Είναι γεγονός ότι η δυσθεώρητη αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, με την επιβολή της ρήτρας αναπροσαρμογής, επιφέρει σε όλους τους καταναλωτές ένα νέο οικονομικό βάρος, το οποίο έχει και παράπλευρες συνέπειες, αφού αναπόφευκτα συμπαρασύρει προς τα ύψη και τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών.

Όλα αυτά μάλιστα συμβαίνουν σε ένα ασταθές γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, καθώς εξακολουθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και ενώ η παγκόσμια κοινότητα προσπαθεί να ανακάμψει μετά από μια περίοδο παγκόσμιας ύφεσης εξαιτίας της  πανδημίας του κορονοϊού (SARS – CoV-2).

2. Με τη Ρήτρα Αναπροσαρμογής, οι προμηθευτές μονομερώς εξάρτησαν την τιμή του ρεύματος που πληρώνει ο καταναλωτής από την τιμή εκκαθάρισης της χονδρεμπορικής προημερήσιας αγοράς, από την  τιμή δηλαδή που διαμορφώνεται κάθε φορά στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, η δημιουργία του οποίου, υποτίθεται ότι θα αποσκοπούσε στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και της διαφάνειας, με άμεσα οφέλη στη μείωση του ενεργειακού κόστους και τη διασφάλιση καλύτερων τιμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Η ιλιγγιώδης αύξηση του ρεύματος, ειδικά τους τελευταίους μήνες, διέψευσε τις πιο πάνω προσδοκίες. Εκτός αυτού, οι προμηθευτές, εκμεταλλευόμενοι την αύξηση της χονδρικής τιμής του ρεύματος και χρησιμοποιώντας σύνθετους μαθηματικούς τύπους, διαμορφώνουν πλέον την τελική λιανική τιμή προσαυξάνοντας την χονδρική τιμή με σταθερό συντελεστή προσαύξησης (συντελεστής 1,10) και με μεταβλητό συντελεστή προσαύξησης, (προσαύξηση ανάλογα με τις καταναλωμένες κιλοβατώρες), με αποτέλεσμα οι λογαριασμοί των καταναλωτών να διπλασιάζονται ή να τριπλασιάζονται ανάλογα και με την κατανάλωση του καθενός και μάλιστα με μεθοδολογία που είναι αδιαφανής και με βάση συντελεστές που είναι αδύνατον να ελέγξει ο  μέσος καταναλωτής.

Το γεγονός αυτό παρείχε το έρεισμα σε πανελλαδικές ενώσεις καταναλωτών να στραφούν δικαστικά κατά των παρόχων και να ζητήσουν την κατάργησή της και την επιστροφή των ποσών που κατέβαλαν. Η νομική βάση – επιχειρηματολογία των αγωγών των καταναλωτών είναι ότι η ρήτρα αναπροσαρμογής στα κυμαινόμενα τιμολόγια, παραβιάζει τόσο τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, όπως αυτός ισχύει, αλλά και τις ειδικότερες διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας
Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Β ́ 832/9.4.2013). Συγκεκριμένα η πιο πάνω Υπουργική απόφαση θεσπίζει σαφή, εύλογα και διαφανή κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η αναπροσαρμογή των χρεώσεων στην προμήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία αποσκοπούν:

α) στην πλήρη ή επαρκή έστω ενημέρωση των καταναλωτών ως προς την διαμόρφωση των λογαριασμών τους οποίους καλούνται να πληρώσουν, με βάση την κυμαινόμενη τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος,  β) στη δυνατότητα των καταναλωτών να κατανοήσουν τον τρόπο της διαμόρφωσης των χρεώσεων των λογαριασμών τους και να τους επαληθεύσουν οι ίδιοι με βάση τις γνώσεις τους, και γ) στην δυνατότητα να επιλέξουν το πρόγραμμα που τους συμφέρει ή και τον προμηθευτή που θεωρούν ότι τους προσφέρει την οικονομικά συμφέρουσα γι’ αυτούς χρέωση.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στο σύνολο σχεδόν των συμβάσεων των προμηθευτών με τους καταναλωτές υπάρχει η ρήτρα ότι ο προμηθευτής έχει το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης χωρίς σπουδαίο λόγο και προκαθορισμένη μεθοδολογία. Ουσιαστικά δηλαδή στις πιο πάνω συμβάσεις παρέχεται το δικαίωμα στους προμηθευτές να διαμορφώνουν κατά την κρίση τους, χωρίς ειδικά κριτήρια και χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος (έκτακτα – απρόβλεπτα περιστατικά), την τελική τιμή του ρεύματος που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής.

