Είναι 355 ετών, αλλά με ένα πρόσωπο που σε υπνωτίζει. Το αδιόρατο χαμόγελο στα μισάνοιχτα χείλη, το βλέμμα που σαν κάτι μόλις να πρόσεξε, εκείνη η πέρλα στο αυτί, αξίζουν με το παραπάνω την περίοπτη θέση τους στην ιστορία της ομορφιάς και της φλαμανδικής ζωγραφικής.
Ίσως το έχετε διαπιστώσει και εσείς, στο Μουσείο Μάουριτσχαους της Χάγης όπου φυλάσσεται, στο εξώφυλλο του ομότιτλου βιβλίου της Τρέισι Σεβαλιέ, στην ταινία του Πίτερ Βέμπερ, ακόμα και σε μαγνητάκια ψυγείου. Το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» του Γιοχάνες Βερμέερ είναι δικαίως διάσημο. Αυτό που δεν γνωρίζουμε, είναι η ταυτότητά του. Την προηγούμενη εβδομάδα, ένα μέρος της αποκαλύφθηκε, όταν το διεθνές ερευνητικό πρότζεκτ με τίτλο «Το Κορίτσι στο επίκεντρο», δημοσιοποίησε τα συμπεράσματά του.
«Η τελευταία φορά που ο πίνακας μελετήθηκε ήταν το 1994. Οι ερευνητές έμαθαν τότε αρκετά για τις τεχνικές και τα υλικά του Βερμέερ. Πολλά ερωτήματα όμως, προερχόμενα από το κοινό, έμεναν αναπάντητα. Ποια ήταν, γιατί τη ζωγράφισε, αλλά και πώς τη ζωγράφισε. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με νέες τεχνολογικές δυνατότητες που προέκυψαν, ήταν το κίνητρο για να μάθουμε περισσότερα», λέει η Αμπι Φαντιβέρε, συντηρήτρια έργων τέχνης και επικεφαλής του πρότζεκτ ειδικών που μελέτησε τον πίνακα.
Ιδού λοιπόν μερικά συμπεράσματα, έπειτα από δύο χρόνια δουλειάς: στο φαινομενικά άδειο φόντο του πίνακα υπήρχε μια πράσινη κουρτίνα που ξεθώριασε· το «Κορίτσι», αντίθετα με ό,τι πιστευόταν, διαθέτει βλεφαρίδες· ο Βερμέερ μετατόπισε το κεφαλομάντιλο, τον λαιμό και το αυτί της, δούλεψε σε αρκετά επίπεδα, ενώ οι βαφές του προήλθαν από όλο σχεδόν τον κόσμο. Το περίφημο σκουλαρίκι είναι κάτι σαν ψευδαίσθηση: δεν κρέμεται από πουθενά. Κι αν όλα αυτά δεν σε αφήνουν δα και εμβρόντητο, ορισμένα έχουν την αξία τους.
«Η παρουσία της κουρτίνας υπονοεί την ύπαρξη δωματίου και όχι ενός άμορφου χώρου», εξηγεί η Φαντιβέρε. «Κουρτίνες υπάρχουν και σε άλλους πίνακες του Βερμέερ, όμως μόνο το Κορίτσι στέκεται μπροστά της. Αυτό, μαζί με το γεγονός ότι διαθέτει βλεφαρίδες, τόσο μικρές που φάνηκαν με μικροσκόπιο του δίνουν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Αλλα χαρακτηριστικά, ορατά με ειδικές τεχνικές απεικόνισης, όπως η μύτη, είναι ζωγραφισμένα με κάποια ασάφεια, επομένως ο Βερμέερ αποφάσιζε πού θα δώσει έμφαση και πού όχι. Γνωρίζουμε επίσης ότι πολλά χρώματα της παλέτας του υπήρχαν στη γενέτειρά του, το Ντελφτ. Αυτό που δεν γνωρίζουμε, είναι το πώς προμηθεύτηκε εκείνο το βαθύ γαλάζιο με το οποίο ζωγράφισε το κεφαλομάντιλο. Τον 17ο αιώνα, ήταν ένα τρομερά ακριβό χρώμα».
Λέγεται ότι ήταν πιο ακριβό και από χρυσάφι. Προέκυπτε από ειδική επεξεργασία του πετρώματος λάπις λάζουλι, αντίθετα όμως από το λευκό και το κόκκινο, που βρέθηκαν στην άκρη του πινέλου του Ολλανδού έχοντας ταξιδέψει μάλλον εύκολα από την Αγγλία και το Μεξικό, το βαθύ γαλάζιο, προερχόμενο από το σημερινό Αφγανιστάν, ίσως αγοράστηκε με τη βοήθεια χορηγού. «Τον 17ο αιώνα η Ολλανδία ήταν παγκόσμια εμπορική δύναμη, κάτι που καθιστούσε πιθανότερη την πρόσβαση σε χρωστικές όλου του κόσμου», λέει η Φαντιβέρε. «Δεν ξέρουμε όμως πώς αποκτήθηκε η συγκεκριμένη».
Για τη συντηρήτρια, αυτό είναι το μυστήριο. Το κοινό εξακολουθεί να ρωτάει για την ταυτότητα του «Κοριτσιού», εφόσον πλέον φαίνεται πως δεν επρόκειτο για αφηρημένο πρόσωπο. Εχει την αξία της κι αυτή η αναζήτηση: σύμφωνα με τη Φαντιβέρε, δείχνει ότι εν μέσω πανδημίας, ο κόσμος διψά για καλές ειδήσεις από τον χώρο του πολιτισμού. «Δεν νομίζω πάντως ότι μπορεί να απαντηθεί με τεχνολογικά μέσα. Γνωρίζουμε τόσο λίγα για τη ζωή του Βερμέερ, για τα μοντέλα και τους πάτρωνές του, που το σημαντικότερο ερώτημα για εμένα παραμένει η προέλευση του γαλάζιου. Η απάντηση θα έχει προεκτάσεις στο διεθνές εμπόριο της εποχής, στον άνθρωπο που ίσως πλήρωσε για την αγορά του. Πολύ θα ήθελα να τα ξεδιαλύνω αυτά».
Πηγή: kathimerini.gr