Υπέροχες φυσιογνωμίες που αναδεικνύονται σε κάθε πασχαλινό τραπέζι στο χωριό. Καρικατούρες της ελληνικής πραγματικότητας, άνθρωποι που μοιάζουν να υπάρχουν για εκείνες τις ημέρες του Πάσχα και μετά εξαφανίζονται.

Φέτος, πιο πολύ από κάθε άλλη χρονιά θα μας λείψουν.

Ο μπεκρής

Αυτός που πίνει κάθε μέρα από τις 9 το πρωί τσίπουρο λες και είναι νερό. Θα τον βρεις μόνιμα με κόκκινα μάτια, σε μια γωνιά να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη, ενώ μυρίζει αλκοόλ από χιλιόμετρα.

Ο τρελός

Μπορεί όντως να είναι μπορεί και να το παίζει, κανείς δεν έχει μάθει. Στέκεται κάπου απόμερα και σε κοιτάει έντονα οτιδήποτε και αν κάνεις. Ενίοτε ρωτά φωναχτά πράγματα όπως «ΣΗΜΕΡΑ ΗΡΘΑΤΕ;», «ΚΑΛΑ ΕΙΣΤΕ;», «ΘΑ ΚΑΤΣΕΤΕ ΜΕΡΕΣ;».

Οι παππούδες στον καφενέ

Καφενές που είναι βενζινάδικο/σούπερ μάρκετ/ ανθοπωλείο και κ***μπαρο μαζί. Αράζουν σε ξύλινες καρέκλες στο πεζοδρόμιο κοιτώντας και κρίνοντας περαστικούς. Πίνουν μπίρες και τρώνε κάτι που μοιάζει με μεζέ αγνώστου προέλευσης.

Ο ειδήμων του ψησίματος

Ο «άσ’ το εγώ το ξέρω το αρνί σαν παιδί μου», εκείνος που αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση, γιατί ξέρει με μαθηματική ακρίβεια την γωνία που πρέπει να μπει το αρνί στη σούβλα για να γυρίσει αεροδυναμικά και να ψηθεί ομοιόμορφα. Έχει βγάλει συνάρτηση για τον χρόνο ψησίματος, αλλά και για τις ποσότητες αλατιού/μπαχαρικών που χρειάζονται.

Ο άγνωστος γείτονας

Ο περαστικός γείτονας που περνάει από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αυλή με μια σακούλα ψωμιά στο χέρι και γίνεται φόρτωμα τρωγοπίνοντας στα μουλωχτά. «Εγώ λίγο θα κάτσω ένα γεια ήρθα να πω, καλό Πάσχα σε όλους, υγεία». Κανείς δεν τον ξέρει.

Ο αστειάτορας θείος

Ο «νεαρός» θείος που κάνει τα πιο κλισέ αστεία, λέει το ίδιο ανέκδοτο με το ίδιο αμείωτο κέφι εδώ και 20 Κυριακές του Πάσχα, ξεκουμπώνει δυο κουμπιά του παντελονιού και συνεχίζει ακάθεκτος να καταβροχθίζει τα πάντα όλα.

Η κουτσομπόλα ξαδέρφη/θεία

Αυτή που δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά θεωρεί καθήκον της να σε πρήζει με το «πότε θα σε δει νυφούλα». Συχνά πυκνά θα σχολιάσει, χωρίς να ξέρει, το μαγείρεμα της νοικοκυράς κρίνοντας το ότι «άρπαξαν μωρέ οι πατάτες δεν τις βλέπεις;».

Ο πατέρας

Ο πατέρας που, όταν ήσουν μικρός σε ξύπναγε από τις 5.15 το πρωί, έχοντας πακετάρει ένα κάρο πράγματα για να πάτε στο χωριό, τιγκάροντας το πορτ μπαγκάζ με αποσκευές για μηνιαία εξόρμηση και μουρμουρώντας «ο ΜΑΛ*** ΓΙΑ ΟΛΑ, έχω καμιά όρεξη να πάω στο κωλοχώρι; Με ρώτησε εμένα κανείς; Για σας το κάνω και αυτό είναι το ευχαριστώ».

Ο ρεμάλης γιος

Ο γιος της οικογένειας που έχει έρθει από την πόλη για Πάσχα και έπινε ξύδια όλο το προηγούμενο βράδυ. Με το ζόρι θα σηκωθεί εκεί κατά το μεσημεράκι, θα κάτσει με ξινισμένη μούρη να φάει και μετά θα πάει να ξανακοιμηθεί.

Οι κοκέτες της πόλης

Οι γυναίκες από την πόλη που ετοιμάζονται όλο το χρόνο για να φορέσουν το λαμέ φόρεμα, γκλίτερ, παγιέτες, λακ με το κιλό για να πάρουν το άγιο φως. Φορέσανε την Άρτα με τα Γιάννενα και ψηλοτάκουνα για να κάτσουν 10’ στην εκκλησία απέξω.

Τα γερόντια της εκκλησιάς

Παππούδες και γιαγιάδες που πιάνουν στασίδι μπροστά μπροστά στην εκκλησία για να πάρουν πρώτοι το άγιο φως. Για αυτούς τους κακόμοιρους η Μεγάλη Εβδομάδα είναι κάτι σαν το αμερικάνικο Spring Break, στόχος χρονιάς και λόγος για να περιμένουν στωικά όλες τις υπόλοιπες μέρες.

Τα 5χρονα που βαριούνται

Θέλουν να ανέβουν στην ταράτσα, μετά θέλουν να τα πας στο κοτέτσι να «δουν» τα κοτοπουλάκια (έτσι λένε, στην πραγματικότητα θέλουν να τα κυνηγήσουν), μετά θέλουν να παίξετε, μετά θέλουν να μάθουν γιατί το παντελόνι σου είναι τέτοιο χρώμα και μετά να τους εξηγήσεις γιατί το Πάσχα τρώμε αρνί και γιατί καπνίζεις αφού δεν κάνει.

 

Πηγή: in2life.gr