Όσοι γνωρίζουν από χτενίσματα – πολύ καλύτερα, δηλαδή, από εμένα – θα ξέρουν ότι χρειάζονται τρεις τούφες από μαλλιά για να γίνει η πλεξούδα. Κι όσοι δεν ξέρουν από χτενίσματα, αρκεί να γνωρίζουν μόνο την παραπάνω πληροφορία για να διαβάσουν αυτό το σύντομο κείμενο.

Το όμορφο χτένισμα θα προκύψει από το συνονθύλευμα τριών μερών. Στο βιβλίο της, Η πλεξούδα, η Λετισιά Κολομπανί μας δείχνει ακριβώς αυτό: το όμορφο αποτέλεσμα που προκύπτει από τη σύνθεση τριών γυναικών, οι οποίες δεν γνωρίζονταν και δεν θα γνωριστούν ποτέ. Όπως και στην πραγματική ζωή, στη ζωή πέρα από τις σελίδες ενός όμορφου και με νόημα μυθιστορήματος, άνθρωποι που δεν γνωρίζουμε μπορεί να μας επηρεάσουν με οποιονδήποτε τρόπο.

Η Σμίτα, από τη μακρινή Ινδία, ανήκει στην κάστα των Ανέγγιχτων. Είναι αναγκασμένη να «ζει», αν αυτό μπορούμε να το αποκαλέσουμε ζωή, και να βιοπορίζεται μαζεύοντας με τα χέρια και το καλάθι της, τα περιττώματα ανθρώπων που ανήκουν στις ανώτερες κάστες. Παραδοσιακά, η μονάκριβη 6χρονη κόρη της, όντας γεννημένη Ντάλιτ, δηλαδή Ανέγγιχτη θα ακολουθήσει την ίδια προδιαγεγραμμένη πορεία με τη μητέρα της.

Περίεργο δεν είναι, επειδή γεννιέσαι σε μία κάστα, να μένεις εκεί για όλη σου τη ζωή ενώ δίπλα σου άλλοι εξελίσσονται και προχωρούν επειδή απλώς ανήκουν σε διαφορετική κάστα;

Σειρά έχει η Τζούλια, από το όμορφο Παλέρμο που παλεύει να σώσει την οικογενειακή επιχείρηση, τη βιοτεχνία που διατηρείται για 3 γενιές, είναι γνωστή στη Σικελία, συντηρεί την οικογένειά της και τις εργάτριες που εκτελούν την εξειδικευμένη εργασία επεξεργασίας μαλλιών. Τι συνέβη με τη βιοτεχνία, ποιον ρόλο θα αναλάβει η Τζούλια στα μόλις 20 της χρόνια και ποια η σχέση της με τη μακρινή Ινδία, τη Σμίτα και τη μικρή της κόρη;

Το τρίτο μέρος της πλεξούδας είναι η Σάρα, από τον Καναδά. Επιτυχημένη δικηγόρος, όμορφη, έξυπνη, δραστήρια. Την τέλεια και με ακρίβεια προγραμματισμένη ζωή της, έρχεται να ανατρέψει ένα γεγονός που θα τη φέρει κοντά στη Τζούλια και στη Σμίτα με έναν απρόσμενο, αλλά ίσως και καρμικό τρόπο.

Χωρίς ποτέ οι τρεις τους να γνωριστούν, ξεπέρασαν τον εαυτό τους, ύψωσαν το λιγοστό τους ανάστημα και κατάφεραν να κάνουν γιγαντιαία βήματα. Η πλεξούδα δεν θα μπορούσε να γίνει, όμως, αν και οι τρεις τους δεν έκαναν το βήμα για να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη ζωή τους. Για να γίνει η πλεξούδα, χρειάζονται τρεις διαθέσιμες, έστω και ετερόκλητες, τούφες μαλλιών.

Παρά τη διαφορετικότητα τους, το διαφορετικό υπόβαθρο, κουλτούρα και γλώσσα, η Σάρα χρειάστηκε τη Τζούλια, η Τζούλια τη Σμίτα και η Σμίτα, για όσους θα διαβάσουν το βιβλίο, λυτρώθηκε από την έως τότε βάναυση ζωή της, προσφέροντας τη λύτρωση πέραν των συνόρων της μακρινής Ινδίας.

Οι τρεις ιστορίες των γυναικών αυτών είναι βγαλμένες από την πραγματικότητα. Περιδιαβαίνοντας στις σελίδες του μυθιστορήματος, συμπάσχουμε με τη διαφθορά που θα δούμε στην Ινδία, όσα βιώνουν οι γυναίκες εκεί και ιδιαίτερα οι χήρες γυναίκες, τις οποίες κατηγορούν για τον θάνατο των συζύγων τους και τις περιθωριοποιούν. Μαθαίνουμε για τη Σικελία, για τις εγχώριες παραδόσεις και για ένα διάσημο δικηγορικό γραφείο με πρωταγωνίστρια την επιτυχημένη Σάρα.

Πέρα και πάνω απ’ όλα, όμως, μαθαίνουμε πόσο αλληλένδετη είναι η ζωή μας με τη ζωή των άλλων με αόρατα νήματα που ενώνουν τις ζωές μας και την πορεία τους.

Το βιβλίο αφιερώνεται στην «Ολίβια» και «στις θαρραλέες γυναίκες».

Κλείνω με ένα σύντομο απόσπασμα:

Μ’ αρέσουν οι ώρες αυτές, οι μοναχικές,

οι ώρες που τα χέρια μου χορεύουν.

Ένα παράξενο μπαλέτο, τα δάχτυλά μου. Γράφουν μια ιστορία με πλεξούδες και υφάδια. Μια ιστορία που είναι η δική μου.

Μα που ωστόσο δε μου ανήκει.

Γιατί οι ιστορίες είναι για να τις μοιραζόμαστε, να τις διηγούμαστε, να τις γράφουμε, μα πάνω απ’ όλα, να τις ζούμε.

*Επίσημη μεταφράστρια – Διερμηνέας

Κειμενογράφος

[email protected]