Κρίσιμοι οι έλεγχοι για την εφαρμογή των αλλαγών στους επαγγελματίες

Πριν καν ολοκληρωθεί η δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου για το νέο καθεστώς φορολόγησης των αυτοαπασχολουμένων, οι εμπλεκόμενοι και οι λογιστές τους έχουν ήδη ξεκινήσει να «ξεσκονίζουν» τις διατάξεις αναζητώντας τρόπους… διαφυγής. Θα υπάρξει κύμα κλεισίματος βιβλίων; Θα μετατραπούν ατομικές επιχειρήσεις σε προσωπικές ή κεφαλαιουχικές; Θα δημιουργηθεί «κύμα» εικονικών τιμολογίων ώστε να προσαρμοστούν τα λογιστικά αποτελέσματα στο επίπεδο που «επιβάλλει» ο νέος νόμος; Θα καταγραφεί κύμα… επαναδιαπραγμάτευσης μισθών ώστε να μην αυξηθεί ο φόρος του εργοδότη;

Κάθε κίνηση που θα κάνει ο επιτηδευματίας προκειμένου να προσαρμόσει τη δραστηριότητά του στα νέα δεδομένα, θα έχει τις επιπτώσεις της. Το «κλείσιμο» σημαίνει ότι ο επιτηδευματίας θα βρεθεί ανασφάλιστος χωρίς καμία δυνατότητα πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης, ενώ είναι πιθανό να μην αποφύγει καν τη φορολόγηση καθώς τα τεκμήρια διαβίωσης δεν καταργούνται. Το ενδεχόμενο να αναπτυχθούν… παραβατικές συμπεριφορές –εικονικές συναλλαγές μέσω ηλεκτρονικών τιμολογίων, ξαφνικές μειώσεις μισθών και καταβολή της διαφοράς με μαύρα κ.λπ.– δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το βάρος επομένως θα πέσει στις φορολογικές αρχές να εντοπίσουν τέτοιες περιπτώσεις αξιοποιώντας τις δυνατότητες που δίνει πλέον η τεχνολογία.

Στο οικονομικό επιτελείο αναγνωρίζουν ότι η εισπρακτική επιτυχία του νέου συστήματος φορολόγησης των αυτοαπασχολουμένων –αναζητείται η βεβαίωση επιπλέον 1 δισ. ευρώ ώστε η καθαρή είσπραξη να περιοριστεί στα 600 εκατ. ευρώ, αφού ο συντελεστής εισπραξιμότητας του φόρου των αυτοαπασχολουμένων δεν ξεπερνάει και τώρα το 70%– δεν είναι διασφαλισμένη. Την πρώτη χρονιά εφαρμογής, το 2024, οι πιθανότητες εισπρακτικής επιτυχίας είναι αυξημένες καθώς το νέο σύστημα εφαρμόζεται αναδρομικά για τα κέρδη του 2023, κάτι που σημαίνει ότι οι επαγγελματίες που πλήττονται δεν έχουν πολλά περιθώρια αντίδρασης. Το 2024 όμως που το σύστημα θα έχει μελετηθεί από την αγορά, ο κίνδυνος αλλαγής οικονομικής συμπεριφοράς στις τάξεις των αυτοαπασχολουμένων είναι μεγάλος.

1. Το μεγάλο «στοίχημα» είναι αν θα υπάρξει «κύμα» κλεισίματος βιβλίων. Επαγγελματίες με πραγματική οικονομική δραστηριότητα δεν θα μπουν σε αυτή τη διαδικασία καθώς διακυβεύονται πολλά: η ασφάλιση, η δυνατότητα τιμολόγησης, η πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα κ.λπ. Ωστόσο, επιτηδευματίες που έχουν την ατομική επιχείρηση ως εργαλείο συμπλήρωσης του εισοδήματος, ενδέχεται να μπουν σε τέτοιες σκέψεις. To ελάχιστο κόστος διατήρησης μιας ατομικής επιχείρησης πλέον είναι τα 2.900 ευρώ των ασφαλιστικών εισφορών, τα 1.102 ευρώ που είναι ο ελάχιστος φόρος εισοδήματος (σ.σ. αντιστοιχεί στο κατώτερο όριο των 10.920 ευρώ και δεν μπορεί να πέσει χαμηλότερα), τα 525 ευρώ του τέλους επιτηδεύματος και η όποια αμοιβή του λογιστή. Αρα, συντήρηση ατομικής επιχείρησης δεν μπορεί να κοστίζει λιγότερα από 5.100-5.200 ευρώ τον χρόνο ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το κέρδος της επαγγελματικής δραστηριότητας. Οσοι αποφασίσουν ότι δεν αξίζει να επωμίζονται αυτό το κόστος, θα στερήσουν από το Δημόσιο και το τέλος επιτηδεύματος που κατέβαλαν μέχρι σήμερα αλλά και –κυρίως– τις ασφαλιστικές εισφορές. Για να περιορίσει τον κίνδυνο των «λουκέτων» το υπουργείο Οικονομικών ενσωμάτωσε και τη διάταξη που λαμβάνει υπόψη το εισόδημα από μισθό, σύνταξη ή αγροτική δραστηριότητα στον υπολογισμό του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι όποιος έχει την ατομική επιχείρηση για συμπληρωματικό εισόδημα στον μισθό ή στη σύνταξη, δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα. Αντίθετα, προκύπτει και οικονομικό όφελος από τη μείωση του τέλους επιτηδεύματος.

