Νένα Μειμάρη: Η Γυναικεία Παρουσία στην Επαναστατημένη Ελλάδα!
Συνέντευξη της Ρένας Καμπερίδου στη Νένα Μεϊμάρη*
Η καθηγήτρια Ρένα Καμπερίδου μας ενημερώνει για τον ρόλο των γυναικών και την ιδιαίτερη προσφορά τους στην Ελληνική Επανάσταση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά της στην πόλη της Κατερίνης και της γύρω περιοχής. Η έρευνά της κατέληξε με την έκδοση του βιβλίου της Επιτέλους αναπνέω ελεύθερη! Γυναικείες Μαρτυρίες, ένα ουσιώδες πόνημα, το οποίο εξυμνεί την γυναικεία περιήγηση και αποτελεί μια μορφή πολιτισμικής ελευθερίας, ειδικά για την εποχή εκείνη.
Οι σημαντικές πληροφορίες που μας δίνει η κ. Καμπερίδου, ανοίγουν τους ορίζοντές μας σε μια καθαρά ανδροκρατούμενη εποχή και μας διδάσκουν για ακόμα μια φορά ότι η «Ελευθερία» δεν έχει γεωγραφικά όρια, ούτε γένος, ούτε ηλικία, ούτε εθνικότητα, ούτε και χρόνο. Παραμένει μία βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί μέσα από την καθημερινότητά του.
Προσωπικά ευχαριστώ την καθηγήτρια και φίλη Ρένα Καμπερίδου για την πολύτιμη συνέντευξη, για το βιβλίο που μας χαρίζει και για την αξιόλογη δουλειά της πάνω σε ένα αντικείμενο για το οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά.
Η κ. Καμπερίδου γράφει:
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ: ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΡΙΏΝ
Ειρήνη Καμπερίδου, Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας
Μέλος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων και Καταπολέμησης των Διακρίσεων
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Χιλιάδες Ευρωπαίες και Αμερικανίδες φιλελληνίδες και λόγιες γυναίκες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τη στήριξη και υποστήριξή τους στην Ελληνική Επανάσταση, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνισμού: ενεργούσαν για τη συγκέντρωση χρημάτων, εθελοντών, εθελοντριών, τροφίμων, φαρμάκων και ρουχισμού, ασκώντας επιρροή και στους κοινωνικοοικονομικούς τους κύκλους. Στα έργα τους παρατηρείται μια ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση όσον αφορά στο θέμα της υποδούλωσης και του εξανδραποδισμού, από τον Τουρκικό ζυγό, αυτών που αποκαλούσαν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, που συμβάλλει στην επικέντρωση του γυναικείου λόγου στο Ελληνικό στοιχείο, παρόλο που και άλλοι λαοί αγωνίσθηκαν και εκείνοι σκληρά για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Αντιπροσωπευτική ένδειξη αυτού του ρεύματος φιλελληνισμού αποτελεί η συνήθεια και καθιερωμένη τακτική της Πριγκίπισσας της Ουαλίας, Καρολίνας, μελλοντική Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, να αγοράζει σκλάβες από τα σκλαβοπάζαρα κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών της, να τις απελευθερώνει και να τις επιστρέφει στις οικογένειές τους.
Για παράδειγμα, στην Αθήνα, το 1816, η πριγκίπισσα της Ουαλίας, Καρολίνα, αγόρασε τρεις Ελληνίδες σκλάβες και τις απελευθέρωσε. Προίκισε τις δύο, οι οποίες παντρεύθηκαν λίγο αργότερα, αλλά η τρίτη σκοτώθηκε το 1824 στη σφαγή του Μεσολογγίου. Στο σκλαβοπάζαρο του Καΐρου το 1816 αγόρασε και απελευθέρωσε έξι σκλάβες, και στην Τυνησία απελευθέρωσε 100 σκλάβους (άνδρες και γυναίκες). Επίσης, απελευθέρωσε 300 Έλληνες, οι οποίοι είχαν φυλακιστεί για πολλά χρόνια από τις Τουρκικές αρχές για χρέη. Πλήρωσε τα χρέη των 300 και τους απελευθέρωσε.
Επίσης, μαθαίνουμε ότι ένα χρόνο μετά τη Σφαγή της Κάσου, το 1825, 22 Ελληνίδες, κυρίως από τα νησιά του Αρχιπελάγους, όπως την Ύδρα και τη Χίο, καθώς και από την Αθήνα, τα Σάλωνα και την Λιβαδειά, συντάσσουν επιστολή που απευθύνεται σε Ευρωπαίες φιλελληνίδες— συγκεκριμένα στους «Φιλέλληνες του Φύλου Tους στην Υπόλοιπη Ευρώπη που έχουν κλάψει για τη Δυστυχία τους»— στην οποία δηλώνουν ότι προτιμούν να πεθάνουν, παρά να γίνουν σκλάβες των Τούρκων.
Σε εποχές που η περιήγηση θεωρούταν μία κατ’ εξοχήν ανδρική εμπειρία, χιλιάδες περιηγήτριες—Αγγλίδες, Γαλλίδες, Γερμανίδες, Σουηδέζες, Ελβετίδες, Αυστριακές και Αμερικανίδες— εξερευνούσαν, ζούσαν ως μόνιμοι κάτοικοι, εργάζονταν ή υπηρετούσαν ως εθελόντριες, ιεραπόστολοι, εκπαιδευτικοί, νοσοκόμες, ζωγράφοι, γκουβερνάντες, υπηρέτριες, συνοδοί γυναικών της δυτικής ελίτ ή της Οθωμανικής ελίτ σε περιοχές που θεωρούνταν, κατά τις μαρτυρίες τους, βάρβαρες και επικίνδυνες για το γυναικείο φύλο, όπως η Μικρά Ασία, ο Πόντος, η Κύπρος, η Ελλάδα, ακόμα και η Κατερίνη.
