Όπως οι περισσότερες πρωταγωνίστριες «πρώτης γραμμής», η Τζένη Καρέζη είχε το μερίδιό της, στα ηρωϊκά -πατριωτικά έπη με φόντο το «ΟΧΙ», τον πόλεμο του ’40, την Κατοχή -μια τεράστια δεξαμενή ιστοριών που ενέπνεε τους σεναριογράφους και γέμιζε τις σκοτεινές αίθουσες στα τέλη των 60’s.

Kαι οι δύο ταινίες, με παρόμοιο θέμα, που γύρισε η Τζένη, (ή μάλλον τρεις, αν μετρήσει κανείς και «Το νησί των γενναίων», το ’59, όπου όμως είχε σαφώς μικρότερο ρόλο), υπήρξαν ηχηρά blockbusters. Αλλά η μία από τις δύο, της άλλαξε τη ζωή…

Στο «Κοντσέρτο για πολυβόλα», μια μεγάλη και δαπανηρή παραγωγή της Finos Film, η Καρέζη υποδύεται την Νίκη, μια πολιτική υπάλληλο του ΓΕΣ, που -παραμονές του πολέμου του ’40- παραδίδει στρατιωτικά έγγραφα στους Ιταλούς, καθώς οι τελευταίοι την  εκβιάζουν, κρατώντας όμηρο τον αδελφό της. Η πράξη της αποκαλύπτεται και κινδυνεύει να καταδικαστεί σε θάνατο και να εκτελεστεί. Τότε, ένας στρατηγός, με το ψευδώνυμο «Δαρείος» (Μάνος Κατράκης) της προτείνει να συνεχίσει να προμηθεύει τους Ιταλούς με έγγραφα -πλαστά, αυτή τη φορά. Μαζί της, μπλέκει κι ένας νεαρός λοχαγός που είναι ερωτευμένος μαζί της…

 

 

Το «Κοντσέρτο» γυρίστηκε τέλη του ’66 και αρχές του ’67, σε μια ταραγμένη και ασταθή -πολιτικά- περίοδο, με την απειλή της δικτατορίας να κρέμεται πάνω από τη χώρα σαν βαριά σκιά. Το σενάριο ήταν του Νίκου Φώσκολου, ο οποίος εμπιστεύθηκε τη σκηνοθεσία στον Ντίνο Δημόπουλο, η φωτογραφία του Νίκου Καβουκίδη, η υποβλητική μουσική του Κώστα Καπνίση, ενώ την πρωταγωνίστρια πλαισίωνε ένα dream cast: Μάνος Κατράκης, Ανδρέας Μπάρκουλης, Γιάννης Αργύρης, Ζώρας Τσάπελης, Σπύρος Καλογήρου, Άγγελος Αντωνόπουλος, κ.α. Όσο για την επιλογή του συμπρωταγωνιστή, στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται», ο Ντίνος Δημόπουλος ομολογεί πως κατέφυγε σε ένα τέχνασμα:

«Η χούντα ήταν εκείνο τον καιρό επί θύραις και η Τζένη που είχε αρχίσει πρόσφατα να πολιτικοποιείται, αγωνιούσε. Ήταν οι μέρες που άρχιζαν τα γυρίσματα της ταινίας μας «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η Καρέζη ήταν η δεδομένη. Ζητούμενος ήταν ο ζεν πρεμιέ: ένας γοητευτικός λοχαγός του ελληνικού στρατού, με τον οποίο η Τζένη θα είχε το μεγάλο αίσθημα. Ο Φίνος πρότεινε κάποια ονόματα, από τα γνωστά μέχρι τότε στον χώρο των «ωραίων». Αντιπρότεινα τον Κώστα Καζάκο. Ο Φίνος αιφνιδιάστηκε. 

• Μα αυτός είναι καρατερίστας, είπε σουφρώνοντας τα χείλια και βήχοντας, δυό φορές -σημάδι μη επιδοκιμασίας.

