Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Η ιστορία είναι αληθινή και διαδραματίστηκε σε ένα Δημοτικό Σχολείο στην Αμερική. Πρωταγωνιστές είναι μια δασκάλα, η κυρία Θόμπσον, κι ένας μαθητής της, ο Τέντι Στόταρτ.
Η δασκάλα λοιπόν αυτή είχε παρατηρήσει ότι ένα αγοράκι από τους μαθητές της δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, ότι τα ρούχα του ήταν ακατάστατα και ότι συχνά ήταν άπλυτο και χρειαζόταν μπάνιο. Πολλές φορές όταν διόρθωνε τις εκθέσεις και τα άλλα γραπτά του διαγωνίσματα, αναγκαζόταν να τον βαθμολογήσει κάτω από τη βάση. Όλα έδειχναν ότι πρόκειται για ένα ακατάστατο, δύστροπο και προβληματικό παιδί.
Πραγματικά, δεν έδειχνε πολύ ενδιαφέρον για τα μαθήματα, δεν είχε πολλούς φίλους και μερικές φορές κοιμόταν κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
Μίλησε με τις δασκάλες που είχε ο Τέντι τις περασμένες σχολικές χρονιές.
Κι αυτές της είπαν τα αντίθετα πράγματα, δηλαδή ότι ήταν ένα πολύ έξυπνο και ευγενικό παιδί, ότι έκαμνε τακτικά τα μαθήματα του, ότι ήταν πολύ κοινωνικός, χαμογελαστός και αξιαγάπητος.
Ποια ήταν λοιπόν η αιτία της αλλαγής του μικρού μαθητή της;
Την προηγούμενη χρονιά η χήρα μητέρα του, που έπασχε από καρκίνο σε τελικό στάδιο, είχε πεθάνει. Ο Τέντι είχε μείνει χωρίς τη φροντίδα και την αγάπη που χρειαζόταν σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και, όπως ήταν συνήθειο στο σχολείο, πριν από τις διακοπές για τις γιορτές, όλοι οι μαθητές έφεραν στη δασκάλα τους από ένα χριστουγεννιάτικο δώρο. Όλα τα δώρα ήταν περιτυλιγμένα με όμορφες κορδέλες, γιρλάντες και πολύχρωμο φωτεινό χαρτί, εκτός από ένα, του Τέντι.
Το δώρο το δικό του ήταν αδέξια και πρόχειρα τυλιγμένο με χοντρό σκούρο καφέ χαρτί από μια χαρτοσακούλα μανάβικου. Κι όταν το άνοιξε μπροστά σε όλα τα παιδιά, τα παιδιά άρχισαν να γελούν και να κοροϊδεύουν. Τι είχε μέσα;
Το δωράκι του Τέντι ήταν ένα μεταχειρισμένο βραχιόλι με ψεύτικες χάντρες κι ένα μπουκαλάκι μισοάδειο, μέσα είχε ένα άρωμα.
Τα γέλια των παιδιών σταμάτησαν, όταν η δασκάλα μπροστά σε όλους φόρεσε αμέσως το βραχιόλι, το έδειξε με μεγάλη έκπληξη, θαυμασμό και ικανοποίηση και είπε ότι της άρεσε πάρα πολύ. Κατόπιν, άνοιξε το μπουκαλάκι, έβαλε λίγο από το άρωμα στον καρπό του χεριού της και μπροστά σε όλους αναφώνησε ότι πρώτη φορά μύρισε τέτοιο θαυμάσιο άρωμα.
Όταν τελείωσαν τα μαθήματα εκείνη τη μέρα και τα παιδιά έφυγαν για τα σπίτια τους, παρατήρησε ότι ο Τέντι δεν είχε φύγει, και καθόταν στο θρανίο στην τελευταία σειρά. Κι όταν τον πλησίασε, αυτός της είπε, «Κυρία Θόμπσον, σήμερα μυρίζετε ακριβώς όπως μύριζε η μαμά μου.» Η κυρία Θόμπσον τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Του είπε ότι της είχε κάνει το καλύτερο δώρο της ζωής της. Κι όταν ο Τέντι έφυγε για το σπίτι, έμεινε μόνη της εκεί στην τάξη και έκλαψε για πολλή ώρα.
Κι όταν μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές ξανάρχισαν τα μαθήματα στο σχολείο, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στον Τέντι. Τον ενθάρρυνε και του έδειχνε όλη της την αγάπη. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, ο Τέντι είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά στην τάξη με τις καλύτερες επιδόσεις και βαθμούς.
Την επόμενη χρονιά ο Τέντι συνέχισε στο Γυμνάσιο σε ένα άλλο μέρος της πόλης. Και μια μέρα η κυρία Θόμπσον βρήκε ένα σημείωμα από τον Τέντι κάτω από την πόρτα του σπιτιού της, όπου της έλεγε ότι ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή του. Μετά από 6 χρόνια, βρήκε άλλο ένα σημείωμα από τον Τέντι, που έγραφε ότι είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και το Λύκειο, τρίτος στην τάξη του, και ότι εξακολουθούσε να είναι η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Πέντε χρόνια αργότερα πήρε ακόμη ένα γράμμα, στο οποίο της έλεγε ότι μεσολάβησαν δύσκολα χρόνια για αυτόν, ότι πολλές φορές είχε αποφασίσει να διακόψει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, αλλά ότι θυμόταν πάντοτε τα ενθαρρυντικά της λόγια, ότι αυτά τον κράτησαν, ότι τώρα θα έπαιρνε το πτυχίο του στην ιατρική, και την προσκαλούσε στην τελετή ορκωμοσίας γιατί ήταν ακόμη η καλύτερη και πιο αγαπημένη δασκάλα που είχε ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή του.
Πέρασαν μερικά ακόμα χρόνια, και η κυρία Θόμπσον πήρε ακόμα ένα γράμμα-πρόσκληση από τον παλιό μαθητή της. Αυτή τη φορά δίπλα στο όνομα του Τέντι έγραφε, διδάκτωρ επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ογκολογίας του Πανεπιστημίου. Ο Τέντι θα παντρευόταν και αναρωτιόταν αν η κυρία Θόμπσον θα δεχόταν να έλθει στο γάμο του και να καθίσει στην πρώτη σειρά των προσκεκλημένων, εκεί όπου είναι η θέση της μητέρας του γαμπρού.
Η κυρία Θόμπσον πράγματι πήγε στο γάμο του παλιού μαθητή της και τώρα διδάκτορα στο πανεπιστήμιο. Κάθισε μπροστά στην τιμητική θέση. Φορούσε επιδεικτικά το βραχιόλι, εκείνο με τις ψεύτικες χάντρες, και φορούσε το άρωμα που ο Τέντι θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του.
Αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον, και ο Τέντι ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Θόμπσον «Σας ευχαριστώ κυρία Θόμπσον που πιστέψατε σ’ εμένα. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ που με κάνατε να νιώσω σημαντικός και μου δείξατε ότι θα μπορούσα να πετύχω».
Η κυρία Θόμπσον, με δάκρυα στα μάτια της, του ψιθύρισε με τη σειρά της. «Τέντι, κάνεις λάθος. Εσύ ήσουν εκείνος που με δίδαξε πώς να διδάσκω. Σου εύχομαι να είσαι πάντοτε ευτυχισμένος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το δώρο που μου έκανες εκείνα τα Χριστούγεννα».