«Μαυραγορίτες» – Του Δημητρίου Δημηνά, Δικηγόρου
Το πρόσφατο σκάνδαλο του γνωστού χρηματιστή, που κυριάρχησε στα ΜΜΕ με την προβολή στις μικρές οθόνες του αμύθητου πλούτου σε χρυσό, κοσμήματα, αντίκες, εικόνες, ασημένια κανδήλια, μαχαιροπήρουνα, σερβίτσια και λοιπά αντικείμενα ανυπολόγιστής αξίας, έφερε στη μνήμη των μεγαλυτέρων το φαινόμενο των αδίστακτων μαυραγοριτών της γερμανικής Κατοχής.
Την φρικτή εκείνη περίοδο της γενικευμένης πείνας, που αποδεκάτιζε χιλιάδες συμπατριώτες μας, εμφανίστηκαν ως «σωτήρες» οι σκληροτράχηλοι μαυραγορίτες, οι οποίοι αγόραζαν από σκελετωμένους συνανθρώπους τους χρυσαφικά, περίτεχνα κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, πίνακες ονομαστών ζωγράφων και άλλα πολύτιμα είδη αντί πινακίου φακής. Λίγες οκάδες αλεύρι ή ένα δοχείο λάδι ήταν το αντίτιμο εξαγοράς εκατονταπλάσιας αξίας αντικειμένων, που αναγκάζονταν να εκποιήσουν οι πενόμενοι για να σώσουν τα μέλη της οικογένειας τους από τον θανατηφόρο λιμό που επέφερε ο βάρβαρος κατακτητής.
Ύστερα από 80 περίπου χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας μας έφθασε ξανά στο σημείο να βιώνει καταστάσεις παρόμοιες των μελανών εκείνων σελίδων της ιστορίας μας. Φτώχεια, ανεργία, κατακρεουργημένοι μισθοί και συντάξεις, απανωτοί φόροι και εισφορές, μαστίζουν νέους και ηλικιωμένους, οι οποίοι έχουν περιέλθει σε απόγνωση, άγχος και κατάθλιψη. Η αδυναμία πολλών πολιτών να καλύψουν τις ανάγκες επιβίωσης, να αντιμετωπίσουν μια σοβαρή ασθένεια, να σπουδάσουν τα παιδιά τους ή να πληρώσουν τις δόσεις στεγαστικού δανείου, που προκλητικά τους παρότρυναν οι τράπεζες να πάρουν, τους εξαναγκάζουν να καταφεύγουν στους συγχρόνους μαυραγορίτες, τους αποκαλουμένους ενεχυροδανειστές, των οποίων τα τραπέζια που είχαν εγκαταστήσει στο Ναό του Σολομώντος ανέτρεψε αγανακτισμένος ο ίδιος ο Χριστός.
Βρισκόμενοι σε κατάσταση έσχατης ένδειας, αναγκάζονται οι απελπισμένοι συνάνθρωποι μας να βγάλουν από τα συρτάρια τους ό,τι πολύτιμο φύλαγαν για αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης, αφού το κράτος πρόνοιας και περίθαλψης είναι ανύπαρκτο, και να τα παραδώσουν σε εξευτελιστική τιμή στους ξαφνικά πλουτήσαντες ενεχυροδανειστές, προκειμένου να καλύψουν άμεσες οικονομικές ανάγκες.
Πρόκειται για κατάντια και εξαθλίωση κυρίως της αποκαλούμενης μεσαίας τάξης, η οποία βαίνει ολοταχώς προς εξομοίωση με την κάποτε απαξιωμένη τάξη των πενήτων. Όταν η εκποίηση των εναπομεινάντων τιμαλφών τελειώσει οι στερημένοι των στοιχειωδών μέσων επιβίωσης, και ιδίως όσοι έχασαν την πίστη τους και την ελπίδα στον Θεό, θα αρχίσουν να επεξεργάζονται σχέδια απόδρασης από την ζωή.
Τα συσσίτια που η φιλάνθρωπος Εκκλησία μας, υποκαθιστώντας την Κοινωνική Πρόνοια, παρέχει σήμερα στους χιλιάδες αναξιοπαθούντες δεν είναι βέβαιο ότι θα επαρκέσουν στο εγγύς μέλλον για την διατροφή της ολονένα διογκουμένης φάλαγγας των πενομένων, αφού η ίδια η Πολιτεία που φτωχοποίησε το μεγαλύτερο μέρος του λαού, εποφθαλμιά τώρα και στην υφαρπαγή της εναπομείνασας περιουσίας της.