Αμερικανός ηθοποιός, που ξεκίνησε την καριέρα του από κωμικές εκπομπές και με το εκκεντρικό κωμικό του στιλ απέκτησε μία άνευ προηγουμένου δημοτικότητα.

Από την πληθώρα των ηθοποιών που ξεκίνησαν την καριέρα τους από κωμικές εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης και στη συνέχεια πέρασαν στον κινηματογράφο, ο Μπιλ Μάρεϊ (Bill Murray) θεωρείται από τους πλέον επιτυχημένους και απρόβλεπτους, δημιουργώντας μία ξεχωριστή καριέρα που του επέτρεψε να επεκταθεί από τη φαρσοκωμωδία στο δράμα. Με το εκκεντρικό κωμικό του στιλ (το ανέκφραστο χιούμορ είναι το σήμα κατατεθέν του), τόσο στην οθόνη όσο και στην προσωπική του ζωή, έχει αποκτήσει μία άνευ προηγουμένου δημοτικότητα, που τον έχει αναγάγει σε λαϊκό είδωλο για μία μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας.

Τα πρώτα βήματα στην υποκριτική
Ο Γουίλιαμ Τζέιμς Μάρεϊ γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1950 στα περίχωρα του Σικάγου. Παιδί πολυμελούς μικροαστικής οικογένειας, εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά και τελικά βρήκε διέξοδο στην υποκριτική με τη βοήθεια του μεγάλου του αδελφού. Ξεκίνησε την καριέρα του από τη σατιρική ραδιοφωνική εκπομπή «National Lampoon Radio Hour» (1975) μαζί με δύo από τους πιο σημαντικούς κωμικούς της γενιάς του, τον Τζον Μπελούσι και τον Νταν Aκρόντ. Από το 1977 έως το 1980 εμφανιζόταν στην κωμική εκπομπή του NBC «Saturday Night Live», από την οποία κέρδισε αναγνωρισιμότητα.

Η κινηματογραφική του καριέρα ξεκίνησε με μία σειρά από εμπορικές επιτυχίες, όπως οι κωμωδίες «Μεζεδάκια» («Meatballs», 1979), «Το κλαμπ με τις λωλές» («Caddyshack», 1980) και «Δυο τρελοί… τρελοί κομάντος» («Stripes», 1981). Το 1984 πρωταγωνίστησε με τους Νταν Ακρόιντ και Χάρολντ Ράμις στην κωμωδία φαντασίας του Ιβάν Ράιτμαν «Ghostbusters», μία από τις εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας του ‘80.

«Η ημέρα της μαρμότας»
Μία σειρά ανεπιτυχών ταινιών οδήγησε τον Μάρεϊ σε μια περίοδο ενδοσκόπησης, μέχρι να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία «Πάρε το χαρτί και τρέχα» («Quick Change», 1990). Αφού έπαιξε έναν «καμένο» μετεωρολόγο στην υπαρξιακή κωμωδία «Η ημέρα της μαρμότας» («Groundhog Day», 1993), ο Μάρεϊ άρχισε ν’ αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη προσοχή την καριέρα του και να έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον εαυτό του. Οι κριτικοί τον επαίνεσαν για τους δεύτερους ρόλους του στο βιογραφικό δράμα του Τιμ Μπάρτον «Εντ Γουντ» («Ed Wood», 1994) και στην κωμωδία του Γουές Άντερσον «Ο Αρχάριος» («Rushmore», 1998).

Υποψηφιότητά για Όσκαρ
Το 2003 ήταν η χρονιά της καταξίωσης. Ο ρόλος τού ξεπεσμένου αμερικανού ηθοποιού που επισκέπτεται την Ιαπωνία στην κομεντί της Σοφίας Κόπολα «Χαμένοι στη μετάφραση» («Lost in Translation», 2003) του χάρισε την πρώτη και μοναδική έως τώρα υποψηφιότητά του για Όσκαρ. Το βάθος και η ευαισθησία της ερμηνείας του εξέπληξε τους κριτικούς και σταθεροποίησε τη θέση του ως ένας ολοκληρωμένος δραματικός ηθοποιός. Ο Μάρεϊ απέσπασε επίσης επαίνους για την ερμηνεία του ως μακροχρόνιος εργένης που επανεξετάζει τις ερωτικές του επιλογές του στην ταινία του Τζιμ Τζάρμους «Τσακισμένα Λουλούδια» («Broken Flowers», 2005).

