Την ώρα που σε πολλά σημεία της επικράτειας εκδηλώνονται έντονα ξεσπάσματα βίας από οργανωμένες ομάδες Ρομά που ‘‘διαμαρτύρονται’’ κατά αυτόν τον τρόπο για συγκεκριμένη συμπεριφορά που επέδειξε αστυνομικός σε μέλος της παραπάνω κοινότητας κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος και, συνεπαγωγικά, ‘‘στοχοποιείται’’ συλλήβδην η ελληνική αστυνομία, νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να αποσαφηνιστεί το νομικό περίγραμμα που προσδιορίζει και de lege lata διαμορφώνει την πρέπουσα και ενδεδειγμένη συμπεριφορά του κάθε αστυνομικού, ειδικά όταν αυτός επιχειρεί να συλλάβει τον δράστη ή έστω τον ύποπτο τέλεσης αξιόποινης πράξης.

Ευθύς εξαρχής τονίζω ότι, εκ των πραγμάτων, η ώρα διενέργειας αυτού του κομβικού υπηρεσιακού καθήκοντος του έλληνα αστυνομικού είναι εξ’ ορισμού, όπως θα καταφανεί και με όλα όσα γράφονται παρακάτω, μια λεπτή και ιδιαίτερα ευαίσθητη ‘‘άσκηση εξισορρόπησης’’ ανάμεσα αφενός στην κοινωνικο-πολιτική αναγκαιότητα να διασφαλιστεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια και να προστατευτεί το δημόσιο συμφέρον και αφετέρου στον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και πρωτίστως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του πολίτη κατά το οποίου ‘‘δρα’’ ο αστυνομικός.

Στη μείζονα σκέψη του συλλογισμού μας, πάντως, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής: Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» και στην παρ. 2 του άρθρου 7 ότι: «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει».

Εξάλλου, στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), ορίζεται ότι: ότι: «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασάνους ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπες ή εξευτελιστικές». Κατά την έννοια των τελευταίων διατάξεων, τα συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ υποχρεούνται να εγγυώνται σε κάθε πρόσωπο που υπόκειται στη δικαιοδοσία τους τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που πηγάζουν από την ανωτέρω Σύμβαση και να λαμβάνουν μέτρα τέτοια που να εμποδίζουν τα άτομα αυτά να υπόκεινται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές.

Προκειμένου δε μια μεταχείριση να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ανωτέρω Σύμβασης, θα πρέπει να έχει ένα ελάχιστο όριο βαρύτητας, το οποίο εξαρτάται από το σύνολο των δεδομένων της κάθε περίπτωσης, ειδικά τη διάρκεια της κακομεταχείρισης και τις σωματικές και ψυχικές συνέπειές της, μερικές δε φορές από το φύλο, την ηλικία και την κατάσταση υγείας του θύματος και να δύναται να προκαλέσει στα θύματά της αισθήματα φόβου, άγχους και κατωτερότητας που τα εξευτελίζουν και τα ταπεινώνουν.

Επιπρόσθετα, στο άρ. 1 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) ορίζεται ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη και ότι πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται και στο άρ. 3 ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη σωματική και διανοητική ακεραιότητά του ενώ στο άρ. 4 προβλέπεται ότι κανείς δεν μπορεί να υποβληθεί σε βασανιστήρια, ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση.

Στο ίδιο πνεύμα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα στο άρθρο 7 ορίζει ότι κανείς δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχειρίσεις σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές και παράλληλα στο άρθρο 9 ότι κάθε άτομο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου του. Κανείς δεν υποβάλλεται σε αυθαίρετη σύλληψη ή κράτηση. Οποιοσδήποτε συλλαμβάνεται, πληροφορείται, τη στιγμή της σύλληψής του, τους λόγους της σύλληψης και ενημερώνεται αμέσως για οποιεσδήποτε κατηγορίες εναντίον του.

Στην ελληνική έννομη τάξη και δη στον Ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» στο άρθρο 8 προβλέπεται ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την Επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2… 3.

Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές. β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές…

5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων…»

Κατ’ επίκληση, λοιπόν, διάταξης του άνω νόμου εκδόθηκε το Π.Δ. 254/2004 (ΦΕΚ Α 238), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι: «Ο αστυνομικός: α. Υπηρετεί τον Ελληνικό Λαό και εκτελεί τα καθήκοντά του, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι. β. Υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. γ. Ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών. δ. Ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων», ενώ στο άρθρο 2 (ορίζεται) ότι:

«Συμπεριφορά κατά την αστυνομική δράση. Ο αστυνομικός: α. … δ. Σέβεται το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου. Δεν επιφέρει, δεν προκαλεί και δεν ανέχεται πράξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και αναφέρει αρμοδίως κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ε. Για την τήρηση και εφαρμογή του Νόμου χρησιμοποιεί κατ’ αρχήν μη βίαια μέσα.

