Ζήτησα από την φιλόλογο, συγγραφέα και ραδιοφωνική παραγωγό Αντωνία Βαρμάζη, να μας γράψει ένα κείμενο για το blog μου («Είμαι Χήρα – Έχω Φωνή»), με θέμα: «Η χήρα στην Ελληνική λογοτεχνία». Θα διαβάσετε παρακάτω τις σκέψεις της Αντωνίας πάνω στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, με τίτλο: «Το μοιρολόι της Φώκιας».

Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1908 και θεωρείται από τα ωραιότερα έργα του συγγραφέα.

Ήρωες είναι η γριά χήρα Λούκαινα, με τον μόνιμο πόνο της απώλειας, ο βοσκός με τον αυλό του και η φώκια με το μοιρολόι της.

Η ιστορία είναι συγκινητική και μπορεί να χρειαστεί να σταθείς περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται στο συγκινητικό κομμάτι της.

Ωστόσο, μέσα από όλον αυτόν τον θρήνο, ο συγγραφέας κατάφερε να δώσει μία πνοή ελπίδας με τον βοσκό να παίζει τον αυλό του, το σημερινό φλάουτο και κλαρινέτο, δηλαδή. Αυτό, που χρησιμοποιούσαν στις διάφορες γιορτές και στους αγώνες.

Αισιόδοξο μου φαίνεται εμένα και έτσι το μεταφράζω.

Κάπως έτσι, βλέπω και τον θάνατο με τη ζωή να βαδίζουν μαζί στο ίδιο μονοπάτι. Δεν μπορώ να σταθώ μόνο στον θάνατο και να παραβλέψω τη ζωή και τους ποικίλους τρόπους, με τους οποίους αυτή εκφράζεται στην καθημερινότητά μας.

Σπουδαίος είναι και ο ρόλος της φώκιας στην ιστορία, η οποία κολυμπάει και λικνίζεται στα κύματα με τη μουσική του αυλού.

Η ζωή σε όλο της το μεγαλείο!

Η φώκια τραγουδάει με το μοιρολόι της, ακόμη και στο πνιγμένο παιδί, που τυχαίνει να είναι η εγγονή της ηρωίδας.

Πιστεύω, ότι ο Παπαδιαμάντης διάλεξε το συγκεκριμένο ζώο, γιατί η φώκια είναι δυνατή, μπορεί να κολυμπήσει τεράστιες αποστάσεις, μπαίνει στα βάθη της θάλασσας για να βρει τροφή και ζει πολλά χρόνια.

Η δύναμη, λοιπόν, της ζωής, που δεν σταματάει ποτέ.

Και εμείς, συνεχίζουμε μέσα σ’ αυτήν την αντίθεση, να διαμορφώνουμε τη ζωή μας, ψάχνοντας και βρίσκοντας το αντίδοτο στο κάθε μας πρόβλημα.

Πολύ απλά, η Ελληνίδα χήρα, μια ταλαιπωρημένη περσόνα, με θέληση για ζωή. Στο ένα χέρι κρατάει τον θάνατο (τον πόνο, την απώλεια, τη θλίψη). Στο άλλο χέρι κρατάει τη ζωή (το τραγούδι, τη θάλασσα με τα κύματά της, τον χορό).

Η Ελληνίδα χήρα, μία γυναίκα, όπως όλες οι άλλες γυναίκες του κόσμου.

Διαβάστε παρακάτω το κείμενο της Αντωνίας Βαρμάζη:

 

Η λογοτεχνία είναι λέξη γένους θηλυκού. Ακόμα και το Η έχει μια μεγαλοπρέπεια και μια αριστοκρατική χροιά. Η λέξη “χήρα” επιπροσθέτως αποκαλύπτει και μια βαρύνουσα σημασία που συνάδει με την λέξη “χρέος”. Η “χήρα”, λοιπόν, στην λογοτεχνία ακολουθεί πιστά ένα συγκεκριμένο μοτίβο που επαναλαμβάνεται προσδιορίζοντας την προκαθορισμένη πορεία της ζωής της γυναίκας που μαθαίνει να ζει με την απώλεια του συζύγου της, αποτίοντας ως βασικό φόρο τιμής το μαύρο χρώμα.

Με αφορμή το κείμενο που δίδαξα στο μάθημα της Λογοτεχνίας στο ΓΕΛ Κονταριώτισσας και συγκεκριμένα το “Μοιρολόι της Φώκιας”, διεξήγαγα ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία αφού συνέκρινα και με άλλες ηρωίδες, “χήρες” ηρωίδες, παρατήρησα ότι ταυτίζονται.