Δε μίλησα. Συνεννοήθηκα μυστικά με τον Κώστα και πήγαμε στον Τόγκα που έφτιαχνε τις στρατιωτικές στολές. Ντύθηκε ο Καζάκος λοχαγός και μπήκαμε σε ένα ταξί. Αδύνατος, τότε, ο Κώστας, νέος, ψηλός, τρία αστέρια αριστερά, τρία αστέρια δεξιά, στους ώμους, πηλίκιο στην πένα, κουμπιά γυαλισμένα. Θαμπώθηκε ο Φίνος και είπε το «ναι».

 

 

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΑΒΛΙ 

Η στολή, απ’ ότι φαίνεται,  δεν γοήτευσε μόνο τον Φίνο. Ο Ντίνος Δημόπουλος, κατέγραψε στο βιβλίο του τη συστολή με την οποία, λίγο καιρό αργότερα, η Τζένη Καρέζη του ομολόγησε τον έρωτά της για τον… χουντικό! 

«Ύστερα από κανά μήνα θαρρώ, σ’ ένα διάλειμμα μεσημεριάτικο, εκεί στον Ισθμό Κορίνθου, παίζαμε τάβλι με την Τζένη. Έριχνε τα ζάρια άκεφα, ήταν αμίλητη με τα μάτια της κατεβασμένα. Κι ο νους της φευγάτος. 

-Τι έχεις; τη ρωτάω. 

Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, μου λέει μαζεμένα:

    • Μου φαίνεται πως την πάτησα.
• Δηλαδή;
• Να, έμπλεξα  μ’έναν από δαύτους.
• Ποιους;
• Αυτούς ντε, τους χουντικούς.
• Τι εννοείς «έμπλεξες»;
• Να, πως το λένε παιδάκι μου, δηλαδή… εγώ…
• Τον ερωτεύτηκες; 

 

 

Μούγκρισε. Το μούγκρισμα σήμαινε πως έλεγε «ναι». Ήταν ένα παιδί, που ομολογεί τη ζαβολιά του. Και χωρίς να γυρίσει, μου έδειξε, με το χέρι απλωμένο, τον Καζάκο που όρθιος πιο κει, με την στολή του, πετούσε πέτρες στο κανάλι να κάνει γκελ. Φυσικά, κάθε άλλο παρά χουντικός ήταν ο Κώστας Καζάκος. Η Τζένη έκανε χιούμορ. Ήταν αναγκαίο γι’ αυτήν, εκείνη την εποχή το χιούμορ για να συμβιβάσει τούτο το αιφνίδιο και φαινομενικά ασυμβίβαστο πάθος της για τον Κώστα. Έδειχναν τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες οι δυό τους, τότε…»

Σαν σπίθα που παράγει η τριβή δυό διαφορετικών υλικών, το πάθος της Τζένης και του Κώστα -αυτό το ίδιο πάθος που, ένα χρόνο αργότερα, θα τους οδηγούσε σε γάμο- φαίνεται πως ξάφνιασε και τους δύο…

«Είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές σε δουλειές, αλλά πριν από εκείνο το γύρισμα ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί ποτέ πιο πριν. Λες και πρωτοσυναντηθήκαμε εκεί, το 67» θα εξομολογούνταν με τη σειρά του, χρόνια αργότερα, ο Κώστας Καζάκος. «Ήταν Δευτέρα θυμάμαι. Μου είχαν πει να πάω στα Ίσθμια για το γύρισμα. Έπαιζα στην ταινία έναν λοχαγό. Είχα βάλει, λοιπόν, τη στολή μου από το στούντιο του Φίνου και πήγα ντυμένος.

 

 

Εκεί ήταν η Τζένη με τον σκηνοθέτη Ντίνο Δημόπουλο. Περιμέναμε να περάσει ένα πλοίο για να γυρίσουμε τη σκηνή. Καθίσαμε κάτω από μια ελιά και αρχίσαμε να παίζουμε τάβλι. Ήταν μανιακή ταβλαδόρισα η Τζένη. Τελικά, ήταν μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια». 