Στην Κατερίνη;
Ναι, την Κατερίνη επισκέφτηκαν το 1870 η συγγραφέας Agnes Smith, η αδελφή της Violet Smith και η φίλη τους Edith. Οι τρεις ανύπαντρες Αγγλίδες, «κατέπληξαν» το κοινωνικό τους περιβάλλον όταν ανακοίνωσαν ότι θα ταξιδέψουν στην Ανατολή για ένα χρόνο «μόνες» και ασυνόδευτες (χωρίς ανδρική συνοδεία), πολύ τολμηρό για την εποχή. Οι τρεις περιηγήτριες επισκέφτηκαν, εκτός από την Κατερίνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, την Έφεσο, την Κύπρο, και την Ρόδο (Glimpses of Greek Life and Scenery, 1884).
Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι το φαινόμενο της γυναικείας περιήγησης στην Οθωμανική επικράτεια, που σημείωσε σημαντική αύξηση τον 19ο αιώνα, ήταν μία καινοτομία, μία απελευθερωτική εμπειρία, μία πολιτισμικού χαρακτήρα έκφρασης ελευθερίας, ιδιαίτερα αντιληπτό αν λάβουμε υπόψη ότι η δυτική κοινωνία κατέκρινε την γυναικεία περιήγηση ή το ταξίδι εκτός Ευρώπης και περιόριζε την γυναικεία δραστηριότητα στη δική της έμφυλη σφαίρα και έμφυλα σύνορα.
Στην Κατερίνη βρέθηκαν και οι Αγγλίδες Edith Payne και Isabel Armstrong το 1892. Οι δυο γυναίκες επισκέφτηκαν και την κοιλάδα των Τεμπών, τον Όλυμπο, την Αγία Τριάς, τον Άγιο Στέφανο, τον Βόλο, τη Λάρισα, τα Μετέωρα, την Πάτρα, την Κόρινθο, το Σούνιο, το Ναύπλιο, τις Μυκήνες, το Λαύριο και την Χαλκίδα (Two Roving Englishwomen in Greece, 1893).
Πώς άρχισε αυτή η έρευνα και πού την βασίσατε;
Η έρευνά μου βασίστηκε σε πρωτότυπο αρχειακό υλικό. Από το 1997 μέχρι το 2021, εντόπισα και εξέτασα τα έργα 252 δυτικών περιηγητριών του 17ου, 18ου, 19ου και αρχές 20ου αιώνα (περίπου 670 έργα, ταξιδιωτικά χρονικά, άρθρα, επιστολές), τα οποία με οδήγησαν στην εύρεση/στα ονόματα τουλάχιστον 7.000 δυτικών περιηγητριών. Δηλαδή, στα έργα των 252 περιηγητριών αναφέρονται τουλάχιστον 7.000 άλλες δυτικές περιηγήτριες.
Αρχικά, η έρευνα ξεκίνησε το 1997 και ολοκληρώθηκε ως διδακτορική διατριβή το 2002 με τις μαρτυρίες 110 περιηγητριών. Στη συνέχεια στην έκδοση του βιβλίου μου το 2014 με τίτλο Επιτέλους αναπνέω ελεύθερη! Γυναικείες Μαρτυρίες συμπεριλαμβάνω τις μαρτυρίες 240 περιηγητριών.
Ακολούθως, ολοκλήρωσα και σταμάτησα την αναζήτηση το έτος 2021 με τις μαρτυρίες 252 περιηγητριών. Εδώ οφείλω να αναφέρω επίσης, ότι από τα 2.500.000 περιηγητικά έργα που βρίσκονταν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βοστώνης θα μπορούσε να συγκροτηθεί κατάλογος με τα ονόματα τουλάχιστον 3.000 άλλων περιηγητριών. Γίνεται φανερό, ότι η σύγχρονη έρευνα δεν έχει δείξει το απαραίτητο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό, την καταγραφή και τη μελέτη της γυναικείας περιήγησης, παρ’ όλο που ήταν τόσο μεγάλη!
Ποια είναι η θεματολογία που εντοπίσατε μέσα από τα διάφορα ντοκουμέντα που επεξεργαστήκατε; Μπορείτε να μας δώσετε παραδείγματα;
Οι επιτόπιες μαρτυρίες των περιηγητριών μας παρέχουν μια έμφυλη διάσταση—μια γυναικεία οπτική και προσέγγιση—της Οθωμανικής κοινωνίας, και ειδικά για την καθημερινή ζωή και θέση της γυναίκας (Ελληνίδας, Αρμένισσας, Εβραίας, έγκλειστης σε χαρέμι εξισλαμισμένης σκλάβας, ελεύθερης μουσουλμάνας, κ.ά.).
Οι περιηγήτριες, από τον 18ο αιώνα, επεξεργάζονται με περίσσια λεπτομέρεια, τη νομική και κοινωνική θέση της γυναίκας στο Ισλάμ και την καθημερινή ζωή στο χαρέμι. Εξετάζουν επίσης τον εκφοβισμό, τις καθημερινές άνομες πράξεις, τις λεηλασίες, τις προσβολές και την τρομοκρατία που υπέστησαν, όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά γενικότερα όλοι οι υποτελείς μη-μουσουλμάνοι υπήκοοι της οθωμανικής επικράτειας, όπως οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι.