3. Το πρόβλημα που προέκυψε, αναδεικνύει και πάλι ένα γενικότερο ζήτημα· αυτό της έννοιας, του σκοπού και της λειτουργικής χρήσης των δημόσιων – κοινωνικών αγαθών ζωτικής σημασίας και των υπηρεσιών
κοινής ωφέλειας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί δημόσιο – κοινωνικό αγαθό ζωτικής σημασίας, χωρίς το οποίο σήμερα είναι αδύνατη η ανθρώπινη διαβίωση. Κοινωνικό αγαθό ή υπηρεσία κοινωνικής ωφέλειας, (καθολική υπηρεσία), είναι κάθε αγαθό ή υπηρεσία, το οποίο κάθε μέλος ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου έχει δικαίωμα να απολαμβάνει – χρησιμοποιεί, με αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας να του το παρέχει. Και ναι μεν δίκαια απαιτείται ένα αντάλλαγμα από τον πολίτη – καταναλωτή ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί η χρήση του αγαθού, (π.χ. για εγκατάσταση, λειτουργία, συντήρηση, βελτίωση του δικτύου ηλεκτροδότησης), όμως αυτό το αντάλλαγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι τέτοιο που να καταλήγει σε εμπορευματοποίηση του.

Διότι άλλο είναι να καθορίζεται η τελική τιμή του ρεύματος με σταθερές τιμές βάσης ενός χρονικού διαστήματος, που ασφαλώς θα συμπεριλαμβάνουν το λειτουργικό κόστος και το επιχειρηματικό κέρδος των παραγωγών – προμηθευτών και άλλο το να καθορίζεται με βάση την καθημερινώς και ανά ώρα (!!!) διαμορφούμενη στο Χρηματιστήριο χονδρεμπορική τιμή και με ταυτόχρονη προσθήκη στη λιανική τιμή , (δηλ. στους λογαριασμούς των καταναλωτών) αδιαφανών συντελεστών που την
προσαυξάνουν ουσιωδώς.

Εύλογα γίνεται αντιληπτό ότι εξάρτηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος αποκλειστικά από την εκάστοτε διαμορφούμενη στο Χρηματιστήριο Ενέργειας τιμή του αλλά και η μετακύλιση κάθε αύξησης της τιμής του , αποκλειστικά στους καταναλωτές, δεν συμβαδίζει με την φύση του ηλεκτρικού ρεύματος ως κοινωνικού αγαθού και καθολικής υπηρεσίας και αναιρεί το χαρακτήρα και το σκοπό του.

Και αυτό διότι αναίρεση της δυνατότητας χρήσης του ηλεκτρικού ρεύματος (όπως άλλωστε και κάθε άλλου κοινωνικού αγαθού) από τον καταναλωτή, δεν δημιουργείται μόνο όταν ο καταναλωτής δεν έχει εξ αρχής τη δυνατότητα της ελεύθερης πρόσβασης σ’ αυτό, αλλά και όταν ο τελευταίος εξαναγκάζεται να καταβάλλει υπέρογκα ποσά προκειμένου να  εξασφαλίζει τη χρήση του, τα οποία, όμως, είναι κατά πολύ δυσανάλογα προς την πραγματική ή την εύλογη αξία του ρεύματος, έτσι ώστε να μην είναι τελικά σε θέση (ο καταναλωτής) να ανταποκριθεί στην πιο πάνω υποχρέωσή του.

Συμπερασματικά, η εξάρτηση της λιανικής τιμής του ρεύματος από τη χρηματιστηριακή του τιμή και ο υπερτριπλασιασμός της τελευταίας στην παρούσα χρονική περίοδο, που η οικονομία προσπαθεί να ανακάμψει μετά από μια περίοδο διετούς ύφεσης, πέρα από το ότι εκτόξευσε τις τιμές όλων σχεδόν των καταναλωτικών αγαθών στα ύψη, θίγει τελικά και τον ίδιο τον πυρήνα του πιο πάνω κοινωνικού αγαθού, αφού το μεταβάλλει σε εμπορεύσιμο προϊόν έτσι ώστε μόνο αυτοί που έχουν την ανάλογη
οικονομική επιφάνεια να έχουν το δικαίωμα να το απολαμβάνουν, ενώ οι υπόλοιποι που αδυνατούν να το πληρώσουν, να οδηγούνται στον αποκλεισμό της χρήσης του, με τη διακοπή της ηλεκτροδότησης των σπιτιών ή των επαγγελματικών τους χώρων.

4. Βέβαια, είναι γεγονός ότι η παγκοσμιοποιημένη χονδρική αγορά ενέργειας, διέπεται από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς με βασικότερο εκείνον της προσφοράς και της ζήτησης. Στο πλαίσιο αυτό και η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, διέπεται από τους ίδιους κανόνες και αναπόφευκτα εξαρτάται και από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Στη παρούσα συγκυρία, θεωρείται ότι η μεγάλη ζήτηση για φυσικό αέριο, που εκδηλώθηκε μετά την άρση των μέτρων κατά της πανδημίας της COVID – 19 αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος δημιούργησε μεγάλη ενεργειακή ανασφάλεια και άρα αυξημένη ζήτηση (το φυσικό αέριο κατέχει σημαντικό μερίδιο στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη), αποτέλεσαν παράγοντες οι οποίοι αύξησαν σημαντικά την αξία του ρεύματος.

Ως αποτέλεσμα αυτών, η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, (σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ), έφτασε έως και άνω των 400 €/ΜWh, ενώ βρισκόταν στα 58 €/ΜWh κατά μέσο όρο το 2020 και στα 132 €/MWh κατά μέσο όρο το 2021.

