Μαζί με τον Ρέμπραντ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της «Χρυσής εποχής» στην ολλανδική ζωγραφική (1584-1702).

Ο Ολλανδός ζωγράφος Johannes Vermeer (Γιοχάνες Βερμέερ), που ειδικευόταν στην απεικόνιση καθημερινών σκηνών από τη ζωή της μεσαίας τάξης, έχει σήμερα την τιμητική του, αφού η Google του αφιερώνει το σημερινό της doodle, με αφορμή τη συμπλήρωση 389 χρόνων από τη γέννησή του.

Ο Γιοχάνες Βερμέερ, γνωστός και ως Γιαν Βερμέερ (η σωστή προφορά είναι Φερμέιρ)[17] (Johannes Vermeer, 31 Οκτωβρίου 1632 – 15 Δεκεμβρίου 1675), ήταν Ολλανδός ζωγράφος που ειδικεύτηκε στην απεικόνιση καθημερινών σκηνών από τη ζωή της μεσαίας τάξης. Έζησε και εργάστηκε στην περιοχή του Ντελφτ της Νότιας Ολλανδίας κατά τον 17ο αιώνα. Μαζί με τον Ρέμπραντ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της «Χρυσής εποχής» στην ολλανδική ζωγραφική (1584-1702).

Πολύ λίγες πληροφορίες είναι γνωστές για τη ζωή του Βερμέερ και οι περισσότερες από αυτές προέρχονται από επίσημα νομικά έγγραφα της εποχής. Σύμφωνα με μία παράδοση, βαφτίστηκε στην πόλη Ντελφτ στις 31 Οκτωβρίου 1632, δεύτερο παιδί του Ρεϊνιέρ Γιανζ (Reynier Jaynz) και της Ντίχνα Μπάλτενς (Digna Baltens).

Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε στο Ντελφτ περίπου το 1615 και εργάστηκε αρχικά ως έμπορος μεταξιού. Ο ίδιος ύφαινε ένα είδος σατέν υφάσματος που λεγόταν κάφφα. Από τα μητρώα της Νέας Εκκλησίας (Nieuwe kerk) γνωρίζουμε ότι ήδη από το 1625 έφερε το όνομα Βερμέερ (Vermeer). Το 1641 έγινε ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου με το όνομα «Mechelen», στους πελάτες του οποίου συμπεριλαμβάνονταν μέλη της αστικής τάξης του Ντελφτ. Ο Ρεϊνιέρ είχε κοινωνικές επαφές με καλλιτέχνες της εποχής και ενδεχομένως το γεγονός αυτό να υπήρξε καθοριστικό στην ενασχόληση του γιου του με τη ζωγραφική.

Τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με την εκπαίδευση του Γιοχάνες Βερμέερ. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1653 έγινε μέλος της συντεχνίας ζωγράφων του Αγίου Λουκά, στην οποία ανήκαν επίσης υαλοκατασκευαστές, έμποροι έργων τέχνης καθώς και κατασκευαστές ή πωλητές κεντημάτων και πορσελάνης. Προϋπόθεση για να γίνει κάποιος δεκτός στη συντεχνία ήταν να έχει εκπαιδευτεί για τουλάχιστον έξι χρόνια κοντά σε έναν αναγνωρισμένο από την ίδια τη συντεχνία καλλιτέχνη. Διάφορες υποθέσεις έχουν γίνει σχετικά με το ποιος ήταν ο δάσκαλος του και έχουν προταθεί οι ζωγράφοι Λέονερτ Μπράμερ (1594-1674) και Κάρελ Φαμπρίτιους (1622-1654)[18]. Ο τελευταίος υπήρξε επίσης μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά από το 1672 αλλά και μαθητής του Ρέμπραντ.

Στις 20 Απριλίου 1653, ο Βερμέερ νυμφεύτηκε την Catharina Bolnes, κόρη εύπορης οικογένειας. Απέκτησαν συνολικά 14 παιδιά, από τα οποία τα 4 πέθαναν σε πολύ νεαρή ηλικία. Έχει υποστηριχθεί πως, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο γάμος αυτός, ασπάστηκε το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, αν και καλβινιστής ο ίδιος, ωστόσο δεν υπάρχουν γραπτές αποδείξεις που να το υποστηρίζουν. Αρχικά έζησαν στο πανδοχείο «Mechelen» ενώ αργότερα μετακόμισαν στο Άουντε Λάνχενταϊκ (Oude Langedijk), γνωστό και ως «συνοικία των παπιστών».

