Με κάθε επισημότητα και λαμπρότητα πραγματοποιήθηκαν σήμερα (3/3) στον Κολινδρό οι εορταστικές εκδηλώσεις για την 141η επέτειο της Επανάστασης του Κολινδρού της 22ας Φεβρουαρίου 1878. Στις εκδηλώσεις παραβρέθηκε ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας, εκπρόσωποι των τοπικών αρχών, φορέων και συλλόγων και πλήθος κόσμου.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με την Δοξολογία στον Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεωργίου, και την ομιλία του καθηγητή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Ευάγγελου Βουδριά με θέμα «Η ανταρσία του 1878 στον Κολινδρό και μηνύματα για το σήμερα».

Ακολούθησε στο χώρο της προτομής του Επισκόπου Νικολάου Λούση επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων. Η τελετή ολοκληρώθηκε με σιγή ενός λεπτού και την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.

Στη συνέχεια, επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου πραγματοποιήθηκε παρέλαση μαθητών και μαθητριών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μελών πολιτιστικών συλλόγων.

Οι εορταστικές εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με χορευτικές εκδηλώσεις στην κεντρική πλατεία του Κολινδρού.

 

 

Το ιστορικό της Επανάστασης του Κολινδρού

Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης ήταν η πρωταγωνιστική προσωπικότητα της Επανάστασης του 1878. Γεννήθηκε στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης (ανατολικής Ρωμυλίας), το 1840. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Φιλιππούπολης. Από την θέση αυτή θα παίξει πολυδιάστατο ρόλο για το Έθνος.

Αγωνίζεται κατά της επικράτησης των Τούρκων και πολεμάει στην πρώτη γραμμή στις επάλξεις της ακρόπολης του Βορειοθρακικού Ελληνισμού την Φιλιππούπολη.

Όταν το 1868 κηρύχθηκε η Επανάσταση κατά των Τούρκων στην Ελλάδα ο Νικόλαος Λούσης, έφυγε από την Φιλιππούπολη και ήρθε στα Χανιά ως δάσκαλος και πήρε μέρος σ’ αυτήν, επικεφαλής σώματος εθελοντών. Μετά την λήξη της επανάστασης έρχεται και διδάσκει στο Λύκειο μέχρι το 1874.

Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Πατριάρχη Κων/πόλεως Ιωακείμ Γ΄, τον έφερε στην Θεσσαλονίκη, όπου σαν συνοδός τον προήγαγε σε Επίσκοπο Ιωακείμ του Κίτρους το 1875, με έδρα τον Κολινδρό.

Του ικανού αυτού Ιεράρχη έργο είναι η Επανάσταση του Κολινδρού τον Φεβρουάριο του 1878, την οποία είχε προσχεδιάσει και είχε αναλάβει υπεύθυνα από καιρό.

Η επανάσταση του Κολινδρού δεν έφερε το ποθητό αγαθό της ελευθερίας στην περιοχή. Πέτυχε όμως την ανατροπή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου που «κατασκεύαζε» τη Μεγάλη Βουλγαρία σε βάρος του Ελληνισμού και επιτεύχθηκε η προσάρτηση στα ελληνικά εδάφη της Θεσσαλίας κι ενός τμήματος της Ηπείρου.

Ο Επίσκοπος πικραμένος από την αποτυχία της Επανάστασης, πήγε στη Θεσσαλία όπου συνεργάστηκε με του επαναστάτες της και από εκεί στη Λαμία, όπου κάτοικοι και αρχές τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.

Δεν επέστρεψε στην έδρα του τον Κολινδρό, αλλά αποσύρθηκε σ’ ένα σπίτι στον Πειραιά, όπου πέθανε από φυματίωση στις 29 Ιανουαρίου σε ηλικία 42 μόλις ετών.

Η τότε ελληνική κυβέρνηση τον τίμησε μετά θάνατον, αποδίδοντας στο νεκρό τιμές υποστρατήγου. Την κηδεία του τίμησαν χιλιάδες λαού, βουλευτές, υπουργοί και ο τότε Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης.