Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας από μικρός ήταν ο γόης για τα κορίτσια του σχολείου του. Τον βοηθούσε το πανύψηλο και αθλητικό του παράστημα και τα καταγάλανα εκφραστικά του μάτια. Όπως και στις ταινίες, έτσι και στη ζωή του ήταν ο καρδιοκατακτητής της παρέας.

Το μυαλό του ήταν μονίμως στα κορίτσια και στις νυχτερινές περιπέτειες. Με τους φίλους του, όταν έβγαιναν τα βράδια, φλέρταραν συνεχώς. Στο Παρίσι, το 1931, ο Λάμπρος, μαγεμένος και ενθουσιασμένος από τη νυχτερινή ζωή της πόλης του Φωτός ξενυχτούσε με τους φίλους του μέχρι το πρωί με συντροφιά ωραίες γυναίκες. Τον είχαν ονομάσει «Le beau Grec», δηλαδή «ο ωραίος Έλληνας».

Ο πρώτος μεγάλος έρωτας

Τον χειμώνα του 1940-41, ο Λάμπρος γνωρίζει και ερωτεύεται τη Γιούλη Γεωργοπούλου, παίζοντας σε μία κωμωδία του Αλέκου Λιδωρίκη με τίτλο, «Μία ζωή είναι αυτή». Έως τότε, οι σχέσεις του ήταν εφήμερες. Για αυτή την κοπέλα με τα υπέροχα μάτια διαισθάνεται όμως πως τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Η Γιούλη ήταν μία νέα ηθοποιός με καταπράσινα μάτια και υπέροχα ξανθά μαλλιά. Τελειόφοιτη του Βασιλικού Θεάτρου θεωρήθηκε εξαιρετικό ταλέντο και περιζήτητη στους θιάσους εκείνης της εποχής.

Ο τρελός της έρωτας όμως για τον Λάμπρο της περιόρισε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες και λίγα χρόνια αργότερα εγκατέλειψε το θέατρο. Από τη μία η γερμανική κατοχή, από την άλλη η φτώχεια έφεραν τους δύο νέους πιο κοντά.

Μετά από τις παραστάσεις στο θέατρο «Βρετάνια» στο Σύνταγμα επέστρεφαν με τα ποδιά στου Ζωγράφου. Μέσα στο κρύο και στον φόβο μην τυχόν και τους δει κανένας Γερμανός, καθώς η κυκλοφορία απαγορευόταν εκείνες τις ώρες. Ο Λάμπρος ήθελε να προστατέψει τη Γιούλη από τους φόβους, τους κινδύνους και τις κακουχίες της Κατοχής. Οι δυσκολίες εκείνης της εποχής σφυρηλάτησαν έναν μεγάλο έρωτα και μία δυνατή σχέση, με πολλές εκρήξεις και συγκρούσεις, αλλά και βαθιά αγάπη.

Οι καυγάδες του ζευγαριού ήταν ιστορικοί

Ο Λάμπρος ζήλευε πολύ τη Γιούλη, την οποία φλέρταραν συχνά και αυτό τον ενοχλούσε. Την αδυναμία του αυτή την είχαν καταλάβει πολλοί συνάδελφοί του και συχνά τον πείραζαν.

Ο Λάμπρος ήταν κατά του γάμου, των παιδιών και της οικογένειας. Η Γιούλη όμως σήμαινε για αυτόν κάτι διαφορετικό. Γι΄ αυτό αποφάσισε στις 9 Δεκεμβρίου του 1945 να την παντρευτεί. Στην εκκλησία όμως, έστησε τη νύφη για μία ώρα γιατί άκουγε από το ραδιόφωνο τον αγώνα της ΑΕΚ, της οποίας ήταν φανατικός οπαδός. Μάλιστα όταν έφτασε ήταν φανερά εκνευρισμένος, γιατί η αγαπημένη του ομάδα είχε χάσει.

«Νόμιζα κάποια στιγμή θα βάλεις μυαλό. Εσύ όμως είσαι γεννημένος κερατάς. Τέτοιο γάμο δεν θέλω»
Το πρόβλημα για τον Λάμπρο ήταν οι γυναίκες. Δεν μπορούσε να αντισταθεί εύκολα σε μία γυναίκα. Δεν ανεχόταν όμως την καταπίεση. Μετά τον γάμο τους, οι προστριβές κορυφώθηκαν. Η Γιούλη, έχοντας αποκτήσει παιδί μαζί του δεν ανεχόταν τις ερωτικές του περιπέτειες. Όπως είπε στη «Μηχανή του Χρόνου» ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, «ερωτεύτηκαν γρήγορα, πολύ σύντομα παντρεύτηκαν, το ίδιο σύντομα αποφάσισαν ότι δεν κάνουν μεταξύ τους και το ίδιο σύντομα χώρισαν».

Καλουτά. Η πέτρα του σκανδάλου

Αφορμή για τον χωρισμό του ζευγαριού ήταν ο μεγάλος έρωτας του Λάμπρου Κωνσταντάρα για την Άννα Καλουτά. Ένα βράδυ η Γιούλη ήταν έξαλλη και ο Λάμπρος δεν μιλούσε καθόλου. Εξοργισμένη από τη σιωπή του του είπε να φύγει από το σπίτι. Εκείνος στην προσπάθεια του να την ηρεμήσει της ζήτησε να προσπαθήσουν να μείνουν μαζί και να φτιάξουν τα πράγματα. Εκείνη θύμωσε περισσότερο, άρπαξε μία βαλίτσα, έριξε μέσα πρόχειρα μερικά πράγματα του, άνοιξε την πόρτα, πέταξε έξω τη βαλίτσα και του είπε: «Νόμιζα κάποια στιγμή θα βάλεις μυαλό. Εσύ όμως είσαι γεννημένος κερατάς. Τέτοιο γάμο δεν θέλω». Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα, έφυγε με σκυμμένο κεφάλι. Το ίδιο βράδυ γυρίζοντας βρήκε τα πράγματα στην ίδια θέση και την εξώπορτα κλειδωμένη.

