τόσο με επίσημη επιστολή της 6ης Μαΐου 1936 του Τούρκου Πρεσβευτή στην Αθήνα προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό, όσο και με ρητή δήλωση την 31-7-1936 του τότε Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, R. Aras, ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η Τουρκία άνευ όρων και δισταγμών αναγνώρισε τη Συνθήκη του Montreux και τον συνεπαγόμενο ιστορικό και νομικό απεγκλωβισμό της Ελλάδας από οποιαδήποτε υποχρέωση ‘‘αποστρατιωτικοποίησης’’ των δύο άνω συγκεκριμένων νησιών της.

Εν τέλει, με περισσή αγωνία, ως τηρητές, υποτίθεται, του διεθνούς δικαίου, οι Τούρκοι επικαλούνται το άρθρο 14 της Συνθήκης του Παρισιού του 1947, με βάση την οποία τα Δωδεκάνησα, το Καστελόριζο και οι ‘‘παρακείμενοι νήσοι’’ παραχωρήθηκαν κατά απόλυτη εθνική κυριαρχία στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη βούληση της Ιταλίας και των Συμμάχων. Η ανωτέρω Συνθήκη όντως ορίζει ότι “Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι”.

Παρά ταύτα, όμως, το διεθνές δίκαιο ορίζει πάλι το ορθολογικό πλαίσιο που θα πρέπει να αποτελέσει τη ratio μιας δίκαιης και σοβαρής προσέγγισης και στο προκείμενο ζήτημα. Το άρθρο 34 της άνω μνησθείσας Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) ρητώς αναφέρει ότι “μια Συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες” εκτός των συμβαλλομένων χωρών, κάτι το οποίο, ως lex specialis, επαναλαμβάνει με διαυγή σαφήνεια και το άρθρο 89 της Συνθήκης του Παρισιού του 1947. Κατά λογικό επακόλουθο, η Τουρκία, ως μη συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη του Παρισιού, δεν δικαιούται ούτε να ‘‘ανακατεύεται’’, πολύ περισσότερο ούτε να ‘‘ομιλεί’’ και να ‘‘διαμαρτύρεται’’, καθώς, πολύ απλά, κατά τη διεθνή ορολογία η Συνθήκη την οποία κατονομάζει (Συνθήκη του Παρισιού) είναι γι’ αυτήν ‘‘res inter alios acta’’ (υπόθεση μεταξύ τρίτων που ουδόλως την αφορά)!

Άλλωστε, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) μπορεί στο όλο ζήτημα να αποτελέσει τρανό ‘‘φυσικό’’ σύμμαχο της Ελλάδας. Ενδεικτικά, αναφέρω ότι το ΔΔΧ στην υπόθεση της Λιβύης κατά του Τσαντ (ICJ, judgment 3-2-1994 on the Libyan Arab Jamahiriya v. Chad, https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/83/083-19940203-JUD-01-00-EN.pdf) είχε αποφανθεί ότι από το χρονικό σημείο που θα επιτευχθεί μια διεθνής συμφωνία για τον καθορισμό κρατικών συνόρων (τέτοια είναι η Συνθήκη της Λωζάνης), κάθε διαφορετική (νομική, εννοιολογική, τελολογική) προσέγγισή της παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου περί του απαραβίαστου των συνόρων (Temple of’ Preuh Viheur, I. C. J. Reports 1962, p. 34; Aegean Scu Continental Shelf: I.C.J. Reports 1978, p. 36).

Μάλιστα, σύμφωνα με το ΔΔΧ, τα σύνορα που συμφωνούνται και προσδιορίζονται σε μια διεθνή Συνθήκη αποκτούν αυτοδικαίως πάγιο καθεστώς μονιμότητας, το οποίο αποσυνδέεται μάλιστα από το χρονικό εύρος ή το κανονιστικό πλαίσιο, αυτό καθαυτό, της Συνθήκης. Έτσι, ακόμα και αν η ίδια η Συνθήκη που καθόριζε, μεταξύ άλλων ρυθμιστικών διακανονισμών, κρατικά σύνορα παύσει να ισχύει ή να εφαρμόζεται σε ένα δεδομένο (μελλοντικό) χρονικό σημείο από την υπογραφή και την κύρωσή της, η μονιμότητα, παρά ταύτα, και ο συγκεκριμένος οροθετικός καθορισμός των συνόρων επ’ ουδενί επηρεάζεται.

Έτσι, στο πεδίο του διεθνούς δικαίου διαχρονικά υποστηρίζεται, ως αξίωμα του status της διεθνούς νομιμότητας, ότι όταν θεσπίζονται διεθνή σύνορα, κάθε αναφορά σ’ αυτά ή κάθε ερμηνεία περί αυτών θα πρέπει να εκκινεί από την παραδοχή ότι αυτά θεσπίστηκαν για να αποτελούν οριστικά, απολύτως συγκεκριμένα και σε μόνιμη βάση σύνορα (Interpretation of Article 3, Paragraph 2, of the Treaty of Lausanne, PCIJ Advisory Opinion (1925). PCIJ Series B. No. 12, at 20).

