Το MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βρίσκεται στην «καρδιά» του Εκθεσιακού Κέντρου της ΔΕΘ και στο «στο επίκεντρο ενός αστικού διαλόγου και ενδεχόμενης σύγκρουσης, που και αυτό είναι στοιχείο της δημοκρατίας και μιας ζωντανής πόλης», όπως αναφέρει η αναπληρώτρια διευθύντριά του Συραγώ Τσιάρα.

Ένα μουσείο που δημιουργήθηκε από την κοινωνία των πολιτών της Θεσσαλονίκης, έζησε για χρόνια νομαδικά και στεγάζεται από το 1992 μέσα στο Διεθνές Εκθεσιακό Κέντρο Θεσσαλονίκης, ζει κάθε χρόνο με τον δικό του τρόπο τον παλμό της Διεθνούς Έκθεσης.

Οι άνθρωποι του μουσείου ένιωθαν πάντα τον παλμό της πόλης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Το MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης- Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (πρώην Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) βρίσκεται στην «καρδιά» του Εκθεσιακού Κέντρου και στο «στο επίκεντρο ενός αστικού διαλόγου και ενδεχόμενης σύγκρουσης, που και αυτό είναι στοιχείο της δημοκρατίας και μιας ζωντανής πόλης», όπως αναφέρει στο ΑΠΕ η αναπληρώτρια διευθύντριά του Συραγώ Τσιάρα.
Από τη μία είναι ένα οργανικό κομμάτι του αστικού ιστού και της ΔΕΘ, από την άλλη διατηρεί τη δική του αυτονομία. Πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια των διοργανώσεων της ΔΕΘ, το μουσείο έκλεινε τις πόρτες του εσπευσμένα γιατί η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη εξαιτίας συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων, με αφορμή την παρουσία των εκάστοτε πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ.

Η Συραγώ Τσιάρα ωστόσο «διαβάζει» με διαφορετικό τρόπο τη λειτουργία του μουσείου μέσα σε αυτή τη συνθήκη, συνδέοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με τις «φωνές» των καλλιτεχνών μέσα στους χώρους του μουσείου.

Όπως σημειώνει, «οι καλλιτέχνες μέσα από τα έργα τους «συνομιλούν» με το τι γίνεται έξω, με την πραγματική ζωή. Η τέχνη δεν είναι αποκομμένη, ίσα ίσα είναι μια άλλη ματιά στην καθημερινότητα», τονίζει η κ. Τσιάρα.

Για πολλά χρόνια, κατά την περίοδο της ΔΕΘ, η είσοδος στο μουσείο ήταν ελεύθερη. «Ήταν η δική μας προσφορά σε αυτήν τη μεγάλη ετήσια εκδήλωση της πόλης», σημειώνει η επί χρόνια πρόεδρος και «ψυχή» του Μουσείου Ξανθίππη Χόιπελ, επισημαίνοντας ότι από τους χώρους του μουσείου έχει περάσει όλη η πολιτική ηγεσία της χώρας, όλων των κυβερνήσεων.

«Η ΔΕΘ ήταν και παραμένει ο μεγαλύτερος χορηγός σε όλη την ιστορία του μουσείου», τονίζει η κ. Χόιπελ και η ίδια, δεκαετίες μετά την ιδέα της να στεγαστεί το μουσείο μέσα στη ΔΕΘ, νιώθει δικαιωμένη, εξηγώντας ότι όταν ξεκίνησε η ιστορία του μουσείου, ως ιδιωτικός φορέας, θα ήταν δύσκολο να βρεθεί μέσα στην πόλη άλλος χώρος, προσιτός ώστε να τον επισκέπτονται πεζοί οι πολίτες και οι επισκέπτες της Θεσσαλονίκης.

Σε αυτή τη λογική του ανοίγματος του μουσείου στην κοινωνία, εντάσσεται και το πρότζεκτ «Δημόσιες Εικαστικές Προβολές | Public Art Projections» με την προβολή του έργου «Identity in Between»| Ταυτότητα Ανάμεσα», «Rhizhotomikon» της Μαρίας Σιδέρη έξω από το κτίριο του MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης κατά τη διάρκεια της 85ς ΔΕΘ από τις 20:30 έως τις 23:00.

 

 

«Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, το οποίο να είναι ανοιχτό στην κοινωνία. Πιστεύω πολύ στη σύνδεση της τέχνης με τον δημόσιο χώρο. Να μην είναι τα μουσεία κλειστοί χώροι. Να είναι διαπερατά», τονίζει η κ. Τσιάρα.

Η ιστορία του
Μετά τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης το 1978, μια ομάδα ανθρώπων, με βασικό κορμό τις Μάρω Λάγια, Κατερίνα Καμάρα και Ξανθίππη Χόιπελ και υποστηρικτές πολλούς ανθρώπους της πόλης, όπως ο πρώην δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης -ο πρώτος ευεργέτης του κέντρου μετά τον Αλέξανδρο Ιόλα- αποφάσισε για να αποκτήσει η πόλη μια ώθηση προς το μέλλον, θα έπρεπε να στηριχτεί στη σύγχρονη τέχνη.

«Αυτό ήταν συγκλονιστικό όραμα των ανθρώπων αυτών που αποφάσισαν να δώσουν στην πόλη και στη χώρα μια πρώτη συλλογή», σημειώνει η κ. Τσιάρα.

Από το 1979, που έγινε η πρώτη πρόταση από τη Μάρω Λάγια στον Ιόλα -και οποίος απευθείας αντέδρασε με θέρμη- η ιστορία αυτού του μουσείου σύγχρονης τέχνης έμοιαζε για πολλά χρόνια με «Οδύσσεια», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο βιβλίο της «28+» η κ. Χόιπελ.