Το «Koντσέρτο για πολυβόλα» έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους Αθήνας-Πειραιά στις 27 Φεβρουαρίου 1967 και έκοψε, στην πρώτη του προβολή 427.698 εισιτήρια. Πέρα από την εμπορική της επιτυχία, η ταινία απέσπασε και δύο κρατικά βραβεία από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου: βραβείο Σκηνοθεσίας για τον Νίκο Φώσκολο και βραβείο Ερμηνείας για τον Κώστα Καζάκο. Και κάτι ακόμα: η ιδέα του σεναρίου αυτού, ξαναγραμμένη φυσικά από τον Νίκο Φώσκολο,απετέλεσε, τη βάση για ένα από τα ιστορικότερα σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης: τον «Άγνωστο Πόλεμο»… 

 

 

«ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» 

Το 1970, η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος -ζευγάρι πια και στη ζωή- επιστρέφουν στα «χαρακώματα» ως πρωταγωνιστικό δίδυμο στην δραματική πολεμική ταινία «Μια γυναίκα στην αντίσταση», της εταιρείας Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Τη σκηνοθεσία υπογράφει και πάλι οΝτίνος Δημόπουλος, το σενάριο είναι του ίδιου και του Λάζαρου Μοντανάρη, η μουσική του -σπεσιαλίστα του είδους- Κώστα Καπνίση.Στο εκλεκτό, πολυπληθές καστ, συναντά κανείς, μεταξύ άλλων, τους Λυκούργο Καλλέργη, Κάκια Παναγιώτου, Άγγελο Αντωνόπουλο, (σ.σ. ο οποίος υποδύεται τον Γερμανό αξιωματικό, αν και δεν γνώριζε λέξη γερμανικά…), τον Λαυρέντη Διανέλλο, τον Δήμο Σταρένιο, τον Τίμο Περλέγκα, τον Άλκη Γιαννακά κ.α. 

Σύμφωνα με το στόρι της ταινίας, την 27η Οκτωβρίου 1940, η Άννα Κωλέττη (Τζένη Καρέζη) γιορτάζει τον αρραβώνα της με τον Δημήτρη (Κώστα Καζάκο) τους γονείς και τους συγγενείς της στο εξοχικό τους έξω από την Καστοριά. Κηρύσσεται ο πόλεμος  -αμέσως, ο Δημήτρης, ο πατέρας της και ο αδελφός της, φεύγουν για το μέτωπο. Η επέλαση των Γερμανών, θα δώσει ένα σκληρό χτύπημα στην οικογένειά της Άννας, η οποία -πιστεύοντας πως ο αγαπημένος της έχει σκοτωθεί σε αερομαχία- περνάει στην Αντίσταση και συνδέεται με το Γερμανό διοικητή κατοχής, με σκοπό να κλέψει τα μυστικά του εχθρού. Ο ρόλος της όμως αποκαλύπτεται και κλείνεται στα υπόγεια της Κομαντατούρ.

Η ταινία προβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1970 και υπήρξε ένα massive hit: έκοψε 455.385 εισιτήρια! (σ.σ. Ήταν 5η ανάμεσα στις 87 ταινίες εκείνης της χρονιάς).

 

 

Η ΗΡΩΙΔΑ ΠΟΥ ΕΝΕΠΝΕΥΣΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΡΕΖΗ 

Το συγκλονιστικότερο κομμάτι της ιστορίας, όμως, είναι άλλο: το πρόσωπο που ενέπνευσε τον χαρακτήρα της ηρωίδας στο «Μια γυναίκα στην Αντίσταση», φαίνεται πως υπήρξε στ΄ αλήθεια. Το όνομά της ήταν Μαρία Δημάδη. Η Μαρία είχε γεννηθεί το 1906 στο Αγρίνιο και ήταν κόρη του -γιατρού και λόγιου- Κωνσταντίνου Δημάδη και της Ερασμίας Παναγοπούλου, κόρης ενός μεγαλέμπορου καπνών. Μια κομψή, καλομαθημένη μεγαλοαστή -η ζωή της θα μπορούσε να είχε κυλήσει ανέφελα με βεγγέρες και φιλανθρωπίες σε κοσμικά σαλόνια. Ήρθε, όμως, ο πόλεμος. Και τα άλλαξε όλα.