Μαθαίνουμε, χάρη στις γυναίκειες μαρτυρίες του 18ου και 19ου αιώνα για τις φυλετικο-χρωματικές διακρίσεις, «ένα είδος φυλετικού διαχωρισμού» που επιβάλλονταν δια νόμου ή με άτυπες απαγορεύσεις στους Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους της Οθωμανικής επικράτειας, σχετικά με τα χρώματα των ενδυμάτων και υποδημάτων τους, και όχι μόνο. Χρωματολογικές διακρίσεις επιβάλλονταν και στις οικίες των υποτελών λαών ή των μη-μουσουλμάνων γενικότερα.
Λόγου χάρη, παρατηρείται ότι οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να φορούν μαύρα υποδήματα, σε αντίθεση με τα πολύχρωμα των Τούρκων, και εξαναγκάζονταν να βάφουν τις οικίες τους με σκούρα χρώματα, όπως το καφέ. Απαγόρευαν, επίσης, στους Έλληνες, στους Αρμένιους και στους Εβραίους να φορούν το πράσινο χρώμα, επειδή εθεωρείτο ιερό: το χρώμα του Προφήτη.
Όσον αφορά στις χρωματολογικές διακρίσεις, οι ανοιχτόχρωμες και φωτεινές βαμμένες οικίες ανήκαν μόνο στους Τούρκους. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι ήταν υποχρεωμένοι να βάφουν τις οικίες τους με καφέ χρώμα και οι Εβραίοι με μαύρο.
Επίσης, τα έργα, τα ταξιδιωτικά χρονικά, τα προσωπικά ημερολόγια και οι επιστολές των δυτικών περιηγητριών, που επικεντρώνονται στους διωγμούς, τις γενοκτονίες, τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σε σύγκριση με εκείνα των περιηγητών— και μας προσφέρουν ένα ανεξερεύνητο και πρωτότυπο υλικό, και μία γυναικεία οπτική και προσέγγιση της Οσμανικής κοινωνίας.
Ποιο ήταν το κίνητρο που έφερε αυτές τις γυναίκες αντιμέτωπες με την Ελληνική σκλαβιά; Τι τους συγκίνησε; Γιατί αφιέρωσαν τον προσωπικό τους χρόνο, τα οικονομικά τους και, κατά κάποιον τρόπο, την ασφάλειά τους για να περιεργαστούν και να καταγράψουν με λεπτομέρειες τα διάφορα γεγονότα;
Οι περιηγήτριες, και ιδιαίτερα εκείνες του 19ου αιώνα, ήταν επηρεασμένες από τον «Ελληνικό Πυρετό» (βλ. Greek Fever στον Larrabee 1957), δηλαδή το μεγάλο φιλελληνικό ρεύμα της εποχής: τον ρομαντισμό και την εξιδανίκευση για την Ελλάδα, που, κατά την εκτίμησή τους, υπήρξε η κοιτίδα του πολιτισμού, της δημοκρατίας, των αρχαίων φιλοσόφων, του Ομήρου και των απογόνων των Αρχαίων, οι οποίοι είχαν καταφέρει μετά από 400 χρόνια δουλείας να διατηρήσουν την εθνική τους συνείδηση και την εθνική τους ταυτότητα και να εξεγερθούν.
Έτσι, ευαισθητοποιημένοι, οι δυτικοί, πέραν της αποστολής οικονομικής βοήθειας στον υπόδουλο Ελληνισμό, έφταναν και οι ίδιοι, χιλιάδες γυναίκες και άνδρες, για να βοηθήσουν και να συμμετάσχουν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Ελληνισμού κατά του Τουρκικού ζυγού.
Διακρίνουμε αυτόν τον φιλελληνικό πυρετό στα έργα της Dora d’Istria, διεθνώς διακεκριμένη στην εποχή της συγγραφέας και φιλελληνίδα, η οποία επικεντρώνει την προσοχή της στο πατριωτικό και εθνικό πνεύμα των Ελληνίδων.
Η Dora d’Istria γράφει ότι οι Ελληνίδες συμμετείχαν ενεργά στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να γίνουν σκλάβες των Τούρκων. Σε άλλο έργο της εστιάζει στις Σουλιώτισσες, τις γυναίκες του Μεσολογγίου, τις γυναίκες των Κλεφτών, και την Μαντώ Μαυρογένους. Στις Σπέτσες, η Dora d’Istria επισκέφθηκε την οικία και τους απογόνους της Μπουμπουλίνας.
Η Αγγλίδα γκουβερνάντα και συγγραφέας Frances Maclellan, που έζησε στην Κέρκυρα από το 1834-1835, περιγράφει το πατριωτικό και εθνικό πνεύμα των Ελληνίδων, και επικεντρώνεται στις Σουλιώτισσες, υπογραμμίζοντας ότι απολάμβανε να διηγείται τις ιστορίες αυτών των γενναίων γυναικών στις Αγγλίδες κυρίες που ζούσαν μέσα στην άνεση και στην ασφάλεια των σπιτιών τους.
