Το σωματείο Φιλολογική Κοινωνία του Λονδίνου σε συνεργασία με τον Τύπο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από το 1857 εκδίδουν και ανανεώνουν σε τριμηνιαία βάση το Λεξικό της Αγγλικής Γλώσσας, έναν έγκυρο τόμο που διακρίνεται για την ευελιξία της προσάρτησης νέων λέξεων και εκφράσεων, σχεδόν την ώρα που γεννιούνται.
Οι παρακάτω υπαρκτές, νέες λέξεις επισημοποιήθηκαν και προσαρτήθηκαν στο λεξικό στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020. Η επόμενη ανανέωση θα γίνει τον Μάρτιο του 2021. Οι λέξεις, βέβαια, αφορούν τους αγγλόφωνους. Θεωρώντας όμως ότι είναι εξίσου περιεκτικές και έχουν μία συνάφεια, επιλέξαμε μερικές από τις Νέες Λέξεις για το 2021 και κατά την «επιταγή Μπαμπινιώτη» προσπαθήσαμε να τις ελληνικοποιήσουμε.
Βλακαγαπημένος (adorkable) Ξεπερασμένος, χαζός ή αλλόκοτος, αλλά αξιαγάπητος. Π.χ. “Το λαμπραντόρ σου είναι βλακαγαπημένο”.
Καφεπιφάνεια (brownface) To μακιγιάζ που κάνει κάποιος για να εμφανιστεί ως σκουρόχρωμος.
Υπερπληροφόρηση (overshare) Το να μοιράζεσαι κάποια πληροφορία με περισσότερους ανθρώπους από όσο είναι αναγκαίο. Π.χ. “Βάλε καφέ, έχω να κάνω υπερπληροφόρηση.”
Δαλιδεύω (the lap of Delilah) Ζω στην αγκαλιά της Δαλιδάς, ζω πλουσιοπάροχα, απολαμβάνω τη χλιδή. Π.χ. “-Έλα, πού σε πετυχαίνω; -Δαλιδεύω προς Ντουμπάι για Τσικνοπέμπτη”.
Πάει, τό ’καψε το κέικ (off one’s cake) Λάλησε.
Πάει, τό ’φαγε το κέικ (off one’s cake) Πολλά ναρκωτικά.
Εξομολογάκιας (oversharer) Κάποιος ή κάποια που μοιράζεται με άλλους περισσότερες προσωπικές πληροφορίες από όσο είναι κομψό ή αναγκαίο. Π.χ. “Πολύ εξομολογάκιας. Μέχρι ότι φοράει σώβρακο με Δράκο της Τασμανίας μου είπε”.
Πλαγιομετωπική (passive aggression) Η μέθοδος της μη επιθετικής διαφωνίας ή έκφρασης οργής, μνησικακίας, επιθετικότητας με έμμεσους τρόπους. Π.χ. “-Τι έχεις; -Τίποτα.”
Πλαγιοχολή (pass-remarkable) Το να κάνεις ή να έχεις την τάση να κάνεις πικρόχολα σχόλια με έμμεσους τρόπους. Π.χ. “Μμμ, ωραία παράσταση, είπε με πλαγιοχολή”.
Ευρωπωλείο (pound shop) Κατάστημα Ό,τι Πάρετε Ένα Ευρώ.
Τιμοφονία (price gouge) Η απότομη αύξηση της τιμής ενός προϊόντος μετά από μεγάλη ζήτηση. Π.χ. “Δεν αγοράζω από αυτούς. Είναι τιμοφονιάδες”.
Κεκάρισμα (caked-on) Μία ουσία σε μία επιφάνεια που έχει στεγνώσει και έχει δημιουργήσει μία παχιά κρούστα. Χρησιμοποιείται κυρίως στις βαριές περιπτώσεις μακιγιάζ.
Στηθονόμος (breast law) Ένας νόμος ή μία σειρά νόμων που έχουν περάσει με άγραφη παράδοση.
Καντινέζος (Candian) Αυτός που προέρχεται από την Κρήτη. Κάντια ονόμαζαν την Κρήτη όταν ήταν αποικία της Βενετικής Δημοκρατίας.
Κουτσομπολομπότ (chatbot ή chatterbot) Πρόγραμμα υπολογιστή που είναι σχεδιασμένο για να ανοίγει κουβέντα με άνθρωπο χρήστη μέσω internet, ειδικά για να προσφέρει πληροφορίες κλπ.
Μπουκαλοεπεισόδιο (bottle episode) Επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς όπου χρησιμοποιούνται ελάχιστα έπιπλα, ηθοποιοί, ένα μόνο σκηνικό κ.λπ. λόγω χαμηλού κόστους παραγωγής.
Κυβερνομάς (digital nomad) Ένα άτομο που χρησιμοποιεί ψηφιακές τεχνολογίες, φορητούς υπολογιστές, smartphone και ασύρματη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, για να εργάζεται εξ αποστάσεως ενώ ταξιδεύει.