Ο Μάρεϊ «κούμπωνε» τέλεια με τον ιδιόρρυθμο κόσμο των ταινιών του Γουές Άντερσον γι’ αυτό και η συνεργασία του επεκτάθηκε σε ταινίες, όπως «Οικογένεια Τενενμπάουμ» («The Royal Tenenbaums», 2001), «Υδάτινες Ιστορίες» («The Life Aquatic with Steve Zissou», 2004), «Ταξίδι στο Darjeeling» («The Darjeeling Limited», 2007), «Ο Έρωτας του Φεγγαριού» («Moonrise Kingdom», 2012) και «Ξενοδοχείο Grand Budapest» («The Grand Budapest Hotel», 2014).

Ξεχωριστή ήταν και η διαδρομή του ως ηθοποιός φωνής. Ήταν η φωνή του σαρδόνιου γάτου Garfield σε δύο εμπορικά επιτυχημένες ταινίες (2004 και 2006), βασισμένες στο ομώνυμο κόμικ, καθώς και η φωνή ενός ασβού στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουές Άντερσον «Ο απίθανος κύριος Φοξ» («Fantastic Mr. Fox», 2009), βασισμένη σ’ ένα παιδικό μυθιστόρημα του Ρόαλντ Νταλ. Δάνεισε ακόμη τη φωνή του στον αρκούδο Μπαλού στην τρισδιάστατη ψηφιακή εκδοχή του μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Το βιβλίο της ζούγκλας» («The Jungle Book», 2016), που σκηνοθέτησε ο Τζον Φάβρο και σ’ ένα από τα σκυλιά που πρωταγωνιστούν στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουές Άντερσον, «Το νησί των σκύλων» («Isle of Dogs», 2018).

Ο Μάρεϊ έπαιξε επίσης δεύτερους ρόλους ως διευθυντής γραφείου κηδειών στην ιδιόρρυθμη κωμωδία εποχής «Get Low» (2009) και ως μαφιόζος στο θρίλερ «Ο άγγελος του πάθους» («Passion Play», 2010). Το 2012 υποδύθηκε τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ στην ταινία εποχής «Σαββατοκύριακο στο Χάιντ Παρκ» («Hyde Park on Hudson»), η οποίο επικεντρώνεται στην ιδιωτική ζωή του αμερικανού προέδρου κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου του 1939, όταν φιλοξενούσε το βασιλικό ζεύγος της Μεγάλης Βρετανίας.

Αργότερα έπαιξε στο πολεμικό δράμα του Τζορτζ Κλούνεϊ «Μνημείων Άνδρες» («The Monuments Men», 2014), ως μέλος μιας επίλεκτης ομάδας στρατιωτικών που έχουν ως αποστολή να ανακτήσουν κλεμμένα από τους Ναζί έργα τέχνης.

Βραβείο Έμμυ
Την ίδια χρονιά απέσπασε διθυραμβικές κριτικές κι ένα βραβείο Έμμυ για το ρόλο ενός καταθλιπτικού χήρου στη μίνι τηλεοπτική σειρά του HBO «Olive Kitteridge». Τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε στην κωμωδία του Μπάρι Λέβινσον «Rock the Kasbah», στο ρόλο ενός μουσικού που καθοδηγεί ένα νεαρό αφγανό τραγουδιστή στην τοπική εκδοχή του μουσικού διαγωνισμού «American Idol».

Ξανασυνεργάστηκε με τον Τζιμ Τζάρμους στην κωμωδία «The Dead Don’t Die» (2019), μία σάτιρα για τις ταινίες τρόμου και με τη Σοφία Κόπολα τον επόμενο χρόνο στο οικογενειακό δράμα «On the Rocks».

Εκτός των κινηματογραφικών πλατό, ο Μπιλ Μάρεϊ έχει αναπτύξει μία αξιοσημείωτη επιχειρηματική δραστηριότητα. Μαζί με τα αδέλφια του διατηρούν εστιατόρια και μία εταιρεία εξοπλισμού για γκολφ. Η σχέση του με το γκολφ κρατάει από τα νεανικά του χρόνια, όταν έβγαζε τα προς το ζην ως κάντι (το παιδί που κουβαλάει τον εξοπλισμό του γκόλφερ). Στην προσωπική του ζωή έχει αποκτήσει έξι παιδιά από τους δύο γάμους του.

 

 

Πηγή:sansimera.gr