Μαθαίνουμε ότι σκλάβες, για τα χαρέμια παρείχε στους Οθωμανούς Τούρκους ο διάσπαρτος ανά την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπόδουλος Ελληνισμός, όπως η Χίος, η Κρήτη, η Κάσσος, η Εύβοια και τα Ψαρά. Ελληνίδες που επέζησαν, μετά τη Μεγάλη Σφαγή της Χίου, σύρθηκαν στην δουλεία και έγραφαν σε φίλους και συγγενείς, εκλιπαρώντας οικονομική βοήθεια για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους: «Χρειάζομαι δύο χιλιάδες γρόσια για να απελευθερωθώ… μη μ’ αφήσετε στα χέρια των βαρβάρων. Για όνομα του Θεού, σώστε με» γράφει μια Χιώτισσα το 1822.
Η Celine (Countess Stephano), που επέστρεψε στη Χίο το 1827, πέντε χρόνια μετά την Σφαγή, γράφει:
«Αλίμονο! Κακότυχη χώρα! Πέντε χρόνια αργότερα, ήταν η μοίρα σου να πέσεις κάτω από το βάρβαρο χαντζάρι του Τούρκου, ενώ οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις παρακολουθούσαν ασυγκίνητες. Θυσιάστηκες εν ψυχρώ στο βωμό της πολιτικής ισορροπίας και αφέθηκες να καταστραφείς, παρά τον ευγενή πατριωτισμό των ηρωικών παιδιών σου. Ο Ισλαμισμός, αυτή η ανωμαλία στον πολιτισμό του σύγχρονου καιρού, είναι αδυσώπητος, και το μολυβένιο του χαντζάρι καταστέλλει την μεγαλοφυΐα του πιο ευγενικού έθνους πάνω στην γη. Η κατακτημένη Ελλάδα συνήθισε το ζυγό της δουλείας και η πρόσφατη απελευθέρωσή της δεν θα την επαναφέρει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, στην κατάσταση που βρισκόταν πριν τη βάρβαρη κυριαρχία των Τούρκων. Όταν επισκέφθηκα ξανά τον τόπο, όπου αναπαύεται η μητέρα μου και όπου ομιλείτο η γλώσσα των προγόνων μου… η γενέτειρά μου, η δύστυχη Χίος αιμορραγούσε ακόμα από τις πληγές που προκάλεσε ο σκληρός κατακτητής … Από την γη αυτή, που ποτίσθηκε με το αίμα των παιδιών της, η Χίος προμηθεύει λιβάνια για τους ναούς των κατακτητών της, οι οποίοι, μέσα στην άγρια οργή τους, αφάνισαν τα θύματά τους χωρίς σεβασμό, όσον αφορά το φύλο και την ηλικία».
Η Αμερικανίδα ιεραπόστολος Emma Raymond Pitman παρατηρεί ότι «Οι επαρχίες της Ελλάδος, ακόμα και τώρα [το 1881], βρίσκονται κάτω από την φτέρνα ενός κατακτητή και είναι ανυπόμονες και ανήσυχες. Η Τουρκική καταπίεση αντιτίθεται στον Ελληνικό πολιτισμό. Τα δύο δεν μπορούν να συγχωνευτούν, όσο δεν μπορούν να συγχωνευτούν το σκότος και το φως. Οι σύγχρονοι αναγνώστες, που δεν γνωρίζουν αρχαία ιστορία, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ένα εξαιρετικά μεγάλο κομμάτι της Τουρκικής Αυτοκρατορίας κάποτε ανήκε στην Ελλάδα».
Καταγγέλλοντας, στην συνέχεια, την επικρατούσα «Τούρκικη αναρχία» και «τον εξευτελισμό» των υποτελών λαών, η Αμερικανίδα ιεραπόστολος συμπεραίνει ότι οι Έλληνες κατέχουν την παιδεία, είναι αρκετά μορφωμένοι και αγαπούν πολύ την ελευθερία για να υποστούν, με υπομονή, την απάνθρωπη καταπίεση των Τούρκων και την κακοδιοίκηση της χώρας τους.
Η Fanny Janet Blunt, κόρη του Άγγλου Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα σύζυγος του Άγγλου Πρέσβη στην Θεσσαλονίκη, γράφει: «Ο χρόνος θα έρθει που μία έβδομη μεγάλη δύναμη θα αναστηθεί στην Ευρώπη, όταν οι Έλληνες θα κυβερνήσουν ξανά στο Βυζάντιο, και η Ευρώπη θα ξέρει ότι το όνομα Έλληνες (Hellenes) είναι ακόμα ιερό».
Διακρίνουμε τον φιλελληνισμό στα έργα τον περιηγητριών από τον 17ο αιώνα. Για παράδειγμα, ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων περιγράφει τους Έλληνες η Σουηδέζα περιηγήτρια Anna Akerhjelm, η οποία συνόδευε, ως κυρία επί των τιμών τη σύζυγο του Count Otto Guillaume Koenisgsmaark και τον ίδιο στις εκστρατείες του. Οι δύο γυναίκες υπήρξαν μάρτυρες της κατάληψης και πολιορκίας της Αθήνας από τους Βενετούς, της καταστροφής του ναού της Αθηνάς το 1687, και της πολιορκίας του Νεγρεπόντη το 1688.
Σχετικά με την πολιορκία της Χαλκίδας (του Νεγρεπόντη), η Σουηδέζα περιηγήτρια περιγράφει τη μάχη, την οποία παρακολούθησε από το κατάστρωμα του πλοίου, και μαθαίνουμε ότι 1000 Τούρκοι σκοτώθηκαν, 300 χριστιανοί υπέκυψαν, και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν. Ο πρίγκιπας Harcourt τραυματίστηκε στο χέρι, ο κόμης Waldeck, καθώς και «πολλοί άλλοι γενναίοι αξιωματικοί» σκοτώθηκαν. Άλλοι έπεσαν θύματα των θανατηφόρων ασθενειών, και οι περισσότεροι πέθαιναν από αυτές τις ασθένειες, παρά από τα πυρά των Τούρκων. Η πλειονότητα των πριγκίπων και των στρατιωτών, που είχαν επιβιώσει, ήταν άρρωστοι ή τραυματισμένοι.