Από την άλλη, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΔΧ (Australia v France, New Zealand v France, Judgments, ICJ Reports 1974, p. 269, para 50 and p. 472, para 46, Democratic Republic of Congo v Rwanda, Judgment ICJ Reports 2006 p. 27, para 46, Bolivia v. Chile Judgment ICJ Reports 2018 pp. 554-555, para 146) είναι κοινά αποδεκτό ότι οι μονομερείς πράξεις (unilateral acts) των κρατικών αρχών ή οργάνων, όπως αυτές παραπάνω των Τούρκων αξιωματούχων κατά το έτος 1936, καθώς συνιστούν έκφραση της θέσης ή θέλησης ενός υποκειμένου της διεθνούς τάξης πραγμάτων, το οποίο (υποκείμενο) έχει απαραιτήτως την πρόθεση η εκδήλωση αυτής της θέσης ή θέλησής του να παραγάγει έννομες συνέπειες στο διεθνές επίπεδο, δεσμεύουν διεθνώς το εκπροσωπούμενο από τα θεσμικά πρόσωπα κράτος. Και εδώ, λοιπόν, οι Τούρκοι απλά αποστομώνονται!

Ξεκάθαρα επομένως, τουλάχιστον κατά την άποψη μου, είναι παντελώς ανιστόρητο, νομικά έωλο και πάντως αβαθές, χρονικά άτοπο και διπλωματικά προκλητικό και σίγουρα απαράδεκτο να ομιλεί η Τουρκία για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας, βάσει υποτίθεται του διεθνούς δικαίου, όταν αυτή εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, όταν συνεχίζει να διατηρεί το ‘‘προβοκατόρικο’’ και νομικά αστήρικτο casus belli εναντίον μας από το 1995, όταν η 4η στρατιά της με έδρα τη Σμύρνη είναι ‘‘στραμμένη’’ προς τη χώρα μας, όταν σε καθημερινή βάση καταστρατηγεί το δίκαιο της θάλασσας σχετικά με την επήρεια των θαλασσίων ζωνών των νησιών μας, όταν απειλεί με σεισμικές έρευνες σε δικά μας ύδατα, όταν παραβιάζει διαρκώς τον εναέριο χώρο μας, όταν πρεσβεύει το γνωστό δόγμα της ‘‘γαλάζιας πατρίδας’’ και όταν, γενικά και εν τέλει, θέλει να επιβάλει αναθεωρητικά στρατηγήματα στην περιοχή μας που άμεσα και στοχευμένα θίγουν την εθνική μας κυριαρχία. Για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, λοιπόν, οι Τούρκοι είναι φανερό ότι δεν έχουν μαζί τους το διεθνές δίκαιο, είναι, ωστόσο, δυστυχώς ακόμη πιο φανερό ότι το ‘‘ζήτημα’’ αυτό μετουσιώνεται, μέρα με τη μέρα, αν όχι ώρα με την ώρα, στην ‘‘αιτία του επερχόμενου (;;;) κακού’’ ανάμεσα στις δύο χώρες….

Κατερίνη, 15/6/2022

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science

 

ΥΓ. Παρακάτω, σε γαλλικό πρωτότυπο η επιστολή που εστάλη από τις 6 μεγάλες Δυνάμεις στον Τούρκο ΥΠΕΞ με βάση την οποία αυτές ενημέρωναν την Τουρκία για την απόφασή τους της 13-2-1914. Επιστολή με (σχεδόν) όμοιο περιεχόμενο εστάλη και στον τότε Έλληνα ΥΠΕΞ. Η επιστολή είχε επί λέξει ως εξής:

‘‘En conséquence les six Puissances ont soumis la question à une étude attentive et après un échange des vues, ont décidé que la Grèce restituerait à la Turquie les iles d’Imbros et de Ténédos et conservèrent la possession définitive des autres iles de la Mer Egée qu’elle occupe actuellement. L’ile de Castellorizo sera également rendue à la Turquie.  Les six Puissances ont également décidé que des garanties satisfaisantes leur seraient données ainsi qu’a la Turquie par la Grèce, les iles dont elle gardera la possession ne seront ni fortifiées ni utilisées pour la but naval ou militaire et quelle prendra des mesures effectives en vue de prévenir la contrebande entre les iles et le Territoire Ottoman’’.

Η μετάφραση της επιστολής: ‘‘Συνεπώς οι 6 Δυνάμεις υπέβαλαν το ζήτημα υπό μια προσεκτική μελέτη και μετά από ανταλλαγή απόψεων αποφάσισαν η Ελλάδα να επανέφερε στην Τουρκία τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και να διατηρούσε την οριστική κατοχή (κυριαρχία) στα υπόλοιπα νησιά της Θάλασσας του Αιγαίου, τα οποία (στην πράξη) τώρα κατέχει. Το νησί του Καστελόριζου θα επιστραφεί στην Τουρκία. Οι 6 Δυνάμεις αποφάσισαν επίσης ότι από την Ελλάδα θα δίνονταν σ’ αυτές αλλά και στην Τουρκία ικανοποιητικές εγγυήσεις περί του ότι τα νησιά που η Ελλάδα θα κρατήσει στην κατοχή της δεν θα είναι ούτε οχυρωμένα ούτε θα χρησιμοποιούνται για σκοπό ναυτικό ή στρατιωτικό και ότι (η Ελλάδα) θα πάρει αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέψει τη διακίνηση λαθραίων (το λαθρεμπόριο) ανάμεσα στα νησιά και την Οθωμανική Επικράτεια’’.

 

ΥΓ.2 Όπως προσέχει ο αναγνώστης, το Καστελόριζο με την απόφαση των 6 μεγάλων Δυνάμεων του 1914 είχε παραχωρηθεί (τότε) αρχικά στην Τουρκία. Η Ελλάδα απέκτησε εθνική κυριαρχία στο Καστελόριζο πολύ αργότερα, το 1947, με τη Συνθήκη του Παρισιού.