Νέα μελέτη αποκαλύπτει πως η φρουκτόζη μπορεί να «ταΐσει» τα καρκινικά κύτταρα.

Η φρουκτόζη είναι ένα φυσικό σάκχαρο που βρίσκεται στα φρούτα, καθώς και σε κάποια λαχανικά και στο μέλι. Όταν την προσλαμβάνουμε μέσα από μια φυσική πηγή όπως είναι τα μήλα και οι χουρμάδες, η φρουκτόζη δεν είναι βλαβερή· αντιθέτως, αυτές οι τροφές είναι θρεπτικές και πλούσιες σε φυτικές ίνες, που καλό είναι να υπάρχουν στη διατροφή μας.

Από την άλλη, όταν καταναλώνεται με τη μορφή του σιροπιού καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης που βρίσκεται συνήθως σε επεξεργασμένες τροφές, αναψυκτικά και συσκευασμένα αρτοσκευάσματα, τότε μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για την υγεία μας.

Πολλές μελέτες στο παρελθόν έχουν ανακαλύψει τη σύνδεση ανάμεσα στην κατανάλωση σιροπιού καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης και σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ, διαβήτη τύπου 2, συσσώρευσης λίπους στο συκώτι, προβλημάτων με τα νεφρά και καρκίνου.

«Συναντάμε τη φρουκτόζη φυσικά σε κάποια φρούτα και λαχανικά, οπότε οι άνθρωποι πάντα έχουν έκθεση σε αυτή. Αυτό που έχει αλλάξει τις τελευταίες 4 με 5 δεκαετίες είναι ότι έχουμε ξεκινήσει να τη χρησιμοποιούμε ως τεχνητό γλυκαντικό σε επεξεργασμένα τρόφιμα.

Ως εκ τούτου, πολλοί άνθρωποι εκτίθενται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με παλαιότερα. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ο αντίκτυπος αυτής της αλλαγής στην ανθρώπινη υγεία», εξήγησε πρόσφατα στο Medical News Today ο δρ. Gary Patti, καθηγητής Χημείας στο Washington University του St. Louis και επικεφαλής σχετικής μελέτης που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature».

Πώς η φρουκτόζη σχετίζεται με τον καρκίνο
Σύμφωνα με τη μελέτη, η φρουκτόζη μπορεί να προωθήσει την ανάπτυξη καρκινικών όγκων σε ζώα. Ειδικότερα, τα ζώα που ακολουθούσαν μια διατροφή υψηλή σε φρουκτόζη είχαν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του δέρματος, του μαστού και της μήτρας. Σημειώνουμε ότι είναι δύσκολο να καταναλώσει κάποιος αρκετά μεγάλες ποσότητες φρουκτόζης μέσα από φυσικές πηγές, επομένως η διατροφή των ζώων ήταν πλούσια σε επεξεργασμένες τροφές που περιείχαν σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης.

«Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι τα καρκινικά κύτταρα είναι εθισμένα στη γλυκόζη. Το εκμεταλλευόμαστε αυτό συνέχεια στην κλινική: Δίνουμε στους ασθενείς μια ραδιενεργή μορφή γλυκόζης που εμφανίζεται στις τομογραφίες PET scan. Καθώς τα καρκινικά κύτταρα προσλαμβάνουν περισσότερη γλυκόζη από τα υγιή, ‘φωτίζονται’ στις εικόνες και έτσι εντοπίζουμε τον καρκίνο», εξήγησε ο Δρ Patti.

«Η γλυκόζη και η φρουκτόζη αποτελούνται από τα ίδια ακριβώς άτομα και η μόνη μεταξύ τους διαφορά είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι διατεταγμένα τα άτομα. Δεδομένης της μεγάλης επιθυμίας που έχουν τα καρκινικά κύτταρα για γλυκόζη, είναι δελεαστικό να φανταστούμε ότι μπορεί να χρησιμοποιούν τη φρουκτόζη με παρόμοιο τρόπο», πρόσθεσε ο ίδιος.

Ο καθηγητής Patti και η ομάδα του ανακάλυψαν ότι το ήπαρ μετατρέπει τη φρουκτόζη σε έναν τύπο λιπιδίων που ονομάζονται λυσοφωσφατιδυλοχολίνες (LPCs), οι οποίες σχετίζονται με τη φλεγμονή.

Όταν τα καρκινικά κύτταρα διαιρούνται, χρειάζονται μεγάλες ποσότητες λιπιδίων. Η αύξηση των επιπέδων LPCs στο αίμα διευκολύνει τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων, ενισχύοντας την ανάπτυξη των όγκων.

«Όταν καταναλώνουμε υπερβολικές ποσότητες τροφής, το σώμα μας τη μετατρέπει σε λίπος για να αποθηκεύσει ενέργεια», εξηγεί ο Patti. «Με τον ίδιο τρόπο, η υψηλή κατανάλωση φρουκτόζης οδηγεί σε μετατροπή της σε λιπίδια στο ήπαρ. Αυτά τα λιπίδια, στη συνέχεια, μπορούν να ‘τρέφουν’ τον όγκο».

Ο καρκίνος διαφέρει από τα περισσότερα κύτταρα του σώματος, καθώς τα καρκινικά κύτταρα διαιρούνται ταχύτερα για να επιτρέψουν την ανάπτυξη των όγκων. «Για να διαιρεθεί ένα καρκινικό κύτταρο, πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο σύνολο κυτταρικών στοιχείων», σημειώνει ο Patti. «Αυτό απαιτεί μεγάλα αποθέματα θρεπτικών συστατικών, τα οποία προέρχονται τελικά από τη διατροφή. Είναι λογικό να φανταστούμε ότι η τροποποίηση της διατροφής μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη των όγκων».

Ωστόσο, ο Patti τονίζει ότι η διαδικασία είναι περίπλοκη. «Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως η θέση του όγκου στο σώμα, τα ογκογονίδια που φέρει, τα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής και οι μετατροπές που υφίστανται τα διατροφικά συστατικά πριν φτάσουν στον όγκο». Παρόλο που η κατανόησή μας βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ο ίδιος ελπίζει ότι η μελέτη αυτή θα συμβάλει στη διαλεύκανση αυτών των σύνθετων μηχανισμών.

 

 

 

Πηγή:dnews