Αναλυτικότερα, η Σουηδέζα περιηγήτρια Anna Mansdotter Agriconia, αργότερα γνωστή ως Anna Akerhjelm (1842-1688), μια «κόρη λογία» της Σουηδίας, συνόδευε τη φίλη της Miss Catharina Charlotta de la Gardie ή Kathryn Carlotta (από το 1682 σύζυγο του κόμη Field Marshal Count Otto Guillaume Koenisgsmaark) στις περιηγήσεις της στη Βενετία και στην υπόδουλη Ελλάδα (Εύβοια, Μοριά, Αθήνα, Ζάκυνθο, Πόρο).
Οι δύο γυναίκες ακολούθησαν τον κόμη, διοικητή των μισθοφόρων της στρατιάς, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Φρ. Μοροζίνι στο Μοριά, κατά την κατάληψη και πολιορκία της Αθήνας (1687) και κατά την πολιορκία της Χαλκίδας (1688). Σώζονται τέσσερις επιστολές της Σουηδέζας περιηγήτριας, μία από τη Ζάκυνθο (18, Δεκ. 1686), μία από την Αθήνα (Οκτ. 1687), μία από τον Πόρο (χωρίς ημερομηνία), δύο από τον πορθμό της Ευβοίας (7 Αυγ. και 3 Σεπτ. 1688), καθώς και ένα ημερολόγιο με ολόκληρο το έργο της για την Ελλάδα.
Όσον αφορά στη μάχη και την πολιορκία του λιμανιού της Χαλκίδας, σε δύο επιστολές της, η Σουηδέζα περιηγήτρια σημειώνει ότι υπήρχε στο κανάλι, από την άλλη πλευρά του βουνού, ένα κάστρο, που κυριαρχούσε στην πόλη της Χαλκίδος, το οποίο οι Τούρκοι ονόμαζαν Καράμπαμπα, που σημαίνει μαύρος πατέρας και στην συνέχεια περιγράφει τη μάχη, την οποία παρακολούθησε από το κατάστρωμα του πλοίου: στην πολιορκία έλαβαν χώρα, μεταξύ άλλων, συνεχείς βομβαρδισμοί, ενώ ο στρατός τους βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, επειδή οι περισσότεροι στρατιώτες, οι στρατηγοί, ο ίδιος ο κόμης Koenisgsmaark και οι ιππότες της Μάλτας είχαν προσβληθεί από ασθένειες και έντονους πυρετούς. Στη δεύτερη επιστολή της, η περιηγήτρια πληροφορεί τον αδελφό της ότι ο κόμης Koenisgsmaark, ο οποίος είχε προσβληθεί έντεκα φορές από έντονους και υψηλούς πυρετούς, είχε τελικά αναρρώσει .
Ακόμα και σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως επισημαίνει η Akerhjelm, ο στρατός προσπαθούσε αδιάκοπα να πλησιάσει την πόλη και το κατάφερε, ενώ οι Τούρκοι τρέπονταν σε φυγή κάθε βράδυ. Επισημαίνει ότι οι Τούρκοι λιποτακτούσαν και παραδίδονταν στον εχθρό τους, στον ενετικό στρατό, «λέγοντας ότι δεν ήταν ευχαριστημένοι με την κατάστασή τους, ότι οι στρατιώτες τους είχαν μήνες να πληρωθούν και ότι ενισχύσεις είχαν φτάσει στο Καράμπαμπα, τις οποίες είχαν ήδη εντοπίσει οι δικοί μας, αλλά είχαν φύγει ξανά και ότι τα όπλα μας τους είχαν κάνει μεγάλη ζημιά».
Μιλήστε μας για τις διάφορες ομάδες και αυτό που αντιπροσωπεύουν.
Κατέταξα τις περιηγήτριες σε τρεις ομάδες ή κατηγορίες. Στην πρώτη ομάδα/κατηγορία έχουμε γυναίκες βασιλικών οικογενειών: βασίλισσες, πριγκίπισσες, διάφορα μέλη της αριστοκρατικής ιεραρχίας και αυλής, όπως τις κυρίες επί των τιμών, ξεκινώντας από τον 17ο αιώνα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η μεσαία τάξη: συγγραφείς, ζωγράφοι γκουβερνάντες, φεμινίστριες, εξερευνήτριες, περιοδικά μόνιμες κατοίκους, κ.ά. Εδώ υπάρχει σημαντική αύξηση της γυναικείας περιήγησης τον 19ο αιώνα με την εφεύρεση και εξέλιξη της ατμομηχανής που έκανε το ταξίδι πιο οικονομικό.
Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι γυναίκες που δηλώνουνε έναν κοινωνικό ή θρησκευτικό σκοπό για το ταξίδι τους, όπως το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εδώ κατατάσσω τους εκπαιδευτικούς και τις χιλιάδες εθελόντριες κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1953-1856), όπως οι εθελόντριες νοσοκόμες, φιλάνθρωποι και ιεραπόστολοι.