Για χρόνια, το μουσείο λειτουργούσε νομαδικά. Η πρόταση για στέγασή του στους χώρους της ΔΕΘ και συγκεκριμένα στο περίπτερο της ΔΕΗ, έγινε το 1988 από την Ξανθίππη Χόιπελ. Το 1991, η ίδια πήγε στην Αθήνα για να διαπραγματευτεί το θέμα με τη διοίκηση της ΔΕΗ. Για μεγάλο διάστημα ΔΕΘ και μουσείο «συγκατοικούσαν», καθώς το περίπτερο δόθηκε στο μουσείο με χρησιδάνειο. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιούνιο λειτουργούσε το μουσείο και τους υπόλοιπους μήνες έμπαινε η ΔΕΗ για να ετοιμάσει την παρουσία της για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το περίπτερο εγκαινιάστηκε το 1992 από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Με χρηματοδότηση από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997 έγινε η ανέγερση ενός δεύτερο κτιρίου, δίπλα στο περίπτερο της ΔΕΗ, σε χώρο που παραχώρησε η ΔΕΘ στο Μουσείο και η τρίτη επέκταση ολοκληρώθηκε το 2002.

«Το αντιλαμβάνεται κανείς και περπατώντας μέσα, ότι είναι ένα μουσείο που φτιάχτηκε σταδιακά. Φτιαγμένο τμηματικά στον χρόνο σε διαφορετικά στάδια και προϊόν συλλογικής διεργασίας, από ανθρώπους είτε καλλιτέχνες, είτε συλλέκτες που δώρισαν τα έργα τους», σημειώνει η κ. Τσιάρα. Το 2018 άλλαξε τυπικά, αλλά όχι ουσιαστικά ο χαρακτήρας του μουσείου, όταν με τη συνένωση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και των ιδιαίτερων τμημάτων του -το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης- με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, δημιουργήθηκε το MOMUS, ο Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης.

Το μέλλον του
Η σχεδιαζόμενη ανάπλαση του Διεθνούς Εκθεσιακού Κέντρου της Θεσσαλονίκης, με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2026, «κρατάει» μέσα στον χώρο και το μουσείο, με την κ. Χόιπελ να εκφράζει την ικανοποίησή της που «θα υπάρχει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης και θα μπορεί να χαίρεται ο κόσμος της Θεσσαλονίκης», ενώ η κ. Τσιάρα αναφέρεται στις προοπτικές ανάπτυξής του. Εκτιμά ότι το συγκεκριμένο κτίριο έχει προσφέρει πολλά στην πόλη, «αλλά έχει ολοκληρώσει έναν κύκλο» και ότι ίσως και μέσα από μία δημόσια διαβούλευση με τους πολίτες της Θεσσαλονίκης «να δούμε το μέλλον του Οργανισμού σε καινούργιες βάσεις και από άποψη κτιριακών εγκαταστάσεων και υποδομών για τον 21ο αιώνα».

Η αν. διευθύντρια του Μουσείου, εκτιμά ότι αυτό το κτίριο δεν καλύπτει πλέον τις ανάγκες ενός πολυδύναμου μουσείου που θα έπρεπε να έχει περισσότερους χώρους για την εκπαίδευσης, εργαστήρια συντήρησης, χώρους αποθήκευσης και περισσότερους χώρους για τις μόνιμες συλλογές και τις περιοδικές εκθέσεις.

«Ονειρεύομαι έναν χώρο μόνιμων συλλογών που να δείχνουμε με σχετική επάρκεια την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής και διεθνούς τέχνης τα τελευταία 30-40 χρόνια. Πλέον τα μουσεία δεν είναι μόνο οι συλλογές και οι εκθέσεις τους, είναι οι δράσεις, η επαφή με τον κόσμο. Θεωρώ ότι πρέπει να περάσουμε στο επόμενο βήμα και να οραματιστούμε το μουσείο του μέλλοντος».

«Δεν είναι εύκολο να επινοείς συνέχεια τον εαυτό σου με τα ίδια εργαλεία. Χρειάζεται καινούργια εργαλεία και άλλη χρηματοδότηση. Με τη χρηματοδότηση που έχουμε δεν μπορούμε να πάμε πολύ μακριά», τονίζει η κ. Τσιάρα.

Αναφέρεται επίσης στη δυσκολία του συγκεκριμένου κτιρίου να μετατραπεί σε «πράσινο», τονίζοντας ότι «δεν μπορούμε πλέον να μη λαμβάνουμε υπόψη μας την κλιματική κρίση και τον οικολογικό σχεδιασμό στα δημόσια κτίρια.

Πρέπει να σκεφτούμε με τα εργαλεία τα τωρινά και τα μελλοντικά, αυτό που ονομάζουμε βιώσιμη ανάπτυξη και στο χώρο των μουσείων.

Πού θα μπορούσε να δημιουργηθεί αυτό το «πράσινο» και πολυδύναμο μουσείο;

«Ο πυρήνας αυτής της περιοχής είναι πολύ σημαντικός, σε σχέση με τη γειτονιά που δημιουργούν το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, όπως και η ευρύτερη ζώνη προς την παραλίας. Γιατί να μην ονειρευτεί η Θεσσαλονίκη ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, που ενδεχομένως θα είχε και ένα κομμάτι της πιο σημαντικής μας συλλογής, της Συλλογής Κωστάκη, που να έχει μέτωπο στη θάλασσα;», διερωτάται η κ. Τσιάρα.

 

Πηγή:in.gr