Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του ηθοποιού Μάθιου Πέρι, από τα δημοφιλή «Φιλαράκια», το οποίο κυκλοφορεί μετά το Πάσχα

Από την παιδική φιλοδοξία για φήμη ως την εξάρτηση και την απεξάρτηση. Από τον πεντάχρονο Μάθιου, ο οποίος ταξίδευε από το Μόντρεαλ στο Λος Αντζελες, μεταξύ των χωρισμένων γονιών του ως τον 14χρονο τενίστα εθνικής εμβέλειας στον Καναδά. Και τον εικοσιτετράχρονο Μάθιου, ο οποίος εξασφάλισε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο που ήθελαν οι πάντες, στον πιλότο μιας σειράς για την οποία μιλούσαν οι πάντες, και που τότε λεγόταν «Φιλαράκια». Τα απομνημονεύματα του ηθοποιού κυκλοφορούν στα ελληνικά από την AΘens Bookstore Publications σε σκληρόδετη έκδοση και, με την άδεια του εκδοτικού οίκου, παρουσιάζουν «Τα Νέα».

«Η πρώτη σεζόν στάθηκε σούπερ επιτυχημένη για τα Φιλαράκια και είχα ήδη περάσει στη δεύτερη. Πήγα στον Λέτερμαν, ετοιμαζόμουν για τον Λένο, μπήκαμε στο εξώφυλλο του People και του Rolling Stone, τότε που κάτι τέτοιο ήταν μεγάλη υπόθεση. Είχαν αρχίσει να καταφτάνουν και προτάσεις για ταινίες. Και γιατί όχι, άλλωστε; Ό,τι ήθελα το είχα. Μια πρόταση για ταινία εκατομμυρίων δολαρίων από εδώ, μια πρόταση για ταινία εκατομμυρίων δολαρίων από εκεί. Δεν ήμουν και Τζούλια Ρόμπερτς, αλλά Τζούλια Ρόμπερτς υπάρχει μόνο μία.

Τότε μου έτυχε κάτι που συμβαίνει μόνο στους διάσημους. Η Μάρτα Κάουφμαν με πλησίασε και μου είπε να στείλω λουλούδια στην Τζούλια Ρόμπερτς.

Εννοείς τη μεγαλύτερη σταρ στον κόσμο, Τζούλια Ρόμπερτς;

«Ναι, γιατί όχι;» είπα.

Είχε γίνει πρόταση στην Τζούλια Ρόμπερτς να παίξει στο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν μετά το Σούπερ Μπόουλ κι εκείνη απάντησε πως θα το έκανε μόνο αν εντασσόταν στην ιστορία μου. Θα το ξαναπώ: Θα έπαιζε στο επεισόδιο μόνο αν εντασσόταν στην ιστορία μου. (Θα μπορούσε να είναι καλύτερη για εμένα εκείνη η χρονιά;) Πρώτα όμως έπρεπε να την καλοπιάσω.

Σκέφτηκα πολύ για το τι να της γράψω στην κάρτα. Ήθελα να ακούγεται επαγγελματικό, ό,τι θα έλεγε ένας σταρ σε μία σταρ (εντάξει, ένας σταρ σε μία μεγαλύτερη σταρ). Έψαχνα όμως και για κάτι λίγο αγαπησιάρικο μετά από όσα είχε πει εκείνη. Εξακολουθώ να είμαι περήφανος γι’ αυτό που σκαρφίστηκα. Της έστειλα τρεις ντουζίνες κόκκινα τριαντάφυλλα και μία κάρτα που έγραφε: Το μόνο που με ενθουσιάζει περισσότερο από την προοπτική της συνεργασίας μας στη σειρά είναι ότι έχω επιτέλους μια δικαιολογία για να σου στείλω λουλούδια.

Όχι κι άσχημα, έτσι; Μπορεί τα βράδια να φοβόμουν να πέσω για ύπνο, αλλά όποτε χρειαζόταν η γοητεία μου ήταν εκεί. Είχα βέβαια πολύ δρόμο ακόμη. Μου απάντησε πως για να παίξει στη σειρά θα έπρεπε πρώτα να της αναλύσω επαρκώς την κβαντική φυσική. Γουάου! Μιλάω με τη γυναίκα για την οποία εφευρέθηκε το κραγιόν και τώρα πρέπει να αρχίσω και να μελετάω.

Την επομένη της έστειλα μια διατριβή σχετικά με τον κυματοσωματιδιακό δυϊσμό, την αρχή της αβεβαιότητας και του κβαντικού εναγκαλισμού. Δεν ήταν όλοι οι τίτλοι μεταφορικοί. H Αλέξα Γιάντζ, μέλος της ομάδας των σεναριογράφων της σειράς, αρκετά χρόνια αργότερα δήλωσε στο Hollywood Reporter πως «[Η Τζούλια] ενδιαφερόταν εξ αποστάσεως [για τον Μάθιου] επειδή είναι τόσο γοητευτικός. Φλέρταραν τρελά μεταξύ τους μέσω φαξ. Του έστελνε ερωτηματολόγια με ερωτήσεις του τύπου: «Γιατί να βγω μαζί σου;» και όλοι στο δωμάτιο των συγγραφέων προσπαθούσαμε να τον βοηθήσουμε να της εξηγήσει το γιατί. Θα μπορούσε να τα καταφέρει και χωρίς εμάς, αλλά χωρίς αμφιβολία ήμασταν με την Ομάδα Μάθιου και θέλαμε να τον βοηθήσουμε να φτάσει στον στόχο».

