Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το ακούτε. Οι άνθρωποι πλέον δεν αγοράζουν μόνο μέσω των ψηφιακών τόπων. Αγοράζουν και για τους ίδιους τους ψηφιακούς τόπους. Έτσι, μπορεί να πληρώνουν χρήματα -όχι και πάρα πολλά χρήματα ομολογουμένως- για να αγοράσουν likes, views και followers. Και τα αγοράζουν από συγκεκριμένες εταιρείες που ασχολούνται με αυτό, τις λεγόμενες ‘φάρμες των clicks’ ή click farms. Μια ολόκληρη πραγματική αγορά έχει στηθεί γύρω από τα likes.

O λόγος είναι απλός και αφορά όπως τα περισσότερα πράγματα τον περίφημο αλγόριθμο των μεγάλων social media. Πώς λειτουργεί αυτός ο αλγόριθμος; Mε την αρχή της δημοφιλίας που σημαίνει ότι όσο περισσότερες αλληλεπιδράσεις υπάρχουν σε ένα ποστ ενός χρήστη τόσο περισσότεροι θα δουν το επόμενο. Οι αλγόριθμοι με άλλα λόγια, τείνουν να προμοτάρουν τους ήδη δημοφιλείς λογαριασμούς.

Mέσω των click-farms, λοιπόν, χρήστες, εταιρείες, πολιτικοί αγοράζουν ψεύτικους λογαριασμούς. Kατά κάποιον τρόπο δηλαδή αγοράζοντας επιρροή για τα social media τους. Πράγμα που φυσικά με τη σειρά του θα αυξάνει την ορατότητα του λογαριασμού τους και τελικά τη μεγαλύτερη συνολική τους επιρροή. Κι όμως, αν θεωρείτε ότι αυτό γίνεται με κάποιον αυτόματο τρόπο και με botaκια, κάνετε λάθος. Παρότι αυτές οι εταιρείες ξεκινούν από την τεχνολογία και καταλήγουν σε αυτή, ο τρόπος που λειτουργούν δεν είναι καθόλου αντίστοιχα τεχνολογικά εκσυγχρονισμένος.

Μια click-farm λειτουργεί με μεγάλα group (σχεδόν) χειρωνακτών εργατών που προσλάμβάνονται ακριβώς για να κάνουν click σε links ή να κάνουν λάικ, share, σχόλια, εγγραφές, follow ή να κάνουν reviews μέσω χιλιάδων ψεύτικων λογαριασμών που αντιστοιχούν στον καθένα. Οι ομάδες αυτές χωρίζονται σε άλλες μικρότερες που αναλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο πόστο. Οι click farms μπορεί να βρεθούν οπουδήποτε στον πλανήτη αλλά οι περισσότερες εντοπίζονται σε Ινδία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην Αίγυπτο. Oι εργαζόμενοι αυτοί στήνονται σε πολύ μικρά δωμάτια και έχουν μπροστά τους εκατοντάδες ανοιχτές και συνδεδεμένες οθόνες από smartphones τα οποία παίρνουν με τη σειρά, προκειμένου να έχουν την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση γρήγορα, αυτοματοποιημένα και χωρίς να χρειάζεται να συνδέονται και να αποσυνδέονται. Αυτοί βεβαίως δεν είναι ότι παίρνουν μεγάλους μισθούς.

 

 

Πιο συγκεκριμένα, ο μισθός μπορεί να είναι γύρω σto 1$ για κάθε χιλιάδα από likes ή άλλου τέτοιου τύπου αλληλεπίδραση. Που θα πει ότι το ένα like κοστίζει 0,001 δολάριο. Σε έναν χρόνο, οι εργάτες σε αυτές τις εταιρείες μπορεί να βγάζουν όχι πολλά περισσότερα από 120$. Την ίδια στιγμή ο εργοδότης ζητάει περίπου 15$ για κάθε χιλιάδα clicks. Και τελικά υπολογίζεται ότι κερδίζει γύρω στα 2000$ τον μήνα. Γιατί όμως δεν το κάνει με κάποιο αυτοματοποιημένο μηχάνημα και χρειάζεται εργαζόμενους; Tα likes αυτά έρχονται από πραγματικούς ανθρώπους δυσκολεύει τους διαχειριστές της εκάστοτε πλατφόρμας των social media να τους αναγνωρίσει. Ακριβώς γιατί όλα τα συστήματα εντοπισμού ψεύτικων προφίλ αφορούν bots. Εν προκειμένω όμως, τα συγκεκριμένα προφίλ λειτουργούν σαν κανονικά προφίλ.

Την ίδια στιγμή κάθε τέτοια εταιρεία μπορεί να κατέχει γύρω στα 10.000 smartphones. Ταυτόχρονα δημιουργεί χιλιάδες ψεύτικους λογαριασμούς φτιάχνοντας ψεύτικα emails μέσω ειδικών name generatοrs. Τα likes που κάνουν οι εργάτες σε αυτές τις εταιρείες καταγράφονται ένα προς ένα. Οι ίδιοι πρέπει να αλλάζουν συνεχώς λογαριασμούς και δεν πρέπει να χρησιμοποιούν την ίδια πλατφόρμα πολύ συχνά. Προφανώς ο σκοπός είναι να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα likes αλλά χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους διαχειριστές της εκάστοτε πλατφόρμας.Ακόμα και έτσι βέβαια καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν. Το 2014 το Facebook διέγραψε περί τα 84 εκατομμύρια ψεύτικων λογαριασμών.

Μια πολύ καλή εικόνα για το πώς λειτουργούν τα click-farms μπορεί να την πάρει κανείς μέσα από την αφήγηση ενός ανθρώπου που εργάζονταν σε αυτές: “Στην εταιρεία, βρισκόμασταν σε ένα τεράστιο δωμάτιο… Ελάχιστοι μιλούσαν, ώστε το μόνο που άκουγες ήταν συνεχή clicks. Εκατοντάδες εκατοντάδων clicks. Όταν γύρναγα στο σπίτι καμιά φορά συνέχιζα να τα ακούω. Είναι και αυτός ο λόγος που σταμάτησα να χρησιμοποιώ υπολογιστή όταν επέστρεφα σπίτι. Δεν μπορούσα να κοιτάζω άλλο σε οθόνη. Κάθε κλικ που άκουγα με ενοχλούσε”.

Γενικά, η αλήθεια είναι ότι οι καλύτερες δυστοπίες είναι εκείνες που δεν απεικόνιζαν τη μελλοντική κοινωνία ως υπερεξελιγμένη. Με ρομπότ, μηχανές, ιπτάμενα αυτοκίνητα και πολύ καθαρούς χώρους. Η πραγματική δυστοπία, αυτή που ίσως και να ζούμε έχει μέσα της πολλή σκόνη, μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας και πολύ χαμηλούς μισθούς. Απλά, όλα αυτά αντί να γίνονται σε καλλιέργειες γίνονται πια και μπροστά από μερικές πολύ μικρές οθόνες.

 

 

Πηγή: oneman.gr