Πώς περιγράφουν τους Έλληνες οι περιηγητές; Ποιες είναι οι αντιλήψεις τους για τον σκλαβωμένο Ελληνισμό;
Περιγράφουν τους Έλληνες ως «παλικάρια» (palikarism, palikar), ως έναν ανυπότακτο λαό, με φιλότιμο (filotimo), με ιστορική μνήμη, ευγένεια, πατριωτικό πνεύμα, και κλίση για αντίσταση και εξέγερση.
Υπογραμμίζουν επανειλημμένα στα έργα τους και στις επιστολές τους ότι όλα τα σφάλματα και ελαττώματα των Ελλήνων οφείλονταν στην υποδούλωσή τους από τον Τουρκικό ζυγό. Για παράδειγμα, η Αγγλίδα ποιήτρια, συγγραφέας και ιεραπόστολος Martha Yeardly, το 1834, υποστηρίζει ότι τα σφάλματά των Ελλήνων οφείλονται στην κακοδιοίκηση των Τούρκων. Η Ελβετίδα περιηγήτρια Louise Demont, το 1816, υποστηρίζει ότι οφείλονται στο ζυγό της δουλείας, στο Τουρκικό ζυγό.
Και για τις Ελληνίδες τι λένε;
Οι περιηγήτριες διακρίνουν ότι o σύγχρονος Έλληνας— σε αντίθεση με τον Τούρκο— σέβεται τη Γυναίκα (woman-kind), σέβεται τη γυναικότητα (womanhood). Παρατηρούν επίσης, ότι οι Ελληνίδες δεν είχαν συμπεριφορά υποταγής και δουλοπρέπειας όπως οι Οθωμανίδες, οι Τουρκάλες.
Επανειλημμένα αναφέρουν ότι η Ελληνίδα πολεμούσε τους Τούρκους στο πλευρό του συζύγου της, του γιου της, του πατέρα της, και αντιστεκόταν και μόνη της. Η Αγγλίδα Fanny Blunt, που έζησε πάνω από 50 χρόνια στην Οθωμανική επικράτεια, διακρίνει ότι «οι αρετές των Ελληνίδων υπερέβαιναν τα ελαττώματά τους».
Οι δυτικές περιηγήτριες επισημαίνουν, επίσης, ότι οι Ελληνίδες συμμετείχαν στις κοινωνικές δραστηριότητες και τη ζωή της κοινότητάς τους. Κυκλοφορούσαν χωρίς το γιασμάκι και το φερετζέ, διψούσαν για μάθηση, ίππευαν άλογα και γαϊδούρια, κολυμπούσαν στη θάλασσα, εργάζονταν με τους άνδρες στα κτήματα, εργάζονταν στη χειροτεχνία και το εμπόριο, και χόρευαν: συμμετείχαν στις χορευτικές διαδικασίες, συμμετείχαν σε όλες τις γιορτές μαζί με τους άνδρες, σε αντίθεση με τις Τουρκάλες.
Ποιες άλλες περιγραφές έχετε εντοπίσει μέσα από τα κείμενα; Ποιες λεπτομέρειες μας δείχνουν τον τρόπο ζωής της σκλαβωμένης Ελλάδας;
Οι περιηγήτριες περιγράφουν τους χορούς και τα παιχνίδια στα πανηγύρια, στους γάμους, και γενικότερα σε όλες τις γιορτές, όπου, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους, συμμετείχαν και τα δύο φύλα.
Όσον αφορά στις χορευτικές διαδικασίες— τις κινητικές και μουσικές εκδηλώσεις των Ελλήνων— πραγματοποιούνταν ή εκτελούνταν μέσα στις οικίες τους, στις αυλές τους, στα προαύλια των εκκλησιών τους, στα νεκροταφεία τους, και στα πανηγύρια. Για τη «χορευτική μανία» των Ελλήνων της Σινώπης, το 1870, μας πληροφορεί η Αγγλίδα Annie Jane Harvey, υπογραμμίζοντας ότι οι Έλληνες της Σινώπης είχαν ένα πάθος και μια ακατανίκητη κλίση για το χορό.
Τι γράφει η Harvey, που βρισκόταν στη Σινώπη το 1870: «Ο χορός, εδώ, είναι μία τέλεια μανία (mania) για όλους τους Έλληνες όλων των ηλικιών και τάξεων… νέοι άνδρες και νέες γυναίκες, ηλικιωμένοι άνδρες και ηλικιωμένες γυναίκες, χορεύουν όλοι μαζί, κάθε βράδυ, με μία ζωηράδα και μία ακούραστη ευχαρίστηση, που ούτε η φτώχεια, ούτε η ηλικία μοιάζουν να μπορούν να εξαλείψουν. Συνεπώς, ο κύριος σκοπός τους στην κατασκευή των οικημάτων τους, είναι να έχουν μεγάλες αίθουσες χορού για χρήση τον χειμώνα», τουλάχιστον έτσι έκρινε, αυτή ήταν η εκτίμηση της Αγγλίδας περιηγήτριας.
Η Harvey εστιάζει το ενδιαφέρον της στη «χορευτική μανία» και «εξαιρετική καλή φύση και διάθεση» των Ελλήνων και Ελληνίδων της Σινώπης. Παρατηρεί ότι στη Σινώπη, το 1870, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών τάξεων, σε όλες τις εποχές του χρόνου, καθημερινά συμμετείχαν στην χορευτική διαδικασία.
Μας πληροφορεί στο έργο της, ότι στη διχοτομημένη (χωροταξικά) σε δύο συνοικίες Σινώπη, όπου στην μία κατοικούσαν οι Τούρκοι και στην άλλη οι Έλληνες: οι οικίες των Ελλήνων ήταν πολύ μεγάλες, πράγμα που την ξάφνιασε γιατί η Σινώπη ήταν μία φτωχή πόλη.
