Πίσω στα media, ό,τι έβλεπες μέχρι φέτος στις τελευταίες ημέρες του Δεκέμβρη, ως ‘ανασκόπηση’ ήταν προϊόν δουλειάς μηνών. Φέτος αποδείχθηκαν αρκετές λίγες ώρες, αφού τα περισσότερα από τα ‘γεγονότα της χρονιάς’ περιστρέφονταν γύρω από τον Covid-19. Ένα ήταν η εξέλιξη του online shopping σε κυρίαρχο χόμπι, παγκοσμίως. Κάπου χρωστάμε αυτή τη δυνατότητα. Να μη μάθουμε σε ποιον να ανάψουμε λαμπάδα ή να βρίζουμε -ανάλογα με τον πώς χειρίζεται πια ο καθένας μας τον ‘κόσμο’ που άνοιξε μπροστά μας;

Πριν 41 χρόνια, το 1979 ο 38χρονος -τότε- εφευρέτης και επιχειρηματίας Michael Aldrich, ο οποίος δραστηριοποιείτο στη Μεγάλη Βρετανία είχε επιτύχει να συνδέσει μια τροποποιημένη οικιακή συσκευή με έναν υπολογιστή διαχείρισης/επεξεργασίας συναλλαγών που γίνονταν σε πραγματικό χρόνο, μέσω τηλεφωνικής γραμμής. Το αποτέλεσμα το είχε ονομάσει ‘teleshopping’. Σήμερα το λέμε online shopping, eCommerce και e-business. Αγορές που αξίζουν πια δισεκατομμύρια.

Όπως είχε γράψει ο ίδιος “στις αρχές του 1979 έφτασε στο γραφείο μου, στο Rediffusion Group όπου εργαζόμουν, μια έγχρωμη τηλεόραση 26 ιντσών. Τη συνόδευε ένα σημείωμα. Αυτοί που είχαν κάνει την αποστολή ζητούσαν την άποψη μου, για το προϊόν. Η εταιρία μου κατασκεύαζε και τηλεοράσεις και συχνά τσεκάραμε τα πρωτότυπα. Μόνο που οι τηλεοπτικές συσκευές δεν ήταν προτεραιότητα για το Rediffusion Group -ήταν οι υπολογιστές που απευθύνονταν σε επιχειρήσεις- και για αυτό άφησα την τηλεόραση να κάθεται σε μια γωνιά, για καιρό. Κάποια στιγμή ενημερώθηκα πως επρόκειτο για ένα νέο μοντέλο που είχε σχεδιαστεί για να εξυπηρετήσει μια νέα υπηρεσία του Ταχυδρομείου, που αποκαλούσαν Prestel και θα την παρείχαν επί πληρωμή.

Ήταν κάτι σαν teletext με τη μετάδοση των πληροφοριών να γίνεται μέσω τηλεφωνικής γραμμής, αντί τηλεοπτικού σήματος -όπως συνέβαινε έως τότε. Με τους συνεργάτες μου αρχίσαμε να μελετάμε την ιδέα, αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς θα βγάλουμε χρήματα από αυτό το νέο προϊόν. Θεωρούσα περιττό ακόμα και να θέσω σε λειτουργία τη συσκευή που παρέμενε στη γωνία. Μια μέρα, ένας από τους τεχνικούς μας με ρώτησε αν μπορεί να ανοίξει τη συσκευασία και να δει τι υπάρχει επιτέλους, μέσα. Του είπα ‘προχώρα’. Κάποιες εβδομάδες μετά μου είπε πως είχε βρει ένα σετ με chip και ένα chip modem, μια ‘γεννήτρια’ χαρακτήρων και έναν αυτόματο πρόγραμμα κλήσεων για τέσσερα νούμερα. Κατάλαβα ότι αρκούσε να συνδέσουμε έναν από τους υπολογιστές μας με αυτήν την τηλεόραση, για να έχουμε το Prestel”.

Δεν συνέχισε όμως, να ερευνά ή να δοκιμάζει.

