Ο καλλιτέχνης με τη σημαντική καλλιτεχνική διαδρομή πέρασε πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, όταν βρέθηκε αντιμέπωπος με τη σεξουαλική κακοποίηση.

Μετά από μια σύντομη αλλά δυστυχώς μοιραία περιπέτεια υγείας, ο γνωστός τραγουδιστής έχασε τη μάχη με τη ζωή σε ηλικία 63 χρόνων. Ο καλλιτέχνης έγινε διάσημος τις δεκαετίες του 1970 και του 80 με επιτυχίες όπως το Ghost Town, το Gangsters και το Too Much Too Young.

Την είδηση του θανάτου του Χολ ανακοίνωσαν οι Specials. «Με μεγάλη λύπη ανακοινώνουμε τον θάνατο, μετά από μια σύντομη ασθένεια, του Terry, του όμορφου φίλου, αδελφού μας και ενός από τους πιο λαμπρούς τραγουδιστές, τραγουδοποιούς και στιχουργούς που έχει βγάλει ποτέ αυτή η χώρα», έγραψε το συγκρότημα στο Twitter.

«Ο Τέρι ήταν ένας υπέροχος σύζυγος και πατέρας και μια από τις πιο ευγενικές, πιο αστείες και γνήσιες ψυχές. Η μουσική του και οι ερμηνείες του περιείχαν την ίδια την ουσία της ζωής… τη χαρά, τον πόνο, το χιούμορ, τον αγώνα για δικαιοσύνη, αλλά κυρίως την αγάπη».

«Ξέραμε ότι ο Τέρι δεν ήταν καλά, αλλά δεν συνειδητοποιούσαμε πόσο σοβαρό ήταν μέχρι πρόσφατα», έγραψε. «Μόλις είχαμε επιβεβαιώσει κάποιες κοινές μουσικές συμφωνίες του 2023 μαζί. Αυτό με έχει χτυπήσει σκληρά και πρέπει να είναι εξαιρετικά δύσκολο για τη γυναίκα και την οικογένεια του Terry» ανέφερε ο Νέβιλ Στέιπλ, μέλος των Specials και των Fun Boy Three.

 

Η απαγωγή και η σεξουαλική κακοποίηση σε ηλικία 12 ετών
Ο Τέρι Χολ γεννήθηκε το 1959 και μεγάλωσε στο Κόβεντρι, όπου τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του εργαζόταν στην τότε ακμάζουσα αυτοκινητοβιομηχανία της πόλης.

Η ζωή του όμως άλλαξε ξαφνικά όταν, σε ηλικία 12 ετών, τον απήγαγε ένας δάσκαλος.

«Με απήγαγαν, με πήγαν στη Γαλλία και με κακοποίησαν σεξουαλικά για τέσσερις ημέρες», είπε στο The Spectator το 2019. «Και μετά με γρονθοκόπησαν στο πρόσωπο και με άφησαν στην άκρη του δρόμου».

‘Οπως είπε ο ίδιος η κακοποίησή του τον άφησε να παλεύει σε όλη του τη ζωή με την κατάθλιψη και τον έκανε να εγκαταλείψει το σχολείο σε ηλικία 14 ετών, αφού εθίστηκε στα Valium.

Η καλλιτεχνική διαδρομή

Για τον Χολ η μουσική ήταν η παρηγοριά του και σύντομα εντάχθηκε σε ένα τοπικό πανκ συγκρότημα, τους Squad.
Εκεί τον εντόπισε ο Jerry Dammers των The Specials, ο οποίος τον στρατολόγησε ως frontman του συγκροτήματος που γρήγορα αναδείχθηκε σε εθνικό επίπεδο αφού ο John Peel του Radio 1 έπαιξε το ντεμπούτο τους single, Gangsters, στην εκπομπή του.

Το τραγούδι – ένας φόρος τιμής στο κλασικό ska Al Capone του Prince Buster – καθιέρωσε το συγκρότημα και τη δισκογραφική τους εταιρεία 2-Tone ως σημαντική δύναμη στη βρετανική μουσική.

Το συγκρότημα το οποίο γρήγορα γνώρισε τη φήμη, σημείωσε επτά διαδοχικά top 10 σινγκλ μεταξύ 1979 και 1981.

Εκείνη η περίοδος κορυφώθηκε με το Ghost Town του 1981, ένα τραγούδι που φαινόταν να προβλέπει και στη συνέχεια να κάνει soundtrack τις ταραχές εκείνου του καλοκαιριού στους δρόμους του Λονδίνου, του Μάντσεστερ, του Λίβερπουλ και του Μπέρμιγχαμ, Μια απάντηση στη χρήση τακτικών στάσης και αναζήτησης από την αστυνομία.

 

Το Ghost Town πέρασε τρεις εβδομάδες στο νούμερο ένα και θεωρείται ευρέως ως ένα από τα σπουδαία βρετανικά ποπ τραγούδια όλων των εποχών.

Μετά τη διάλυση των Specials, o Χολ δημιούργησε τους Fun Boy Three οι οποίοι συνεργάστηκαν και με το συγκρότημα Bananarama, στο It Ain’t What You Do (It’s the Way That You Do It) και στο Really Saying Something. Ο Χολ θα αποκτήσει επίσης ένα σινγκλ στο Top 10 με το Our Lips Are Sealed, ένα τραγούδι που έγραψε για το συγκρότημα της Go-Go’s, μαζί με την Jane Wiedlin, με την οποία συνδέθηκε και ερωτικά.

Ο Hall θα σχημάτιζε ένα άλλο συγκρότημα, τους Colourfield, το 1984, το οποίο είχε επιτυχία με το Thinking of You. Έγινε συχνός συνεργάτης τις επόμενες δεκαετίες, συνεργαζόμενος με τους Ian Broudie των Lightning Seeds, την Αμερικανίδα ηθοποιό Blair Booth, τους Toots and the Maytals, τη Lily Allen, τον Damon Albarn των Blur –και αργότερα με το συγκρότημα του Gorillaz– και τον Dave Stewart των Eurythmics, με τον οποίο σχημάτισε ένα δίδυμο γνωστό ως Vegas το 1992.

Κυκλοφόρησε το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του Home το 1994, και στη συνέχεια, το Laugh, το 1997.

 

Πηγή:in.gr