Κλοκάρω (clock-punching) Βαράω κάρτα μπαίνοντας και βγαίνοντας στην εργασία μου.
Κλοκάτος (as cool as a clock) Ήρεμος, πράος, σταθερός σαν ένα ρολόι. Π.χ. “Πολύ κλοκάτο σε βλέπω και το τεύχος είναι όλο στον αέρα”.
Χρονοκάτ (enough to stop a clock) Κάτι τόσο δυνατό που μπορεί να σταματήσει ακόμα και ένα ρολόι.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (clockwork orange) Σινεφίλ αναφορά στην ταινία του Κιούμπρικ για να περιγράψεις κάποιον βαριά διαταραγμένο ή μία σουρεαλιστική κατάσταση.
Κραντσίλα (cruncher) Κάθε δύσκολη, σοβαρή, κρίσιμη κατάσταση που επιζητά αποφασιστικότητα στη λύση της.
Κλαψομπούλινγκ (crybully) Ο νταής που παρενοχλεί και κακοποιεί τους άλλους, αλλά όταν τον πιάσουν κλαίει και λέει ότι είναι αυτός το θύμα.
Ξεγατονυχιάζω (declaw) Αφαιρώ ή τριμάρω τα νύχια κάποιου κατοικίδιου ζώου, κυρίως της γάτας μας. Π.χ. “Πρέπει να ξεγατονυχιάσουμε την Πούπσι, έχει γίνει σαν τον Νοσφεράτου”.
Ξελινκάρω (delink) Διαχωρίζω δύο ή περισσότερα πράγματα από τη φυσική σύνδεση που έχουν αναμεταξύ τους.
Ξελινκάζ (delinkage) Η πράξη του να κάνω το παραπάνω. Π.χ. “Πάω στο οδοντογιατρό για ξελινκάζ τραπεζίτη, άσε με”.
Ντελιβερολογία (deliverology) Μια στοχευμένη διαδικασία που έχει σχεδιαστεί για να εξασφαλίσει την επιτυχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ή την επίτευξη των πολιτικών στόχων εντός της κυβέρνησης ή του κοινού. Π.χ. “Ο Άδωνις στην ντελιβερολογία σκίζει, πάντως”.
Ντουμπάς (dumbass) Βλάκας, ανόητος, μίζερος, χαζοκώλης. Π.χ. “Είναι ντουμπάς αλλά βλακαγαπημένος”.
Χαλάροζι (easy-osy) Το άραγμα, το ριλάξ, το κούλνες, η ευκολία να υπάρχεις.
Τριχοθυλακικώς (follically) Η πράξη της μεταμόσχευσης μαλλιών δια της μεθόδου λήψης τριχοθυλακίων για να βάλω μαλλιά, αλλιώς για τι άλλο;
Φοντούτα ή φεστιβάλ χοληστερίνης (fonduta) Το κλασικό φοντ(ύ) ή φοντίνα, δηλαδή λιωμένο τυρί ανακατεμένο με γάλα, κρέμα, βούτυρο, κρόκους αυγού και στην κορυφή τριμμένο μανιτάρι τρούφα.
Φούφουτος (foo-foo) Ο άκαρπος ή πολύ εκθηλυμένος άντρας, ή κάποιος πολύ ευκολόπιστος και ανόητος. Στα ελληνικά είναι δημοφιλής όρος στην αργκό γιατί ριμάρει με το “ξεσκούφωτος”.
Φουφίστικα (foofy) Μέσα στην περικοκλάδα και τη φλυαρία, υπερβολικά διακοσμημένος. Π.χ. “Βρίσκω τα βίντατζ Βερσάτσε λίγο φουφίστικα.”
Χαζοχαζός (fool-fool) Πολύ ηλίθιος.
Παγωμενίλα (froider) Ψυχρή συμπεριφορά, αδιαφορία, περιφρόνηση, παγάκια στην πλάτη σου.
Διαβολότοπος (hellscape) Αγριευτικό, σκοτεινό, αφιλόξενο, κολασμένο μέρος. Το Λεξικό λέει ότι μπορεί να είναι και μία καλλιτεχνική αναπαράσταση.
Μπαμπακοίτα (house dad) Ο άντρας που είναι υπεύθυνος για την καθημερινότητα του σπιτιού και των παιδιών, ή είναι υπεύθυνος σε κάποια κοινωνική δομή για μικρά παιδιά.
Μαμακοίτα (house mom) Η γυναίκα που είναι υπεύθυνη για την καθημερινότητα του σπιτιού και των παιδιών, ή είναι υπεύθυνη σε κάποια κοινωνική δομή για μικρά παιδιά.
Νταλκαδιάσματα (blue hour) Εκείνη η ώρα λίγο μετά τη δύση του ήλιου ή λίγο πριν την ανατολή που σε πιάνει εκείνο το μπλε συναίσθημα. Σόρι, αλλά το είχαμε στα ελληνικά πριν το Λεξικό της Οξφόρδης.
