Aνατριχίλα και αποτροπιασμό προκαλεί ο Βρετανός “συμπεριφορικός κοινωνιολόγος” Robert Dingwall που συμβουλεύει τη βρετανική κυβέρνηση (ως μέλος των επιτροπών NERVTAG και MEAG) να ακολουθήσει την πολιτική της περιβόητης “ανοσίας αγέλης” ως μέσο ανάσχεσης των συνεπειών (όχι της εξάπλωσης) του κορωνοϊού. Δεν είναι τελικά μια απλή απόφαση του “περίεργου” Μπόρις Τζόνσον τα όσα συμβαίνουν στη Βρετανία με την “ανοσία της αγέλης” αλλά υποκρύπονται τεράστια (και… αρρωστημένα) οικονομικά συμφέροντα.

Διαβάστε το απόσπασμα:

“[…] Υπάρχει όμως και ένα ερώτημα που πρέπει να τεθεί πρώτο: ποιος λέει πως είναι επιθυμητό να αποτραπεί ο κάθε θάνατος ανεξάρτητα από το κόστος; Δική μου εντύπωση είναι πως οι ηχηρότερες φωνές προς αυτή την κατεύθυνση προέρχονται από νέους ή μέσης ηλικίας ανθρώπους που δεν έχουν ακόμη αποδεχτεί το γεγονός ότι ο θάνατος αποτελεί φυσιολογικό μέρος της ζωής. Συμβαίνει σε όλους μας όταν έρθει η ώρα μας. Βεβαίως, κάθε σώφρον άτομο θα προτιμούσε να πεθάνει αργότερα παρά νωρίτερα, όμως οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει επίσης να λάβουν υπόψη ότι μερικοί θάνατοι είναι ευκολότερο να τους αντέξει κανείς συγκριτικά με κάποιους άλλους. Δεν είναι τυχαίο ότι η πνευμονία περιγραφόταν παλαιότερα σαν “ο φίλος του γέρου”, τον καιρό που δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί τα αντιβιοτικά. Αντίθετα με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε το θέμα από ορισμένα ΜΜΕ, κανείς δεν υποστηρίζει πως οποιοδήποτε γηραιό άτομο θα πρέπει να εγκαταλειφθεί να πεθάνει χωρίς επαγγελματική νοσηλεία. Ωστόσο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πολλοί αδύναμοι γέροντες θα μπορούσαν να δουν τη λοίμωξη του Covid-19 σαν ένα σχετικά γαλήνιο τέλος, σε σύγκριση, φερ’ ειπείν, με το να παραμείνουν για πολλά χρόνια σε άνοια, ή σε σύγκριση με μερικούς καρκίνους. Η πρόταση να ενθαρρύνει η κυβέρνηση τη συζήτηση επ’ αυτού του ζητήματος μέσα στις οικογένειες, δεν αποτελεί ένα σχέδιο εξόντωσης των ηλικιωμένων αλλά ένα σχέδιο σεβασμού της αυτονομίας τους και του δικαιώματός τους να είναι οι ίδιοι που θα λάβουν τέτοιες αποφάσεις και όχι κάποιοι άλλοι για λογαριασμό τους […]”

 

 

Πηγή: Social Science Space