Η είσπραξη επιπλέον 600 εκατ. ευρώ από τους επαγγελματίες δεν είναι διασφαλισμένη.

2. Οσοι αναζητούν ήδη τα «παράθυρα» του νέου συστήματος θέτουν τα ακόλουθα ερωτήματα τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις φορολογικές αρχές προκειμένου να μην καταστρατηγηθεί στην πράξη το νέο σύστημα: Η ατομική επιχείρηση που δηλώνει σταθερά περισσότερα κέρδη από το ελάχιστο όριο, γιατί να μην κόψει ένα τιμολόγιο παροχής υπηρεσίας (εικονικό) στην ατομική επιχείρηση που δεν εμφανίζει κέρδη πολύ χαμηλότερα από τα τεκμαρτά; Η πρώτη εταιρεία θα γλιτώσει φόρο και η δεύτερη δεν θα επιβαρυνθεί καθώς ούτως ή άλλως θα πληρώσει το ελάχιστο ποσό που ορίζει η εφορία. Ο κίνδυνος να δημιουργηθεί «άτυπη αγορά» εικονικών συναλλαγών είναι υπαρκτός και το βάρος θα πέσει στις φορολογικές αρχές να εντοπίσουν… περίεργες συναλλαγές, κάτι που δεν θα είναι καθόλου εύκολο ειδικά αν η συναλλαγή «δένει» και με ηλεκτρονική πληρωμή.

3.Οι ατομικές επιχειρήσεις δεν είναι «μεγάλοι εργοδότες» ούτε διακρίνονται για τους υψηλούς μισθούς που καταβάλλουν. Ωστόσο πολλές φορές πρωταγωνιστούν σε συναλλαγές με υπαλλήλους του τύπου «ο ελάχιστος μισθός φανερά, και τα υπόλοιπα με μαύρα». Μέχρι τώρα, το κίνητρο αυτής της συμφωνίας ήταν η αποφυγή των ασφαλιστικών εισφορών. Τώρα το κίνητρο γίνεται ακόμη πιο ισχυρό καθώς εκτός από τις εργοδοτικές εισφορές, η επιχείρηση θα γλιτώνει και από φόρο εισοδήματος. Αλλος ένας «πονοκέφαλος» για τον ελεγκτικό μηχανισμό να εντοπίσει και να ελέγξει ξαφνικές και απότομες μειώσεις μισθών.

Η μετατροπή της ατομικής σε προσωπική εταιρεία
Η μετατροπή της ατομικής επιχείρησης σε προσωπική εταιρεία δεν ενδείκνυται αν ο μοναδικός σκοπός είναι η αποφυγή του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Πολύ απλά διότι η ατομική επιχείρηση, ακόμη και με ενεργό το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα, επιβαρύνεται με λιγότερο φόρο ακόμη και αν τα κέρδη υπερβαίνουν τις 30.000 ευρώ ετησίως.

Η προσωπική εταιρεία –η οποία απαιτεί την εμπλοκή τουλάχιστον δύο προσώπων τα οποία θα πρέπει να είναι ασφαλισμένα στον eΕΦΚΑ– ενδείκνυται (από φορολογικής άποψης) μόνο αν τα κέρδη ξεπερνούν τις 35.000 ευρώ τον χρόνο. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να προσμετρήσουν τον παράγοντα των ασφαλιστικών εισφορών.

Δεν συμφέρει αν ο μοναδικός σκοπός είναι η αποφυγή του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος.

Η μετατροπή της ατομικής επιχείρησης σε προσωπική εταιρεία μπορεί να ενδείκνυται ως λύση για περιπτώσεις συνένωσης επαγγελματικών δυνάμεων. Οι ασφαλιστικές εισφορές των δύο συνεταίρων δεν αλλάζουν, ενώ ο συντελεστής φορολόγησης μπορεί να είναι και χαμηλότερος.

Για παράδειγμα, αν δύο επαγγελματίες που έχουν κέρδος 50.000 ευρώ ο καθένας δημιουργήσουν μια προσωπική εταιρεία, αντί να πληρώνουν φόρο 13.900 ευρώ ο καθένας (συν το τέλος επιτηδεύματος ήτοι συνολικά περίπου 14.500 ευρώ ο καθένας) μπορούν να κατεβάσουν την επιβάρυνση στις 22.500 ευρώ και για τους δύο μαζί. Ο επαγγελματίας που θα μπλέξει με το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα και θα επιβαρυνθεί με τεκμαρτά κέρδη 15.000 ευρώ (σ.σ. είναι το ποσό που αντιστοιχεί στον ελάχιστο ετήσιο μισθό με την προσαύξηση των 9 ετών) δεν έχει λόγο να στραφεί σε Ο.Ε. Ο φόρος στις 15.000 ευρώ με την κλίμακα των αυτοαπασχολουμένων είναι 2.000 ευρώ και με τον ενιαίο συντελεστή της προσωπικής εταιρείας, 3.300 ευρώ.

 

 

Πηγή:kathimerini.gr