Υπογραμμίζει ότι μέσα σε αυτές τις οικίες ζούσαν μαζί, ως μία οικογένεια, από δέκα μέχρι δώδεκα οικογένειες. Συμπέρανε ότι ο λόγος αυτού του συνωστισμού οικογενειών, και το έθιμο των Ποντίων να κτίζουν μεγάλες οικίες με πολύ μικρά υπνοδωμάτια, ήταν ο χορός! Κατά την εκτίμηση της Αγγλίδας περιηγήτριας, όχι η φτώχεια, αλλά ο βαθμός της σημαντικότητας του χορού, για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες της Σινώπης, διακρινόταν από τον τρόπο που κατασκεύαζαν τις οικίες τους.
Κατά την άποψή της στριμώχνονταν πολλές οικογένειες μέσα σε ένα σπίτι, με πολύ μικρά δωμάτια, «για να έχουν χώρο για τα αγαπημένα τους Ρωμαίικα». Παρατηρεί ότι πρώτα, σχεδίαζαν μία μεγάλη αίθουσα χορού (salle de danse), για τους χειμερινούς μήνες, και το καλοκαίρι ή τους θερινούς μήνες χόρευαν, καθημερινά, στις αυλές τους ή στα προαύλια των οικιών τους.
Προσθέτει, επίσης, ότι διατηρούσαν τις οικίες τους απόλυτα καθαρές, διότι οι γυναίκες «επιδίδοντο σε ένα συνεχές τρίψιμο, μία συνήθεια που επηρέασε και τους υπόλοιπους κατοίκους» στο θέμα της καθαριότητας. Διέκρινε την «εξαιρετική καλή φύση και διάθεση» των Ελλήνων και των Ελληνίδων της Σινώπης, προσθέτοντας ότι μετά από το καθημερινό αυτό έθιμο του χορού πήγαιναν για ύπνο λίγο μετά τις οκτώ.
Οι Ελληνίδες, σε αντίθεση με τις Τουρκάλες, όπως υπογραμμίζει η Harvey, δεν ήταν περιορισμένες στις οικίες τους ή αποκλεισμένες από τη δημόσια ζωή της κοινότητάς τους. Σε αντίθεση με τους Τούρκους κατοίκους της Σινώπης, οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να βλέπουν το πρόσωπο της μελλοντικής τους γυναίκας, καθώς και όλων των άλλων γυναικών της κοινότητάς τους. Οι γυναίκες δεν κάλυπταν το πρόσωπό τους ή την φιγούρα τους με το γιασμάκι (πέπλο) και το φερετζέ.
Παρατηρεί επανειλημμένα ότι οι Ελληνίδες της Σινώπης ήταν πολύ ωραίες γυναίκες, έμοιαζαν με τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα, είχαν ανοιχτόχρωμο δέρμα και μαλλιά κοκκινωπά ή ξανθά.
Η Αγγλίδα περιηγήτρια, που είχε επισκεφτεί πολλά Τούρκικα χαρέμια, προβαίνει σε συγκρίσεις και παρατηρεί μεταξύ άλλων, ότι ακόμα και οι ηλικιωμένες Ελληνίδες διατηρούσαν την ομορφιά τους και το λυγερό κορμί τους, σε αντίθεση με τις ηλικιωμένες Τουρκάλες, «ένα ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο στις χώρες της Ανατολής για τις γυναίκες των ταπεινότερων κοινωνικών τάξεων, οι οποίες γερνούσαν πρόωρα».
Η Αγγλίδα γκουβερνάντα και συγγραφέας Frances Maclellan, που έζησε στην Κέρκυρα από το 1834-1835, περιγράφει τους Έλληνες ως εύθυμο και χαρούμενο λαό, επισημαίνοντας ότι οι Κερκυραίοι, άνδρες και γυναίκες συνήθιζαν να χορεύουν μαζί τα βράδια. Υπάρχουν πολλές επιτόπιες μαρτυρίες για τους Ελληνικούς χορούς τον 19ο αιώνα και ειδικά για τις Ελληνίδες.
Ωστόσο, η πρώτη περιηγήτρια που συμμετείχε σε ελληνικούς χορούς ήταν η Lady Mary Montagu, το 1717, η σύζυγος του Άγγλου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, η οποία γράφει ότι οι Ελληνίδες χόρευαν σαν την θεά Άρτεμη, «είναι ωραίες και περνούν το χρόνο τους στον αργαλειό κάτω από τα δέντρα». Υπήρξε και η πρώτη περιηγήτρια που μας παρέχει επιτόπιες μαρτυρίες για τα Οθωμανικά χαρέμια της ελίτ και για τα γυναικεία λουτρά των Οθωμανίδων.
Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στην «πολιτισμική συνέχεια του υπόδουλου Ελληνισμού». Πώς εκφράζεται αυτό;
Σε αντίθεση με τον χορό των Μουσουλμάνων— δηλαδή των έγκλειστων στα χαρέμια εξισλαμισμένων σκλάβων, που αποκλειστικός του σκοπός ήταν η ψυχαγωγία του ενός ιδιοκτήτη-αφέντη, ή εκείνη των έγκλειστων γυναικών της ανώτερης πυραμιδικής ιεραρχίας του χαρεμιού—οι Έλληνες και οι Ελληνίδες χόρευαν για τον εαυτόν τους, και όχι για την ψυχαγωγία των αποκαλούμενων κοινωνικά «ανωτέρων» τους. Σε αντίθεση με τα έθιμα των Οθωμανών, που οι άνδρες ποτέ δεν χόρευαν, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες συμμετείχαν μαζί στην χορευτική διαδικασία.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι ελεύθεροι μουσουλμάνοι (άνδρες και γυναίκες) , κατά κανόνα, δεν χόρευαν, δεν συμμετείχαν στη χορευτική διαδικασία. Δεύτερον, δεν χόρευαν μαζί τα δύο φύλα, δηλαδή ένας άνδρας με μία γυναίκα, αλλά απολάμβαναν να παρακολουθούν τους χορούς των υποτελών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Τσιγγάνων. Εδώ οφείλω να αναφέρω ότι καταγράφονται ορισμένες εξαιρέσεις.
Οι περιγραφές και μαρτυρίες των δυτικών περιηγητριών, και εκείνες των έγκλειστων στα χαρέμια γυναικών, του 18ου και 19ου αιώνα στην Οθωμανική επικράτεια, επιβεβαιώνουν ότι η καλλιτεχνική ενασχόληση (όπως ο χορός, η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου, η παντομίμα, η τέχνη της ακροβασίας), καθώς επίσης, και η σωματική δραστηριότητα, ακόμα και η πιο απλή κίνηση, όπως το βάδισμα, αποτελούσαν ασχολίες και συνήθειες που χαρακτήριζαν τις «μη προνομιούχες» κοινωνικές τάξεις των Οθωμανών Τούρκων: ήταν όλα σύμβολα κοινωνικής κατωτερότητας, και αρμοδιότητες, υποχρεώσεις ή ασχολίες των εξισλαμισμένων σκλάβων ή των υποτελών λαών, όπως των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Αναδεικνύεται από τις επιτόπιες μαρτυρίες ότι η μαλθακότητα, η ακινησία, η απραξία, η αδράνεια, η νωθρότητα, η οκνηρία και ιδιαίτερα η παχυσαρκία θεωρούντο κοινωνικά προνόμια και αποτελούσαν στοιχεία προσδιορισμού της κοινωνικής θέσης, του κοινωνικού στάτους των Οθωμανών Τούρκων.
Τα πρότυπα ήταν τελείως διαφορετικά. Ουδεμία επιρροή δεν δέχθηκε η Οθωμανική επικράτεια από τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις περί κινητικής κουλτούρας, που ήταν προνόμιο της άρχουσας τάξης στις δυτικές κοινωνίες. Αναφέρομαι φυσικά πάντα σε θεσμικές διαστάσεις.
Εξαίρεση αποτελούν οι θρησκευτικοί χοροί των Δερβίσηδων. Εξαίρεση αποτελούν και οι πολεμικές τεχνικές των Οθωμανών, ή ο Οθωμανικός θεσμός της στρατοκρατικής δουλείας.
Αρσενικοί μη-μουσουλμάνοι που είχαν υποδουλωθεί, εξανδραποδισθεί, εξισλαμισθεί και ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας, φυσικά γυμνάζονταν, όπως οι Γενίτσαροι, οι οποίο είχαν αρπαχθεί από τους Χριστιανικούς πληθυσμούς όταν ήταν μικρά παιδιά, οι Κιρκάσιοι του Καυκάσου, οι απελευθερωμένοι δούλοι (πρώην μη-μουσουλμάνοι) της χαμηλότερης ιεραρχίας των ενόπλων δυνάμεων, και οι ελεύθεροι μουσουλμάνοι που ανήκαν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Εξετάζοντας τα έργα των περιηγητριών διαπιστώνουμε ότι η ελληνική εθνότητα, ο υπόδουλος Ελληνισμός, παρουσιάζει μια πολιτισμική συνέχεια, η οποία εμφαίνεται όχι μόνο από τη διατήρηση των ηθών και εθίμων τους, τις παραδόσεις και τη θρησκεία, δηλαδή στοιχείων που συγκροτούν την εθνική ταυτότητά τους, αλλά και μέσα από τον πολιτισμό του σώματος, μέσα από εξειδικευμένες μορφές κινήσεις.
Για παράδειγμα, όσον αφορά στις κινητικές δραστηριότητες των Ελλήνων, οι γυναικείες μαρτυρίες του 19ου αιώνα αναφέρουν το τρέξιμο ή διάφορες δρομικές δραστηριότητες, άλματα, ρίψεις, πυγμαχία, λαϊκά παιχνίδια με μπάλα ή με άλλα αντικείμενα, καθώς και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως οι χοροί και η μουσική.
Περιεχόμενο συνέντευξης στο βιβλίο της Ειρήνης Καμπερίδου (2014). Επιτέλους αναπνέω ελεύθερη! Γυναικείες Μαρτυρίες. Εκδόσεις Τελέθριον. Εκδοτικός Όμιλος ΙΩΝ. https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2417974
*Η Νένα Μεϊμάρη ήταν επί χρόνια εκπαιδευτικός με πλούσιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο σε δημόσιο σχολείο της Βοστώνης. Συνταξιούχος, πλέον, ασχολείται με την αρθρογραφία και τον εθελοντισμό. Πρόσφατα δημιούργησε το πρώτο blog για χήρες και στήριξη αυτών με τίτλο Είμαι Χήρα – Έχω Φωνή και ολοκλήρωσε το πρώτο της βιβλίο Σου γράφω γιατί υπάρχεις. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της στο email της ignnen@gmail.com.