Ο φλογερός έρωτας με την Άννα Καλουτά

Με την Άννα Καλουτά γνωρίζονταν από τον πόλεμο του 40’, τότε που εκείνη τον είχε πρωτοσυναντήσει τραυματισμένο σε ένα νοσοκομείο. Από εκεί έγιναν φίλοι, μετά συνεργάτες στο θέατρο και στη συνέχεια αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας φλογερός έρωτας. Για την Άννα, ο Κωνσταντάρας ήταν ένας σωστός άρχοντας, το όνειρο κάθε γυναίκας. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του.

Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ δυνατή σχέση. Όπως εκμυστηρεύτηκε ο Δημήτρης Κωνσταντάρας στη «Μηχανή του Χρόνου»: «Μία μέρα με φώναξε η Καλουτά σπίτι της. Μου είπε λοιπόν πως δεν ήταν αυτή η πέτρα του σκανδάλου για τον χωρισμό του Λάμπρου από τη γυναίκα του. Μου είπε πως με τον πατέρα σου ερωτευτήκαμε παράφορα, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μακριά ο ένας από τον άλλον. Ήταν έναν μεγάλος έρωτας και σε έναν μεγάλο έρωτα οι μικρότεροι έρωτες συνήθως υποχωρούν» Η σχέση του Λάμπρου Κωνσταντάρα με την Άννα Καλουτά κράτησε από το 1949 μέχρι το 1954. Από τη μία ο δύσκολος χαρακτήρας του, από την άλλη τα συχνά ταξίδια τους σε περιοδείες έφθειραν την σχέση τους με αποτέλεσμα τον χωρισμό τους.

Το κορίτσι που έκανε πρόταση γάμου στον Κωνσταντάρα

Μία από τις μεγάλες αγάπες του Λάμπρου Κωνσταντάρα ήταν η Χριστίνα Σύλβα Πουλοπούλου. Ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Έξυπνη, γελαστή, γεμάτη ζωή, λάτρεψε από την πρώτη στιγμή τον ατίθασο Λάμπρο. Η Σύλβα μαγεύτηκε από τον πανέμορφο και επιτυχημένο Λάμπρο. Εκείνος γοητεύτηκε από το καταπληκτικό της πρόσωπο και το χαμόγελό της.

Ανάμεσα τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας. Την πήρε κοντά του, την έκανε πρωταγωνίστρια του, μοιράστηκαν τη ζωή τους, αλλά δεν έμειναν ποτέ μαζί. Ψηλός, γοητευτικός, αλλά πάντα ένα μικρό παιδί, ο Λάμπρος έζησε έντονα τον έρωτα του με τη Σύλβα- όπως την έλεγαν οι φίλοι του.

Η Χριστίνα ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Λάμπρο που του έκανε εκείνη πρόταση γάμου. Εκείνος όμως, είχε πει πως δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί. Ο Κωνσταντάρας είχε κρατήσει μυστική την ερωτική του σχέση με τη Σύλβα από τον μικρό του γιο Δημήτρη. Η μοιραία αποκάλυψη έγινε μία νύχτα σε ένα ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, όταν ο Δημήτρης μπήκε στο δωμάτιό της αναζητώντας τον πατέρα του. Αυτός ο δεσμός δεν κράτησε πολύ. Ο Λάμπρος θεώρησε πως αυτή η σχέση θα του δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Σύμφωνα με διηγήσεις κοντινών του προσώπων, ο χωρισμός ήταν πολύ ερωτικός μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο.

Φιλιώ, η σύντροφος

Μετά από έναν αποτυχημένο πρώτο γάμο, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας σε ηλικία 58 χρονών αποφασίζει να παντρευτεί για δεύτερη φορά τη Φιλιώ Κεκάτου, μία γυναίκα 25 χρόνια μικρότερή του με την οποία συζεί πάνω από 7 χρόνια.

Η Σίσσυ Αιβαλιώτου, ανιψιά του Λάμπρου Κωνσταντάρα, αποκαλύπτει στη «Μηχανή του Χρόνου»: «Εμείς τον πείσαμε να παντρευτεί τη Φιλιώ. Εκείνος δεν ήθελε γιατί ήταν γενικά κατά του γάμου. Αλλά τον καταφέραμε να την παντρευτεί για να βάλει μία τάξη στη ζωή του».

Γνωρίστηκαν το 1961, παντρεύτηκαν το 1971 και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η Φιλιώ υπήρξε για τον Λάμπρο η γυναίκα που αγάπησε βαθιά, συνειδητά και μακροχρόνια. Έμεινε μαζί της 14 χρόνια. Όταν τη γνώρισε δεν σκεφτόταν τον γάμο, αλλά ούτε και εκείνη. Ο Λάμπρος που ήταν εκ φύσεως άστατος, είχε βρει το δικό του «λιμάνι». Θαύμαζε σε αυτή τη γυναίκα την αφοσίωσή της.

Η Φιλιώ έμεινε δίπλα του ως πιστή σύντροφος έως και τα τελευταία του χρόνια. Χρόνια δύσκολα, μετά τα αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, γεμάτα μελαγχολία, μοναξιά και θλίψη. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πέθανε στις 28 Ιουνίου του 1985…

 

Πηγή: in.gr