Το καλοκαίρι του 1979 σε έναν περίπατο που έκανε με τη σύζυγο του και το σκύλο της οικογενείας σκέφτηκε πως θα καλωσόριζε μια χείρα βοηθείας σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις που είχε για το σπίτι. “Όπως τη βαρετή εβδομαδιαία επίσκεψη μας στο supermarket. Και τότε το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στην τηλεόραση που μάζευε σκόνη στο γραφείο μου. Έκανα ‘εικόνα’ τη σύνδεση της με το supermarket, ώστε να μπορώ να παραγγείλω και να λάβω ό,τι χρειαζόμουν -χωρίς να πάω. Μοιράστηκα την ιδέα μου με τη γυναίκα μου. Μόλις ολοκλήρωσαν, αρχίσαμε να τρέχουμε παρέα προς το σπίτι, προκειμένου να οργανωθώ όσο πιο γρήγορα γινόταν”, προκειμένου να μην ξαναπάει ποτέ σε supermarket.

“Αυτό που έκανα ήταν απλό: είχαμε ήδη μια τηλεόραση στο σπίτι και έναν υπολογιστή που όχι μόνο μπορούσε να διαχειριστεί τις συναλλαγές πολλών διαφορετικών χρηστών, αλλά είχε τη δυνατότητα να ‘επικοινωνήσει’ και με άλλους υπολογιστές. Άρα, μπορούσα να ‘φτιάξω’ ένα δικτυωμένο σύστημα επεξεργασίας συναλλαγών, σε πραγματικό χρόνο. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούσα μια απλή τηλεόραση έκανε την έμπνευση μου φιλική προς όλους τους χρήστες. Δεν χρειαζόταν δηλαδή, εκπαίδευση.

Η δυνατότητα που υπήρχε να καλέσει το όποιο κομπιούτερ, μέσω οικιακής γραμμής -χρησιμοποιώντας μια τυπική επικοινωνία και ανθρώπινη διεπαφή- σήμαινε πως μπορούσε να αξιοποιηθεί σε πολλές εφαρμογές. Δεν υπήρχε περιορισμός, αφού δεν αφορούσε την ‘επικοινωνία’ με έναν υπολογιστή για μια συγκεκριμένη λειτουργία. Είχε δυνατότητες ανεξάρτητης και ανοιχτού teleshopping, ενώ την ίδια ώρα η βασική συσκευή εξακολουθούσε να λειτουργεί και ως τηλεόραση”. Ονόμασε το δημιούργημα του ‘teleputer’ (από το television και το computer).

Μια στιγμή όμως, να σου πω πώς αντιλαμβανόταν το teleshopping. “Ήταν η λέξη που πως περιγράφει επακριβώς τη δυνατότητα εξ αποστάσεως πωλήσεων. Δεν γνώριζα πως ο όρος χρησιμοποιείτο ήδη από το 1977 στις ΗΠΑ, όπου είχαν αναπτύξει τεχνικές πωλήσεων μέσω τηλεόρασης. Στην ουσία ήταν πληρωμένα διαφημιστικά τηλεοπτικά προγράμματα -με τους τηλεθεατές να μπορούν να αγοράσουν τα προϊόντα μέσω τηλεφώνου”. Δηλαδή, πέραν του ονόματος δεν υπήρχε άλλη σχέση.

Άπαξ και ολοκλήρωσε το έργο του “δεν ήξερα τι να κάνω. Εκείνη την εποχή το telebanking, το teleworking και όλα τα άλλα tele κάτι ήταν σενάρια επιστημονικής φαντασίας (πόσο μάλλον όσα άρχιζαν από e). Δεν υπήρχε αγορά, δεν υπήρχε ζήτηση. Δεν υπήρχε ‘πρόσφορο έδαφος’. Μια λύση θα ήταν να ενημερώσουμε σχετικά και να ακούσουμε απόψεις. Την ίδια ώρα, δεν έπρεπε να αποκαλύψουμε τι είχαμε στα χέρια μας. Τουλάχιστον όχι μέχρι να καταλήξουμε στο πώς θα το αξιοποιούσαμε”.