Η προσφυγή στη βία επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου. Τηρεί πάντοτε με απόλυτο σεβασμό τις αρχές της αναγκαιότητας, της προσφορότητας (καταλληλότητας) και της αναλογικότητας. Χρησιμοποιεί τα κατά το δυνατόν, ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή ενόχληση, σκληρότητα ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας.

Δεν προβαίνει σε καταχρηστική χρήση των χημικών και των άλλων διαθέσιμων μέσων και ιδιαίτερα εκείνων που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία των πολιτών. Χρησιμοποιεί τα πυροβόλα όπλα μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αναφέρει αμέσως το συμβάν. στ. …» και στο άρθρο 3 (ορίζεται) ότι: «Συμπεριφορά κατά τη σύλληψη και κράτηση πολιτών.

Ο αστυνομικός: α. Ενεργεί σύλληψη ατόμου όταν αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου. Κατά τη σύλληψη ενεργεί με σύνεση και σταθερότητα, τηρεί άψογη συμπεριφορά και αποφεύγει κάθε πράξη που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του. Χρησιμοποιεί την απολύτως αναγκαία βία και δεσμεύει τον συλληφθέντα μόνον όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής. β. … η. Μεριμνά για την προστασία της υγείας του κρατουμένου, εξασφαλίζοντας άμεση ιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ανάγκης και παρέχοντας τη δυνατότητα εξέτασης και από γιατρό της επιλογής του».

Από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν όχι μόνο στην προστασία του γενικού συμφέροντος, αλλά και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, συνάγεται ότι οι αστυνομικές αρχές, οι οποίες έχουν ως καθήκον τη διαφύλαξη της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας, καθώς και την προστασία των πολιτών και των δικαιωμάτων τους, οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση της αποστολής τους.

Τα όργανα αυτά, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ περισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση τους ενδεικνυόμενη, η επιλογή τους, όμως, αυτή ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας τους, εφόσον από τις ενέργειες ή παραλείψεις τους επήλθε βλάβη στη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την προσωπικότητα και τα λοιπά ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

Συνεπώς, ειδικά κατά τη σύλληψη υπόπτου ή δράστη παράνομης πράξης, ο αστυνομικός δεσμεύεται από το Σύνταγμα και τους νόμους, κινείται προς εκπλήρωση του λειτουργικού του καθήκοντος προς προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και προστασία των εννόμων αγαθών, ωστόσο κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας που έχει προς επίτευξη της υπηρεσιακής αποστολής του οφείλει να σέβεται την ιδιαιτερότητα κάθε περίπτωσης, να χρησιμοποιεί το προσφορότερο και ηπιότερο προς επίτευξη του σκοπού της δράσης του μέσο και να εφαρμόζει, εν πολλοίς, την αρχή της αναλογικότητας in concreto.

Ως εκ τούτου, τυχόν παραβίαση των παραπάνω διατάξεων από τα αστυνομικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, μπορεί, καταρχάς, σε επίπεδο αστικό-διοικητικό να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση παράνομης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την παράνομη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων κατά νόμο υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Η προβλεπόμενη δε από την ως άνω διάταξη ευθύνη του Δημοσίου είναι αντικειμενική, μη εξαρτώμενη δηλαδή από τη συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του ζημιώσαντος οργάνου.

Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου, ήτοι του αστυνομικού και της ζημίας που επήλθε στον πολίτη κατά του οποίου έπραξε ο αστυνομικός.

Στο ποινικό επίπεδο, πέρα από την εφαρμογή ειδικών ποινικών νόμων, η ‘‘μη χρήση’’ της αρχής της αναλογικότητας από τον αστυνομικό στην πράξη ‘‘μεταφράζεται’’ (ποινικά) συνήθως ως υπέρβαση άμυνας. Κατά το άρ. 23 του ΠΚ, όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις σχετικές με αυτήν διατάξεις. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε με αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.

Εν κατακλείδι, πέραν από το νομικό (διεθνές και εγχώριο) πλαίσιο και το ρυθμιστικό περιεχόμενό του, είναι δεδομένο ότι η ευσυνείδητη και αδιάλειπτα εντατική άσκηση του καθήκοντος των ελλήνων αστυνομικών είναι ουσιαστική προϋπόθεση της κοινωνικής ομαλότητας, της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, της προφύλαξης των δικαιωμάτων της ‘‘ιδιωτικής σφαίρας’’ των πολιτών αλλά και κρίσιμη δικλείδα της δημοκρατικής ευρυθμίας. Και τούτο δεν πρέπει να λησμονείται επ’ ουδενί…

Κατερίνη, 8/12/2022
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