Η ιστορία του ζωγράφου Μπόρις Λούρι, που αποτύπωσε στα έργα του τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, απέτυχε ως καλλιτέχνης αλλά έκανε περιουσία με επιτυχημένες επενδύσεις…

Δεν είχε πουλήσει ποτέ έναν πίνακα στη ζωή του, ζούσε στη φτώχεια, κι όμως, όταν πέθανε άξιζε σχεδόν 100 εκατομμύρια δολάρια», λέει εμφατικά ο Αντονι Γουίλιαμς, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του οργανισμού Boris Lurie Art Foundation στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου για την έκθεση «Bories Lurie: Nothing to do but to try». «Ηταν», συνεχίζει διστάζοντας προς στιγμή και ψάχνοντας προσεκτικά τις λέξεις, «ένας περίπλοκος άνθρωπος».

Και πραγματικά, το παράδοξο των κακών συνθήκων διαβίωσης του Μπόρις Λούρι ήταν ένα μόνο κομμάτι από το παζλ που συνθέτει την τραγική μα και συνάμα ενδιαφέρουσα ζωή του ζωγράφου, γραφίστα, γλύπτη, χρονικογράφου και συνιδρυτή του κινήματος No!art. Σε όλες αυτές τις παράλληλες ιδιότητες προστέθηκε μία ακόμα που του άφησε βαθιά το αποτύπωμά της μέσα του: επιζών των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Εξαιτίας αυτής τη σύνδεσής του με το Ολοκαύτωμα, τα έργα του τώρα εκτίθενται στο Μουσείο Ισραηλινής Κληρονομιάς του Μανχάταν.

Η συγκεκριμένη έκθεση είναι η πρώτη σύγχρονης τέχνης που φιλοξενείται στους χώρους του μουσείου τα 24 χρόνια που λειτουργεί. Η ομορφιά και ο τρόμος που περιγράφονται στα σχεδόν 100 έργα του δημιουργού τα οποία φιλοξενούνται εκεί δένουν πολύ καλά με την κεντρική έκθεση του μουσείου με μαρτυρίες από το Ολοκαύτωμα και το Judaica, έναν αφιερωματικό κήπο που σχεδιάστηκε από τον γλύπτη Αντι Γκολντσγουόρθι.

Σε αυτά προστίθεται και η έδρα του Εθνικού Γίντις Θεάτρου Folksbiene, της θεατρικής ομάδας που παρουσιάζει έργα στη γερμανική γλώσσα την οποία μιλούσαν οι εβραϊκές κοινότητες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έχοντας τη μεγαλύτερη συνεχή παραγωγή θεάτρου από οποιαδήποτε γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περισσότεροι πίνακες του Λούρι ολοκληρώθηκαν το 1946, σε μια καταιγιστική καλλιτεχνική χρονιά για τον ίδιο, και σήμερα χαρακτηρίζονται ως «η σειρά του πολέμου». Στα σχέδιά τους κρύβουν όλες τις φρικτές εμπειρίες του από τη ναζιστική θηριωδία, γι’ αυτό και ο πρόεδρος του μουσείου Τζακ Κλίγκερ τα αποκαλεί «ένα διαφορετικό είδος μαρτυρίας».

Στρατόπεδο συγκέντρωσης
Ο Λούρι γεννήθηκε στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) το 1924, αλλά η οικογένειά του μετακόμισε στη Ρίγα της Λετονίας όταν εκείνος ήταν δύο ετών. Οι Ναζί κατέλαβαν την πόλη όταν ήταν 16 ετών και έπειτα από ένα σύντομο χρονικό διάστημα που έμειναν στο εκεί γκέτο, όλοι οι δικοί του άνθρωποι – η μητέρα του, η γιαγιά του, η αδερφή του και η κοπέλα του – δολοφονήθηκαν μαζί με άλλους 25.000 Εβραίους στο δάσος της Ρούμπουλα.

Το νεαρό τότε αγόρι και ο πατέρας του εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν ως σκλάβοι στα ναζιστικά εργοστάσια, μετά στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Σαλασπίλς, κοντά στη Ρίγα, για να καταλήξουν έπειτα από ένα δύσκολο ταξίδι με πλοίο στο Στούτχοφ στο Γκντανσκ και τελικώς στο στρατόπεδο του Μαγδεμβούργου στο Μπούχενβαλντ. Εκεί συμμετείχαν σε καταναγκαστικά έργα μέχρι την απελευθέρωση του στρατοπέδου. Μετά τον πόλεμο, ο Μπόρις απασχολήθηκε στο Αντικατασκοπικό Σώμα των Ηνωμένων Πολιτειών μέχρι να μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη.