Μετά την κήρυξη του πολέμου, η Μαρία ανέλαβε αμέσως δράση, δημιουργώντας ομίλους γυναικών που έπλεκαν για τους στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο. Η ίδια εργαζόταν ως εθελόντρια νοσοκόμα, δίπλα στους τραυματίες. Στη διάρκεια της Κατοχής, μυήθηκε στο ΕΑΜ – μάλιστα, στην εξοχική της βίλα, στο χωριό Πλάτανος έγινε η πρώτη Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ της περιοχής, ενώ η Μαρία ήταν πρώτη γυναίκα από την Αιτωλοακαρνανία, που οργανώθηκε στις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης.

Φυσικά, όλα γίνονταν εν κρυπτώ. Έτσι, όταν οι Γερμανοί αναζήτησαν διερμηνέα για το Φρουραρχείο Αγρινίου, η όμορφη γλωσσομαθής, καλλιεργημένη αυτή γυναίκα (σ.σ. μιλούσε πέντε γλώσσες, είχε σπουδάσει φιλολογία στο Αμβούργο κι επίσης έπαιζε πιάνο, ζωγράφιζε και έγραφε ποιήματα), φάνταζε ως ο ιδεώδης άνθρωπος γι’ αυτή τη θέση – μια θέση με θανάσιμο ρίσκο, για έναν κατάσκοπο. Η Μαρία Δημάδη δέχτηκε να ρισκάρει…

 

 

Παραμερίζοντας την απέχθειά της για τους Ναζί, εισχωρεί στο άντρο τους, αναλαμβάνοντας μια θέση, που της επιτρέπει να έχει πρόσβαση σε πολύτιμες πληροφορίες. Δεν αρκείται σε αυτές –παρακολουθεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κρυφακούει συζητήσεις, ανοίγει βιβλία, διαβάζει απόρρητα έγγραφα. Τα αποτυπώνει όλα στο μυαλό της. Χρησιμοποιεί καινούρια καρμπόν για να έχει στα χέρια της λεπτομέρειες για τις κινήσεις  του γερμανικού στρατού, πιάνει γνωριμίες από τον φρούραρχο μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη. Κερδίζει και την εμπιστοσύνη του Γερμανού φρούραρχου, που φαίνεται πως τρέφει τρυφερά αισθήματα για την όμορφη Ελληνίδα.

Η κυριότερη, ίσως, προσφορά της Μαρίας Δημάδη, είναι οι πληροφορίες που θα καταφέρει να εξασφαλίσει  για  τις στρατιωτικές κινήσεις των κατακτητών στο Θέρμο, το Μακρυνόρος και το Καρπενήσι, όπου κατευθύνονται 50.000 Γερμανοί από Αγρίνιο και Λαμία με στόχο την κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Ειδοποιημένο έγκαιρα, το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ  δίνει τη μάχη εκεί όπου θέλει. Και κερδίζει…

Δυστυχώς, λίγες μέρες πριν την αποχώρησή τους από το Αγρίνιο, που έγινε στις 14 Σεπτέμβρη του ’44, ο ρόλος και η μυστική δράση της Μαρίας θα γίνουν γνωστά -λέγεται πως την κατέδωσαν Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών, επειδή γνώριζε τα σκοτεινά μυστικά τους. Συνελήφθη και εκτελέστηκε, στις 31 Αυγούστου του ‘44 με δέκα σφαίρες στην καρδιά. Ήταν 38 χρονών -ακριβώς όσο και η Τζένη Καρέζη που την υποδύεται, στην ταινία. Μια όμορφη, μελαχρινή, με έντονα μάτια και καθαρό, γενναίο πρόσωπο… 

Πηγή: bovary.gr