Εικάζεται πως ο Βερμέερ συνέχισε να είναι ιδιοκτήτης του πανδοχείου ή πως παράλληλα με τη ζωγραφική ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου έργων τέχνης. Ο ίδιος ζωγράφιζε κατά μέσο όρο δύο πίνακες το χρόνο, πιθανότατα όχι τόσο για λόγους εμπορικής εκμετάλλευσης αλλά κυρίως για ανθρώπους που εκτιμούσαν τους πίνακές του. Εκτιμάται ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους ολοκλήρωσε συνολικά λίγα έργα. Ο Βερμέερ έχαιρε εκτίμησης ως καλλιτέχνης αλλά και ως ειδήμων σε ζητήματα τέχνης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το 1672 ταξίδεψε στη Χάγη, προκειμένου να πιστοποιήσει τη γνησιότητα μίας συλλογής έργων του Φρειδερίκου Γουλιέλμου, εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε μεταξύ Ολλανδίας και Γαλλίας το 1672. Καθώς δεν μπορούσε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του έπεσε σε κατάθλιψη και η σωματική του υγεία επιδεινώθηκε. Πέθανε το 1675 και γνωρίζουμε πως ετάφη στις 15 Δεκεμβρίου, στον οικογενειακό τάφο της Παλαιάς Εκκλησίας του Ντελφτ.

Το έργο του
Ο Βερμέερ διακρίνεται κυρίως ως ζωγράφος ρωπογραφιών, καθημερινών ρεαλιστικών σκηνών και ηθογραφιών. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό οι πίνακες του προσαρμόζονται στην κυρίαρχη τάση της ολλανδικής ηθογραφικής ζωγραφικής, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταδικάζονται η αμαρτία και τα ανθρώπινα πάθη, με απώτερο στόχο τη διαπαιδαγώγηση και την ανάδειξη της «ενάρετης» ζωής. Στην πλειονότητά τους, τα ηθογραφικά έργα του επιδιώκουν να διακωμωδήσουν τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, ενώ ελάχιστα από αυτά παρουσιάζουν ένα πρότυπο προς μίμηση, όπως ο πίνακας Η Γαλατού (περ. 1658), ένας από τους διασημότερους πίνακες του, ο οποίος απεικονίζει μία υπηρέτρια να εκτελεί επιμελώς τα καθήκοντά της. Κατά κύριο λόγο επέλεγε να ζωγραφίσει νεαρές γυναίκες, συνήθως ως μέρος μίας ευρείας σύνθεσης αλλά και σε προσωπογραφίες. Οι πίνακες του διακρίνονται για την αυστηρή σύνθεση τους, τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις και τη χρήση του φωτός, για την οποία έχει υποστηριχθεί πως ο Βερμέερ χρησιμοποίησε σκοτεινό θάλαμο (camera obscura) για τη δημιουργία των περισσότερων πινάκων του.

Για τα δεδομένα της εποχής του ολοκλήρωσε πολύ μικρό αριθμό έργων, περίπου πενήντα από τα οποία τριάντα πέντε έχουν διασωθεί. Αν και το έργο του επαινέθηκε στη διάρκεια της ζωής του και κατά τον 18ο αιώνα, στη συνέχεια περιέπεσε στη λήθη. Η επανεκτίμηση του έργου του σχετίζεται με την εμφάνιση του κινήματος του ιμπρεσιονισμού. Το 1866 ο Γάλλος πολιτικός και κριτικός Theophile Bürger-Thoré (1806-1869), ο οποίος ενδιαφερόταν έντονα για την ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα, παρουσίασε ένα δοκίμιο στο οποίο συνδύασε τη θεωρία των ιμπρεσιονιστών για το χρώμα ως συνάρτηση του φωτός με την αρμονία των χρωμάτων στους πίνακες του Βερμέερ, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο ένα ευρύτερο πεδίο πρόσληψης και εκτίμησης του έργου του.

 

Πηγή:in.gr