Γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Ένας Έλληνας χωροφύλακας, ο οποίος υπηρετεί στη φυλακή της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, στο επιταγμένο κτίριο της ψυχιατρικής κλινικής Βαγιάνου, στην περιοχή της Αναλήψεως, έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα δίλημμα ζωής…

Συγχωριανός του από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής οδηγείται στις φυλακές και κινδυνεύει με εκτέλεση. Η μάνα του φυλακισμένου τον επισκέπτεται σπίτι του στη Θεσσαλονίκη και πέφτει στα πόδια του για να βοηθήσει τον γιο της. Η πίστη του στον εθνικοσοσιαλισμό αρχίζει να κλονίζεται και προτάσσοντας το συναίσθημα, τον απελευθερώνει και γίνεται και ο ίδιος φυγάς.

Το 1978, ο πρώην πλέον χωροφύλακας, ο Γιωργής, διηγείται την ιστορία της ζωής του σ’ ένα καφενείο της Γερακινής όπου συχνάζει, στον συγχωριανό του Δημήτρη Βασιλάκη, ο οποίος «ρουφά» και αποτυπώνει κάθε της λεπτομέρεια. Μερικές δεκαετίες αργότερα κι έπειτα από έρευνα επαλήθευσης των βιωματικών στοιχείων, ο 73χρονος Δημήτρης Βασιλάκης, κάνει την πραγματική αυτή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μυθιστόρημα με τίτλο «Ο Χωροφύλακας, Βιβλίο Πρώτο» (εκδόσεις Περίπλους), διανθίζοντάς το με μυθοπλαστικά αλλά και ιστορικά στοιχεία.

«Ο Γιωργής μου διηγήθηκε όλη την ιστορία της ζωής του και όταν αποφάσισα μετά από χρόνια να την κάνω βιβλίο, έκανα μια μεγάλη έρευνα για να επαληθεύσω τα στοιχεία. Έψαξα τα κιτάπια της χωροφυλακής και βρήκα ότι πράγματι υπηρετούσε εκεί από το 1939 έως το 1943 και ένα διάστημα ήταν στο “τρελάδικο”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, των γερμανικών φυλακών της Αναλήψεως», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βασιλάκης.

Ο Γιωργής- δεν χρησιμοποίησε τα πραγματικά του στοιχεία στο βιβλίο- τού ανέφερε ότι λύγισε από τα παρακάλια της μάνας του συγχωριανού του «Μιχάλη» και υπηρετώντας ως φύλακας των γερμανικών φυλακών, πήγε και ξεκλείδωσε την πόρτα στο κελί του για να μπορέσει να δραπετεύσει.

«Ο Μιχάλης, όπως τον ονόμασα στο βιβλίο μου, αφού δραπέτευσε, έφυγε στα βουνά της Μακεδονίας και έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, ενώ ο Γιωργής έφτασε μέχρι το Ζαγκλιβέρι, όπου βρήκε δουλειά ως τσομπάνης και κρύφτηκε στα ορεινά. Ο Μιχάλης πέθανε αργότερα, κάτι που δεν αναφέρω στο βιβλίο μου γιατί συνεχίζω την αφήγηση και τον “συνδέω” με τον Καπετάν Πέτρο -τον Καλανδρινό δάσκαλο Χριστόδουλο Μόσχο- με στόχο να αναδείξω την ιστορία του ως η ψυχή του αντάρτικου στη Μακεδονία.

Ο Γιωργής όντως δούλεψε ως τσομπάνης στο Ζαγκλιβέρι αλλά …ξεθάρρεψε μετά από μερικούς μήνες, πήγε σε ένα πανηγύρι και εκεί τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”. Από ‘κει, ο Γιωργής, μεταφέρθηκε στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία και βίωσε μια άλλη σκληρή πραγματικότητα που θα εκτυλιχτεί, όπως λέει ο κ. Βασιλάκης, στο δεύτερο βιβλίο που ετοιμάζει.

Όσο για τον λόγο που αποφάσισε ο Γιωργής να απελευθερώσει τον Μιχάλη και να γίνει και ο ίδιος καταζητούμενος, ο κ. Βασιλάκης τονίζει πως, όπως του εκμυστηρεύθηκε, «το έκανε γιατί λύγισε από τα παρακάλια της μάνας…».

Στο βιβλίο, η αφήγηση για τις περιπέτειες των δύο ηρώων εξελίσσεται παράλληλα, και ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη από τα μαντριά για τον έναν, στα αντάρτικα λημέρια για τον άλλον. Μάλιστα, η περιγραφή της κτηνοτροφικής ζωής είναι τόσο λεπτομερής και εύγλωττη που προσφέρει σημαντικά λαογραφικά στοιχεία που αφορούν στη διάλεκτο και τις συνήθειες των τσομπάνηδων.

«Οι εικόνες των προσώπων της κτηνοτροφικής ζωής, είτε αυτοί είναι τσελιγκάδες, είτε τσομπάνηδες, είναι ξεχωριστές. Γνωρίζω από κτηνοτροφική ζωή, όπως άλλωστε και ο Γιωργής, αφού προέρχομαι από γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια και είχα δουλέψει στο χωριό μου ως τσομπανάκος», σημειώνει ο κ. Βασιλάκης, ο οποίος συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ένα δεκασέλιδο γλωσσάρι των κτηνοτροφικών όρων που χρησιμοποιεί.

 

 

 

Πηγή: newsit.gr