Ντιρλανάσα (breath alcohol) Η συγκέντρωση ατμών αλκοόλης στον αέρα που εκπνέεται από τους πνεύμονες, η οποία συσχετίζεται με τη συγκέντρωση αλκοόλης στο αίμα. Π.χ. “Αγάπη μου, βρωμάς τσίβας.”
Θερμόλυσσα (humidex) Ο δείκτης δυσφορίας που νοιώθει κάποιος κανονικός άνθρωπος από τον συνδυασμό ζέστης και υγρασίας. Π.χ. “Το καλοκαίρι στην Αθήνα είναι θερμόλυσσα, δεν παλεύεται”.
Ερωτημαστικό (interrobang) Το σύμβολο που συνδυάζει το ερωτηματικό με το θαυμαστικό και χρησιμοποιείται όταν διατυπώνουμε μια ερώτηση με ειλικρινή έκπληξη. Άντε να βρεις ποιο είναι στο πληκτρολόγιο.
Ρωρός (janny) Εκ του janitor, θυρωρός, επιστάτης, κάποιος που έχει την ευθύνη να προσέχει ένα κτίριο. Π.χ.”ρωρός είναι επάγγελμα που χάνεται”.
Διαγραφιάς (deletional) Κάποιος ή κάτι που χαρακτηρίζεται από την πράξη της διαγραφής. Π.χ. “Σήμερα νοιώθω πολύ διαγραφιάς. Μπαίνω ίνσταγκραμ να πετσοκόψω”.
Μεκανίκος (mechanoid) Μηχανικός άνθρωπος, ανθρωποειδές, ρομπότ, κάποια μηχανή προγραμματισμένη να κάνει κανονική συζήτηση μαζί σου. Π.χ. “Μεκανίκο μη λες μεκαμαλακίες”.
Δενδουλειά (non-job) Κάτι που δεν σχετίζεται με τη δουλειά κάποιου. Π.χ. “-Μπορείς να μου γκουγκλάρεις Pfizer; – Δενδουλειά μου.”
Λαβρακώσιμο (scoopable) Θέμα που είναι ιδανικό για δημοσιογραφικό λαβράκι. Π.χ. “Σία, κράτα μου τρίλεπτο, έχω λαβρακώσιμο.”
Καθιζομάτ (sit-mat) Μικρό χαλάκι που τυλίγεται εύκολα και το κουβαλάς μαζί σου, για να κάθεσαι. Π.χ. “Ποτέ δεν πάω Επίδαυρο χωρίς το καθιζομάτ μου”.
Θολομάτι (stink eye) Βλέμμα που εκφράζει θυμό, αποδοκιμασία, αηδία, σεξουαλική πείνα. Π.χ. “Ξέρεις να ξεματιάζεις; Με κοιτάξανε με θολομάτι στο μετρό”.
Κολλιτσίδα (to follow a person to the grave) Το να ακολουθείς κάποιον μέχρι τον θάνατό του. Το να είσαι επίμονος.
Μωρομπάκα (food baby) Προεξέχον στομάχι που προκαλείται από κατανάλωση μεγάλης ποσότητας τροφής. Π.χ. Δεν χρειάζεται παράδειγμα.
Κωλοσούρνω (to sit on a person’s tail) Το να κάθεσαι στην ουρά κάποιου. Στα αγγλικά είναι αργκό της Πολεμικής Αεροπορίας που σημαίνει να ακολουθείς ένα αεροσκάφος από πολύ κοντά για να το καταρρίψεις. Π.χ. “Αυστηρή προειδοποίηση της Αθήνας προς Άγκυρα μετά το κωλοσούρσιμο στον εναέριο χώρο της Ελλάδας”.
Ζαζάρω /ζαζάριζμα (zhuzh) Η πράξη του να πάρεις κάποιον σύχρηστο και να του δώσεις λάμψη, στιλ, γοητεία. Π.χ. “Μετά την καραντίνα θα θέλουμε όλοι ζαζάριζμα”.
Ζούζυ (zhuzhy) Να έχεις κάνει γενικό ρεκτιφιέ και να είσαι σέξι, λαμπερή, να ζουζουνίζεις.
Φαινόμενη θερμοκρασία (apparent temperature) Εκτιμώμενη θερμοκρασία που μπορεί να διαφέρει από την κανονική ή όταν πας να λουφάρεις από τον Χαρδαλιά.
Σιτκομολάνδη (sitcom-land) Ο χώρος της βιομηχανίας παραγωγής κωμικών σειρών ή ο κόσμος όπως απεικονίζεται σε κωμικές σειρές.
Στηθοβάρεμα (breast-beat) Χτυπάω το στήθος μου από έντονο συναίσθημα, απελπισία ή τύψεις, με τρόπο υπερβολικό, επιδεικτικό ή σαν να παίζω τραγωδία στην Επίδαυρο.
Πηγή: athensvoice.gr