Σωτήριος Θεολόγου, τ. Πρόεδρος Συλλόγου Φοιτητών Α.Ε.Α.Θ.

Σε όλο το διάβα της ελληνικής ιστορίας, σπουδαίοι άνθρωποι ξεχώρισαν για τη φιλοπατρία τους και την υπεράσπιση της πατρίδας σε δύσκολες χρονικές περιόδους. Άνθρωποι που έφτασαν να δίνουν όλο τους το είναι, αλλά και ακόμα και τη ζωή τους για μία ελεύθερη Ελλάδα, οι οποίοι προστέθηκαν στο πάνθεο των ηρώων.

Σε αυτούς τους ανθρώπους συγκαταλέγεται και ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης. Αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα για τη Βόρεια Πιερία αλλά και για όλη την Μακεδονία, η στάση του απέναντι στα απελευθερωτικά κινήματα και στην ελευθέρωση της Πιερίας και της Μακεδονίας. Ακολουθεί το παράδειγμα των μεγάλων αρχιερέων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον «υπέρ πίστεως και πατρίδος» αγώνα από το 1821 κ.εξ.

Ο Νικόλαος Λούσης γεννιέται στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το 1840. Με υποτροφία του Κομιτζοπουλείου κληροδοτήματος, σπουδάζει στη Ριζάρειο σχολή στην Αθήνα. Αφού ολοκληρώνει τις σπουδές στην Αθήνα, επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του και χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Φιλιππούπολης. Προσπαθεί ο διάκονος Νικόλαος να αγωνιστεί εναντίον των Οθωμανών και, κατά το 1868 που ξεσπάει η επανάσταση Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πηγαίνει στα Χανιά και διορίζεται δάσκαλος, όπου, από αυτή τη θέση, βοηθάει στον αγώνα. Το 1873, διορίζεται καθηγητής στο Λύκειο του Σταυροδρομίου Κωνσταντινουπόλεως. Δύο χρόνια αργότερα, το 1875, μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου συνδέεται με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και, αργότερα, Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Γίνεται αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Ιωακείμ και, σε έναν χρόνο, χειροτονείται επίσκοπος Κίτρους, σε ηλικία, μόλις, 34 χρόνων.

Η επισκοπή Κίτρους ήταν ιστορική επισκοπή της μητρόπολης Θεσσαλονίκης και κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα στις επισκοπές που ήταν υπαγόμενες στην μητρόπολη.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο επίσκοπος Νικόλαος χαίρει της εκτιμήσεως όλων των κατοίκων της Μακεδονίας. Μάλιστα, όταν πεθαίνει ο μητροπολίτης Βεροίας, οι κάτοικοι ζητούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την προαγωγή του επισκόπου Νικολάου, αλλά το Πατριαρχείο δεν την υιοθέτησε.

Ο επίσκοπος Νικόλαος ήταν μυημένος στην οργάνωση «Αδελφότητα» από την Αθήνα, η οποία προσπαθούσε στον ξεσηκωμό των Ελλήνων και σε επανάσταση εναντίον των Οθωμανών. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Νικόλαος Λούσης όργωσε όλη την επισκοπή του και προετοίμασε τους κατοίκους για επικείμενη εξέγερση εναντίον του Οθωμανικού ζυγού.

Η επανάσταση ορίστηκε για τον Φεβρουάριο του 1878.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1878, ξεσπάει η επανάσταση στον Κολινδρό, με την ευλόγηση της σημαίας από τον επίσκοπο Νικόλαο Λούση. Στα απομνημονεύματά του, γράφει σχετικά: «Την 22αν Φεβρουαρίου -σημειώνει ο επίσκοπος Κίτρους σ’ έκθεσή του- το πλείστον μέρος του εν Κολινδρώ πληθυσμού εξήλθε της κωμοπόλεως εις θέσιν τινά εξέχουσα, εκεί δε περιστοιχιζόμενος υπό πάντων των οπλιτών, δεηθείς υπέρ του αρχομένου αγώνος και ευλογήσας την σημαίαν, ύψωσα αυτήν εν ζητωκραυγαίς υπέρ της ελευθερίας και ενώσεως ημών μετά της μητρός Ελλάδος, μεθ’ ό ενεχείρησα αυτήν τω προεκλεχθέντι σημαιοφόρω Ηλία Ζαρκάδα, Κολινδρινώ. Την τελετήν ταύτην επεσφράγισαν πολλοί των εγχωρίων πυροβολισμοί».

Όμως, λόγω δύσκολου ανεφοδιασμού στα όπλα και πυρομαχικά, στις 26 Φεβρουαρίου εκκενώνεται η κωμόπολη, ενώ, προηγουμένως, ο επίσκοπος Νικόλαος πυρπολεί την επισκοπή για να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών τα έγγραφα και τα αρχεία του τόπου.

Μπορεί η επανάσταση να μην είχε το ποθητό αποτέλεσμα, αντίθετα, κατάφερε να σταματήσει τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εις βάρος της Ελλάδας.

Μετά από την επανάσταση του 1878, ο επίσκοπος Κίτρους κατευθύνεται στην Αθήνα, μέσω Λαμίας. Στην πρωτεύουσα, τον υποδέχονται με τις πρέπουσες τιμές και με πλήθος κόσμου. Διορίστηκε θεολόγος στο γυμνάσιο Λαμίας. Στις 29 Ιουλίου 1882, πεθαίνει από φυματίωση, χωρίς την πρέπουσα βοήθεια από το ελεύθερο ελληνικό κράτος, σε ηλικία 42 ετών.

Το παράδειγμα και η ζωή του επισκόπου Κίτρους Νικολάου, ας είναι οδοδείκτης στη ζωή μας και να ακολουθήσουμε το δρόμο που χάραξε ο ίδιος. Πολέμησε και έδωσε το είναι του για την ελευθερία του τόπου του και να ζήσουν οι απόγονοι ελεύθεροι. Εμείς, σήμερα, δεν νοιαζόμαστε για το συλλογικό και το εθνικό συμφέρον, παρά μόνο για το ατομικό. Κάπου χάσαμε την πορεία μας ως έθνος. Χρειάζεται να χαράξουμε εκ νέου την πορεία μας, πριν να είναι αργά.