Ο πληθυντικός αφορά εκείνον, τη σύζυγο του και τον τεχνικό που εμπιστεύτηκε από την αρχή, Peter Champion. Οι τρεις τους πήραν τον εξοπλισμό και τον πήγαν σε συνέδριο πληροφορικής, στη Νέα Ορλεάνη, το Σεπτέμβριο του 1979. Εκεί έκαναν και την παρουσίαση. Για αρχή δημιούργησαν ένα μυστήριο, για αυτό που υπήρχε στο ‘περίπτερο’ τους και ήταν σκεπασμένο με ένα ύφασμα. Την τρίτη μέρα και ενώ είχαν συγκεντρωθεί πολλοί περίεργοι, έγινε η αποκάλυψη. Το κοινό λάτρεψε τα πάντα. “Το σημαντικό ήταν πως είχαν λατρέψει την ιδέα του shopping από το σπίτι”. Και τότε αποφασίστηκε πως η επιχείρηση που θα τους απασχολούσε ήταν αυτή του electronic shopping.

Το Μάρτιο του 1980 ήταν όλα έτοιμα για την πρώτη συνέντευξη Τύπου. Είχαν ονομάσει την εφεύρεση “Redifon’s Office Revolution”. Υπόσχονταν και παράδοση, μέσα σε 90 ημέρες. “Το κοινό είχε μια σύγχυση. Καταλάβαιναν πως είχαμε συνδέσει μια τηλεόραση με έναν υπολογιστή, αλλά τίποτα παραπάνω”. Άρχισαν την ‘πόρτα-πόρτα παρουσίαση’. Δηλαδή, την ‘πόλη-πόλη’. Το επίσημο λανσάρισμα έγινε τον Ιούλιο του 1980, όταν το προϊόν εμφανίστηκε και στους Financial Times. Το άρθρο ξεκινούσε με το “If Mike Aldrich can be believed”. Του πήρε μια κάποια προσπάθεια -και μια αλλαγή προσέγγισης πελατών- αλλά τον πίστεψαν.

Ο άνθρωπος μας άλλαξε πλάνα και απευθύνθηκε στις επιχειρήσεις, εξηγώντας πως όσοι τον εμπιστεύονταν θα ‘άνοιγαν’ τα συστήματα πληροφοριών που είχε ούτως ή άλλως η κάθε εταιρία (για την εσωτερική επικοινωνία) στον έξω κόσμο. Όχι μόνο για τις συναλλαγές μεταξύ κατασκευαστών και χονδρεμπόρων ή χονδρεμπόρων με πωλητές λιανικής, αλλά και για την αποστολή μηνυμάτων -αυτά που ξέρεις σήμερα ως emails-, μαζί και για την ανάκτηση και διάδοση πληροφοριών -τα ξέρεις ως e-business.

To 1984 η Βρετανίδα Jane Snowball έγινε η πρώτη online shopper της ιστορίας.

Αγόρασε αβγά, μαργαρίνη και cornflakes από τα Tesco. Είχε υποστεί κάταγμα στο γοφό και δεν μπορούσε να πάει στο κατάστημα. Δέκα χρόνια μετά ο Jeff Bezos δημιούργησε το ‘Cadabra’, που μετονομάστηκε αργότερα σε ‘Amazon’.

Στους πρώτους πελάτες του Aldrich ήταν επιχειρήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και την Ισπανία. Η συνέχεια της ιστορίας ήταν ένας τεράστιος αριθμός εφαρμογών, στο χώρο των τουριστικών ταξιδιών, των αυτοκινήτων, των δανείων (κλπ). Το online shopping, όπως το ξέρουμε σήμερα, αποτέλεσε πραγματικότητα όταν εμφανίστηκε το Internet. Απογειώθηκε από το 2004 και μετά, όταν δημιουργήθηκε ειδική επιτροπή για να διαφυλάσσει τις online συναλλαγές -καθώς είχαν μαζευτεί πολλοί αυτοί που έγιναν πλούσιοι με διαδικτυακές απάτες, ‘ρημάζοντας’ αυτούς που ‘περνούσαν’ τα προσωπικά τους στοιχεία στο διαδίκτυο.

Όσα εμπνεύστηκε και είχαν ως βάση την εκμετάλλευση της πληροφορικής για ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και μείωση του κόστους εργασίας, άλλαξαν για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο κόσμος τη μαζική επικοινωνία και τα μαζικά media. Κάποια από τα συστήματα που ανακάλυψε, χρησιμοποιούνταν και τη δεκαετία 2000. Οι ιδέες του έγιναν ο πρόδρομος τoυ social networking. O Aldrich πέθανε στις 19/5 του 2014, σε ηλικία 72 χρόνων.

 

 

 

Πηγή: news247.gr