Η διαφοροποίηση έγκειται κυρίως στον χαρακτήρα της εκάστοτε ηρωίδας ως απόρροια κοινωνικών και πολιτισμικών προεκτάσεων με βάση την εποχή και τις αντιλήψεις που την συνοδεύουν.
Οι χήρες δεν είναι όμορφες. Όχι δεν ήταν στο παρελθόν. Δεν είναι στο παρόν. Ο φόβος της συγγραφικής πένας να αποδώσει την ομορφιά μιας χήρας, νομίζω ότι είναι σπάνιος, εάν υπάρχει.

Η χήρα είναι “μαυροφορεμένη”. Συνήθως οι σκηνές που περιγράφονται ενδελεχώς αποδέχονται αναντίρρητα την παρουσία της στα μνήματα, αποδίδοντας το “χρέος”, αλλά και το κήδος στον σύζυγο και πατέρα.
Η δεύτερη οπτική εικόνα της “χήρας” στη λογοτεχνία αφορά την ενασχόλησή της με τα τέκνα, έχοντας παράλληλα τον πλήρως επιφορτισμένο ρόλο της νοικοκυράς που ξυπνά πρώτη και κοιμάται τελευταία.

Η γριά-Λούκαινα είναι χήρα πρωταγωνίστρια στο “Μοιρολόι της Φώκιας”.” Ήτο χαροκαμένη, πτωχή γραία και την παρακολουθούμε να κατευθύνεται στο Ποτάμι για να πλύνει τα ρούχα και μετά να τα ξεπλύνει εκεί όπου δακρύζει από τον βράχο η βρύση Γλυφονέρι”.

Η χήρα της λογοτεχνίας ταυτίζεται λαογραφικά με το “μοιρολόι”. Εκεί εκφράζει τον πόνο της, την δυστυχία της, την ανάκληση μνήμης και την φλόγα που κρατά αυτές τις οδυνηρές στιγμές ζωντανά.

Οι χήρες, ομολογουμένως, ζουν με πόνο, ζουν τον πόνο, ώσπου να κλείσουν τα μάτια τους και να αποχαιρετήσουν τον κόσμο.
Η δικιά μας χήρα είναι συνάμα και τραγική πρωταγωνίστρια. Έχει θάψει πέντε παιδιά και τελευταίο τον άντρα της, στο “αλώνι του χάρου”, στον “κήπο της φθοράς”.

Η περιγραφή του κοιμητηρίου είναι συγκλονιστική, καθώς έχει, εκεί κοντά τους ανθρώπους της, αλλά η εικόνα εξακολουθεί να είναι μακάβρια.

Γι’ αυτό πολλές φορές σε εικόνες τόσο θλιβερές, φλερτάρει αντιφατικά πλάι στο θάνατο, η ζωή, και συγκεκριμένα στη δική μας νουβέλα, αυλητής.

Μια τρίτη οπτική της “χήρας” στη λογοτεχνία είναι το γεγονός ότι είναι καταδικασμένη να παραμένει τραγική φιγούρα σ’ όλη την διάρκεια της ζωής της. Γ’ αυτό η γριά-Λύκαινα σ’ εκείνο το ποτάμι θα γευτεί, εν αγνοία της, ακόμα μια απώλεια, της εγγονής “Ακριβούλας”, η οποία τόσο πολύ αγαπούσε την γιαγιά της που έφυγε κρυφά για να την συναντήσει.
Η θλιβερή ιστορία διασώζεται όπως μας διδάσκει ο Παπαδιαμάντης από το “Μοιρολόι της Φώκιας” και μεταφράστηκε από έναν ψαρά.

Επομένως, αν θέλουμε να σκιαγραφήσουμε την “χήρα” της λογοτεχνίας, και δη, της Ελληνικής, θα εστιάζουμε στην τραγική ύπαρξη της μαυροφορεμένης γυναίκας σ’ ένα χαροχρόνο δίχως αίσιο τέλος. Είναι καταδικασμένη να ζει με νεκρές αναμνήσεις, που ματώνει για να μην βοήσουν, και όσο εκείνη ματώνει και τα μάτια της γίνονται ποτάμι με ένα ακραίο αντιφατικό τρόπο ξεπηδά η φλόγα από τη ματιά της, που κρατά τις αναμνήσεις ζωντανές.

 

Η Νένα Μεϊμάρη ήταν επί χρόνια εκπαιδευτικός με πλούσιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο σε δημόσιο σχολείο της Βοστώνης. Συνταξιούχος, πλέον, ασχολείται με την αρθρογραφία και τον εθελοντισμό. Πρόσφατα δημιούργησε το πρώτο blog για χήρες και στήριξη αυτών με τίτλο Είμαι Χήρα – Έχω Φωνή και ολοκλήρωσε το πρώτο της βιβλίο Σου γράφω γιατί υπάρχεις.