Έρευνα: Οι τηλεδιασκέψεις εξαντλούν τους εργαζόμενους
Ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι νέοι εργαζόμενοι και οι γυναίκες ένιωθαν ιδιαίτερα κουρασμένοι/ες μετά τις τηλεδιασκέψεις. Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Applied Psychology, η χρήση της κάμερας στις τηλεδιασκέψεις επηρεάζει τα επίπεδα κόπωσης.
Τόσο οι ψυχολογικές θεωρίες σχετικά με την αυτοπαρουσίαση, όσο και προηγούμενες έρευνες, υπέθεταν ότι το φύλο και η επαγγελματική εμπειρία θα καθόριζαν το κατά πόσο κουραστικές είναι οι τηλεδιασκέψεις όταν είναι ενεργοποιημένη η κάμερα. Παρόλο που η πανδημία έχει οδηγήσει σε λιγότερες ώρες συνεδριάσεων γενικά, οι ερευνητές υποψιάστηκαν ότι αυτή δεν ήταν η πιο σημαντική πτυχή.
«Υπάρχει πάντα αυτή η υπόθεση ότι αν έχεις την κάμερα ανοιχτή κατά τη διάρκεια των συσκέψεων, είσαι πιο αφοσιωμένος», δήλωσε η δρ Άλισον Γκάμπριελ, επικεφαλής ερευνήτρια της μελέτης.
«Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη πίεση που συνδέεται με την εμφάνιση στην κάμερα. Το να έχετε ένα επαγγελματικό φόντο και να δείχνετε έτοιμοι ή να κρατάτε τα παιδιά έξω από το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεστε, είναι μερικές από τις πιέσεις αυτές».
Για να μάθουν περισσότερα, η Γκάμπριελ και οι συνεργάτες της διεξήγαγαν ένα πείραμα τεσσάρων εβδομάδων στο οποίο συμμετείχαν 103 άτομα για 19 εργάσιμες ημέρες. Οι εργαζόμενοι αυτοί προσλήφθηκαν από την BroadPath, μια αμερικανική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Στη συγκεκριμένη εταιρεία, αρκετές χιλιάδες εργαζόμενοι δουλεύουν από το σπίτι τους. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, οι οποίες κατά τη διάρκεια της μελέτης, θα περνούσαν τρεις ώρες την ημέρα σε τηλεδιασκέψεις.
Ζητήθηκε από τις ομάδες να ενεργοποιήσουν και να απενεργοποιήσουν την κάμερα για να συγκρίνουν τα καταγεγραμμένα επίπεδα κόπωσης στο τέλος της ημέρας. Μετά από δύο εβδομάδες, οι ομάδες άλλαξαν τις συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο, η έρευνα προσπάθησε να λάβει υπόψη τις διαφορετικές απαιτήσεις των διαφορετικών εργασιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα 1.400 περιπτώσεις αντιλαμβανόμενης κόπωσης, οι οποίες συγκρίθηκαν με πληροφορίες για τους εργαζόμενους από τα δεδομένα του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού.
Μόλις συγκεντρώθηκαν όλα τα δεδομένα, οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι η χρήση της κάμερας ήταν όντως κουραστική και ότι αυτή η εξάντληση δεν οφειλόταν στον αριθμό των συναντήσεων τη συγκεκριμένη ημέρα. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι που ένιωθαν εξαντλημένοι, συμμετείχαν και μιλούσαν λιγότερο στις συσκέψεις. Τέλος, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες και οι νεότεροι υπάλληλοι ένιωθαν ακόμα πιο εξαντλημένοι μετά την υποχρεωτική χρήση κάμερας.
Αν και οι ερευνητές δεν πήραν συνέντευξη από τους συμμετέχοντες ούτε χρησιμοποίησαν ποιοτικές μεθόδους για να διαπιστώσουν γιατί μπορεί να συνέβαινε αυτό, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τις προηγούμενες υποψίες της Γκάμπριελ ως προς το ποιοι θα επηρεάζονταν περισσότερο από την χρήση της κάμερας. Η επιστήμονας τόνισε τη σημασία αυτού του ευρήματος στην οργάνωση της εταιρείας και στη μελλοντική έρευνα.
«Οι εργαζόμενοι που τείνουν να είναι πιο ευάλωτοι όσον αφορά την κοινωνική τους θέση στον εργασιακό χώρο, όπως οι γυναίκες και οι νεότεροι, έχουν αυξημένο αίσθημα κόπωσης όταν πρέπει να κρατούν τις κάμερες ανοιχτές κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων», δήλωσε η ερευνήτρια.
«Οι γυναίκες συχνά αισθάνονται την πίεση να είναι τέλειες ή έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να τους διακόψουν τα παιδιά τους, ενώ οι νεότεροι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι πρέπει να είναι μπροστά στην κάμερα και να συμμετέχουν, προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι παραγωγικοί», πρόσθεσε.
Η επιστήμονας πρότεινε ότι η υποχρεωτική χρήση κάμερας κατά τη διάρκεια διαδικτυακών συνεδριάσεων μπορεί να μην είναι η πιο επωφελής λύση και ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής.
«Τελικά, θέλουμε οι εργαζόμενοι να αισθάνονται αυτόνομοι και υποστηριζόμενοι στην εργασία τους, προκειμένου να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Το να έχουμε αυτονομία όσον αφορά τη χρήση της κάμερας είναι ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση», κατέληξε η Γκάμπριελ.
Πηγή: Silicon Republic