Η πάταξη της αισχροκέρδειας στον κλάδο της ενέργειας εξαρτάται άμεσα από την καθιέρωση «πλαφόν» στην ανώτατη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος σε συνδυασμό με την ενδεδειγμένη άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων της ΡΑΕ

Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη ν έκδοση της με αρ. 2020/1563 Σύστασής της για την ενεργειακή φτώχεια και στην από τις 13.10.2021 ανακοίνωσή της σχετικά με την εργαλειοθήκη μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στο ηλεκτρικό ρεύμα.

Τα αντίστοιχα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση για την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος, απηχούν ουσιαστικά τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την άμεση αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ενεργειακή φτώχεια.

Το άμεσα ζητούμενο όμως, είναι η καθιέρωση ενός «πλαφόν» στην ανώτατη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος αλλά και η άσκηση, μέσω της ΡΑΕ, ουσιαστικής κυβερνητικής παρέμβασης στην αγορά ενέργειας για την πάταξη φαινομένων κερδοσκοπίας και στρέβλωσης στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Η πρωθυπουργική εξαγγελία ότι θα φορολογηθούν τα υπερκέρδη των προμηθευτών ενέργειας, επιβεβαιώνει την ύπαρξη των
πιο πάνω φαινομένων. Η ενίσχυση επίσης των διμερών συμφωνιών σταθερής χρονικής διάρκειας μεταξύ προμηθευτών και μεγάλων βιομηχανικών (κυρίως) μονάδων, για την προμήθεια και κάλυψη των αναγκών των τελευταίων σε ηλεκτρική ενέργεια, αποτελεί επίσης ουσιώδες εγχείρημα στο οποίο πρέπει να αποβλέπει κάθε Κυβέρνηση, ώστε να απεξαρτηθεί η τιμή της από το Χρηματιστήριο και να αποφεύγονται παρόμοιες έκρυθμες καταστάσεις.

5. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιες υπηρεσίες, που έχουν ζωτική σημασία για τον άνθρωπο, έχουν απόλυτο και καθολικό χαρακτήρα, παρέχονται ισότιμα προς όλους, η δε υποχρέωση κάθε Πολιτείας συνίσταται όχι μόνο στη λήψη μέτρων συνεχούς προστασίας τους, αλλά και στην αποτροπή κάθε ενέργειας που θα τα μετέβαλε σε «εμπορεύματα» προς όφελος κάποιων, γεγονός που θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί τη χρήση τους ένα σημαντικό μέρος του κοινωνικού συνόλου.

Η καθολική και ισότιμη, σύμφωνα με τις ανάγκες καθενός, πρόσβαση στα δημόσια αγαθά και τις υπηρεσίες, κατοχυρώνεται
άλλωστε από Διεθνείς Συμβάσεις, από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. άρθρα 168 και 194 της ΣΛΕΕ) και από τα Συντάγματα των κρατών, (π.χ. στην χώρα μας με τα άρθρα 4, 5, 16 και 25 του Συντάγματος).

Ειδικότερα και όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, η Οδηγία 2018/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, απαιτεί από τα κράτη – μέλη να διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες και οι μικρές επιχειρήσεις απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή του δικαιώματος να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας εντός του εδάφους τους σε εύλογες, εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες και διαφανείς τιμές που δ εν εισάγουν διακρίσεις.

Η ίδια Οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη μείωσης της ενεργειακής φτώχειας στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους για την ενεργειακή απόδοση.

6. Εν κατακλείδι τα κοινωνικά αγαθά και οι καθολικές υπηρεσίες, όπως είναι η ηλεκτρική ενέργεια, συνδέονται αναπόσπαστα με το κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζει αξιοπρεπώς και να αναπτύσσεται ελεύθερα και ισότιμα στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Υπό την πιο πάνω παραδοχή, οποιαδήποτε ρήτρα αναπροσαρμογής, που υπερακοντίζει τα δικαιώματα αυτά, είναι παράνομη
και καταχρηστική, ασχέτως εάν επιβλήθηκε με νόμο . Άλλωστε, η αρχή του κοινωνικού κράτους που καθιερώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος, επιβάλλει στο ίδιο το Κράτος να διαφυλάττει και να εγγυάται τα πιο πάνω δικαιώματα ενώ αντίστοιχα το άρθρο 120 επιβάλλει στους πολίτες να σέβονται μόνο τους νόμους που συμφωνούν με το Σύνταγμα.

8 Σε κάθε περίπτωση η προάσπιση και διαφύλαξη των κοινωνικών αγαθών και των καθολικών υπηρεσιών, αποτελεί ατομικό δικαίωμα και ως εκ τούτου απαιτείται η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών απέναντι σε ενέργειες που επιχειρούν να τα προσβάλλουν…

 

Δημήτριος Γ. Σιανίδης
Δικηγόρος

Γεώργιος Δ. Σιανίδης
Ασκούμενος Δικηγόρος