Ελεύθερος πλέον πολίτης, ρίχτηκε με ορμή στην τέχνη χωρίς να έχει καλά καλά καλλιτεχνική εκπαίδευση. Αυτή η αυτοδίδακτη φύση της δουλειάς του αναδεικνύεται ως κεντρική ενότητα της έκθεσης και περιλαμβάνει μια σειρά σκίτσων που σκίστηκαν βίαια από τις σελίδες ενός σημειωματαρίου, πολλά από τα οποία, όπως λέει η επιμελήτρια Σάσα Σόφτνες στην εφημερίδα «Guardian», έμειναν ιδιωτικά για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Το σύνολο αυτό των ιδιαίτερων έργων περιλαμβάνει μέχρι και ένα σημείωμα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα λερωμένη με σάλτσα σόγιας. Οι εικόνες αυτές είναι ένα μείγμα εφηβικών του αναμνήσεων μαζί με τις ναζιστικές φρικαλεότητες που περιλαμβάνουν από φλεγόμενα κτίρια έως ένοπλα στρατεύματα και τον αναγκαστικό εκτοπισμό.

Σε αυτές εντοπίζονται πολλά επαναλαμβανόμενα θέματα όπως μακρόστενα μπράτσα στις ανθρώπινες φιγούρες (μπορεί να υποδηλώνουν τον χαιρετισμό του Χίτλερ αλλά κι ένα αγαπημένο του πρόσωπο που του απλώνει το χέρι για να το πλησιάσει), απρόσωποι άνδρες με ένα Χ χαραγμένο στην πλάτη τους και απόκοσμα δέντρα που στα κλαδιά τους περιλαμβάνουν κόμπους και μοιάζουν έτοιμα να βγάλουν κάποιον από μέσα τους.

Ακίνητα και μετοχές
Αυτά τα αλλόκοτα μοτίβα χαρακτήρισαν μάλλον και την ίδια τη ζωή του Λούρι. Αν και ζούσε σ’ ένα φτωχικό στούντιο με ποντίκια στο Ιστ Βίλατζ του Μανχάταν το οποίο περιέγραφε ο ίδιος ως «το υποκατάστατό μου στη Νέα Υόρκη του γκέτο της Ρίγας», στο τέλος του βίου του ήταν εξαιρετικά πλούσιος. Τα περισσότερα χρήματά του προήλθαν από επενδύσεις που είχε κάνει σε ακίνητα στη Νέα Υόρκη. Ανάμεσα στα κτίρια που είχε υπό την κατοχή του ήταν κι ένα μερίδιο Ansonia, ενός πολυτελούς συγκροτήματος κατοικιών στο Απερ Γουέστ Σάιντ, το οποίο φιλοξενούσε στο υπόγειό του τα θρυλικά Continental Baths. Σημαντικά εισοδήματα είχε επίσης ο καλλιτέχνης από μετοχές στο χρηματιστήριο, με προτίμηση στις εταιρείες τεχνολογίας κινητών τηλεφώνων, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στις αγορές του Τρίτου Κόσμου.

Αν και οι επενδυτικές του κινήσεις ήταν εξαιρετικά επιτυχημένες, οι καλλιτεχνικές του ήταν μάλλον αμφισβητήσιμες αφού σε όλη του τη ζωή ο Λούρι δεν πούλησε ούτε έναν πίνακα. Μάλιστα, όταν βρισκόταν κοντά σε κάποια συμφωνία με υποψήφιο αγοραστή, τον αποθάρρυνε, καταλήγοντας να χαλάσει τα πάντα.

Προτιμούσε να κοιμάται την ημέρα και να δουλεύει τη νύχτα, ξαναζώντας μ’ έναν τρόπο την καθημερινότητά του στο Μπούχενβαλντ, όπως εικάζουν οι φίλοι του. «Αυτή η έκθεση πραγματικά εξετάζει την καταστροφική συναισθηματική του ζωή και το πώς υπήρχε στον κόσμο – όλα αναπόφευκτα επηρεασμένα από το τραύμα του», σχολίασε η επιμελήτρια της έκθεσης Σάρα Σόφτνες.

Αν το φαινόμενο Μπόρις Λούρι θα βρει τη θέση που του αξίζει στη βιομηχανία της τέχνης, μένει ακόμα να φανεί. Γι’ αυτό άλλωστε ιδρύθηκε το 2009 το ίδρυμα που φέρει το όνομά του, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, για να συμβάλει στη διάδοση του έργου του αλλά κυρίως της ιστορίας του. Το σίγουρο είναι πως και τα δύο αξίζουν ένα φως που θα τα βγάλει από το σκοτάδι.

 

Πηγή:in.gr