Η ομαδική προσπάθεια τελικά απέδωσε καρπούς. Η Τζούλια όχι μόνο δέχτηκε να παίξει στη σειρά, αλλά μου έστειλε κι ένα δώρο: μπέιγκελ – πάρα πολλά μπέιγκελ. Και γιατί όχι, άλλωστε; Για την Τζούλια Ρόμπερτς μιλάμε, γαμώτο!

Έτσι ξεκίνησε ένα τρίμηνο φλερτάρισμα μέσω ημερησίων μηνυμάτων στο φαξ. Μιλάμε για εποχές προ ίντερνετ, προ κινητών – όλη μας η συνομιλία γινόταν μέσω φαξ. Και ήταν πολλά τα μηνύματα, εκατοντάδες. Στην αρχή επρόκειτο για ένα τυπικό φλερτ: της έστελνα ποιήματα, της ζητούσα να μου πει τα ονόματα των τριών επιθετικών της ομάδας χόκεϊ των Λος Άντζελες Κινγκς που αποτέλεσαν τη γραμμή του τριπλ κράουν, και όλα τα σχετικά. Και δεν είναι ότι γενικώς κωλοβαρούσαμε. Εγώ είχα γυρίσματα για την πιο δημοφιλή σειρά στον πλανήτη κι εκείνη έπαιζε στην ταινία του Γούντι Άλεν, Όλοι λένε σ’ αγαπώ, που γυριζόταν στη Γαλλία (σιγά μην έκανε κάτι άλλο). Και όμως, τρεις με τέσσερις φορές τη μέρα θα καθόμουν στη μηχανή του φαξ μου, παρακολουθώντας το χαρτί να μου αποκαλύπτει σιγά σιγά το επόμενο μήνυμά της […]

Ώσπου νωρίς ένα πρωί κάτι άλλαξε. Τα φαξ της Τζούλιας άρχισαν να παίρνουν μια ρομαντική στροφή. Τηλεφώνησα σε έναν φίλο και του είπα: «Την έχω πατήσει. Έλα εδώ αμέσως. Πες μου αν κάνω λάθος».

Όταν έφτασε του έδειξα τα φαξ και μου είπε: «Όχι, δεν κάνεις λάθος. Την έχεις σίγουρα πατήσει».

«Τι να της απαντήσω;»

«Ξέρω γω; Εσύ τι νιώθεις;»

«Ρε, άντε…. », είπα. «Λέγε τώρα τι να πω.»

Έτσι, εγώ και ο «Συρανό» συντάξαμε και στείλαμε ένα εξίσου ρομαντικό φαξ. Μετά περιμέναμε πλάι στη μηχανή του φαξ, κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Δύο άντρες ατένιζαν τη μηχανή του φαξ.

Μετά από περίπου δέκα λεπτά, ο γνωστός κακόηχος θόρυβος του φαξ – ένας συνδυασμός από γδούπους και βόμβους και συριστικά μηνύματα από το υπερπέραν – πλημμύρισε το διαμέρισμά μου.

«Τηλεφώνησέ μου» έλεγε και στο κάτω μέρος της σελίδας είχε γράψει το τηλέφωνό της.

Σήκωσα το ακουστικό και τηλεφώνησα στην Τζούλια Ρόμπερτς. Ήμουν αγχωμένος όσο δεν έπαιρνε, όπως στην πρώτη μου εμφάνιση στον Λέτερμαν. Η κουβέντα όμως πήγε καλά. Την έκανα να γελάσει και, φίλε, τι γέλιο… Ήταν ξεκάθαρα πολύ έξυπνη, αληθινή διάνοια. Ήδη μπορούσα με σιγουριά να πω πως συγκαταλεγόταν στους τρεις κορυφαίους παραμυθάδες που είχα ποτέ συναντήσει. Οι ιστορίες της ήταν τόσο όμορφες που κάποια στιγμή τη ρώτησα αν τις είχε γράψει κάπου πριν μου τις αφηγηθεί.

Όταν το κλείσαμε, πεντέμισι ώρες μετά, συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν πλέον αγχωμένος. Τίποτα δεν μας σταματούσε πλέον – πέντε ώρες κουβέντα εδώ, τέσσερις ώρες κουβέντα εκεί. Συνέβαινε. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά συνέβαινε.

Ήταν ξεκάθαρο πως ερωτευόμασταν ο ένας τον άλλο.

Μια Πέμπτη το τηλέφωνό μου ξαναχτύπησε.

«Θα έρθω σπίτι σου στις δύο το μεσημέρι του Σαββάτου.» Κλικ. Εδώ είμαστε. Μα πώς γνώριζε τη διεύθυνσή μου; Κι αν δεν της άρεσα; Κι αν παρά τα τρυφερά φαξ και τα τηλεφωνήματα δεν με ήθελε στην πραγματική ζωή; Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να πίνω; Το μόνο σίγουρο είναι πως εκείνο το Σάββατο, στις 2 μ.μ., ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα μου. Πάρε μια βαθιά ανάσα, Μάτυ. Όταν άνοιξα ήταν εκεί. Η Τζούλια Ρόμπερτς χαμογέλαγε στο κατώφλι μου…»

 

 

Πηγή:in.gr