Οι εξελίξεις στις χώρες του Δυτικού Συνασπισμού, εύλογα επηρεάζουν τον σχεδιασμό της πολιτικής μας. Τόσο γιατί και ιστορικά και πολιτισμικά ανήκουμε στην ‘οικογένεια του ελεύθερου κόσμου’, που έχει ως σημείο αναφοράς της τον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό-λίκνο της αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, όσο και γιατί με φρόνηση ηγέτες της νεώτερης Ιστορίας μας, ενέταξαν τη χώρα μας, στις κορυφαίες δυτικές συμμαχίες.

Η επιλογή ήταν καθοριστική και για τους γνωστούς λόγους- ευημερίας, ανθρωπισμού και αξιοπρέπειας, που όλες οι μεταπολεμικές γενιές βίωσαν- και σωτήρια.

Η ‘συνταγή’ της επιτυχίας ωστόσο του Δυτικού κόσμου, δεν είναι απόρροια μόνο των ευγενών ιδεωδών, που πρεσβεύει και ιστορικά δικαιώνονται. Υπάρχει μεθοδικότητα, ρεαλισμός και όραμα των ηγετών του. Και πάνω από όλα πίστη να αγωνιστούν, ακόμα και όταν επιχειρείται ‘ δελεασμός’ τους με τις σειρήνες του εφησυχασμού και της αδιαφορίας. Της προιούσας δηλαδή παρακμής.

Τα κράτη της Σκανδιναυικής χερσονήσου, αποτελούν ένα παράδειγμα άξιο μελέτης και άντλησης διδαγμάτων. Αντιπαλεύοντας τις κλιματικές αντιξοότητες και παρά το ότι είχαν σε διάρκεια αιώνων να αντιμετωπίσουν πανίσχυρους γείτονες με επεκτατικές διαθέσεις -όπως η Ρωσία και η Γερμανία- κατάφεραν και να αντισταθούν και να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα.

Πρόσφατα στη Φινλανδία, τη χώρα των ‘πιο χαρούμενων’, όπως λέγεται ανθρώπων της Ευρώπης, ξεκίνησε μια σοβαρή συζήτηση για τη δημιουργία αμυντικών υποδομών και τη ‘στρατικοποίηση’ του Αρχιπελάγους Άλαντ. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα 7.000 νησιών, που μόλις 60 εξ αυτών κατοικούνται, με πρωτεύουσα το ομώνυμο νησί και με πληθυσμό περί τις 30.000.

Τα νησιά αυτά δεσπόζουν στον βορά της Βαλτικής Θάλασσας, σε μια περιοχή δηλαδή που διέρχονται οι ζωτικής σημασίας θαλάσσιες οδοί για τις Τίγρεις της Βαλτικής-τη Λιθουανία, την Εσθονία και τη Λετονία- αλλά και από τις οποίες εξαρτώνται κορυφαία συμφέροντα της Ρωσίας. Η Αγία Πετρούπολη και ο θύλακας του Καλίνιγκραντ- το πρώην Κένιξμπεργκ, η πρώην πρωτεύουσα της Ανατολικής Πρωσίας και κοιτίδα του Γερμανικού μιλιταρισμού-είναι το λίκνο ιστορικής διαδρομής και ισχύος της Ρωσίας.

Στην εξαιρετικά φορτισμένη, από πολιτικής, οικονομικής και ιστορικής σκοπιάς, θαλάσσια αυτή περιοχή, το Αρχιπέλαγος Άλαντ, από το 1856, έχει κηρυχθεί με διεθνή συνθήκη, ως αποστρατικοποιημένη ζώνη, σε περίοδο ειρήνης και ως ουδέτερη ζώνη σε περίοδο πολέμου. Η ρύθμιση αυτή ήταν αποτέλεσμα της συνθήκης τερματισμού του Κριμαικού Πολέμου, που διήρκησε από το 1853 έως το 1856.

Επιβεβαιώθηκε το 1921 με νέα διεθνή συνθήκη, όταν η Φινλανδία είχε κηρύξει ήδη από το 1917 την ανεξαρτησία της από την καταρρέουσα Τσαρική Ρωσία. Εις επίρρωσή της η Σοβιετική Ρωσία και η Φινλανδία, με την οποία μοιράζονται 1341 χιλιόμετρα συνοριακής μεθορίου, συμφώνησαν το 1940 να δημιουργηθεί Σοβιετικό Προξενείο στο Άλαντ, για να επιβλέπει και να επιβεβαιώνει την αποστρατικοποίηση των νησιών.

Κι ενώ υπάρχει όλο αυτό το ιστορικό προηγούμενο, έναντι μεγαθηριών της διεθνούς πολιτικής και της ιστορίας και ενώ υπάρχουν διεθνείς συνθήκες, με ρητή πρόβλεψη για την αποστρατικοποίηση των νησιών κι ενώ η Φινλανδία έχει γίνει αποδεκτή στο ΝΑΤΟ και καλύπτεται από την ‘ομπρέλα’ του άρθρου 5 για την αλληλεγγύη και τη συλλογική άμυνα, η χώρα εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να εξοπλίσει τα νησιά του  Άλαντ.

Η σχετική μάλιστα συζήτηση ξεκινά από τον Κεντροδεξιό, κυβερνητικό όπως δείχνει, συνασπισμό, που μόλις πριν μεριά χρόνια είχε απορρίψει σχετική πρόταση από την Κεντροαριστερά. Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι απειλές για στρατιωτική- τεχνική απάντηση στην απόφαση της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, λέγεται ότι επέδρασαν καταλυτικά, στην αλλαγή σχεδιασμού και προθέσεων.

Οι ίδιοι οι κάτοικοι των νησιών, που κατά κανόνα είναι Σουηδόφωνοι και απολαμβάνουν αυτονομίας, φαίνεται να στηρίζουν καθολικά τον εξοπλισμό τους. Κι ας υπονομεύεται όπως λέγονταν παλαιότερα η αυτονομία τους. Πρυτανεύει η λογική και η ανάγκη ασφάλειας. Εύλογα συμπεράσματα και προτεραιότητες. Αυτά ως προς τη ‘σοβαρότητα΄ κάθε ενδεχόμενου συζήτησης για οποιαδήποτε εκδοχή αποστρατικοποίησης των νησιών μας. Το ότι ανήκουμε στη Δύση, είναι πρόκληση διαρκούς επιβεβαίωσης.