Το κάπνισμα αυξάνει το ρίσκο εμφάνισης κατάθλιψης και σχιζοφρένειας
Νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Psychological Medicine και διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ διαπιστώνει ότι το κάπνισμα μπορεί να αυξήσει το ενδεχόμενο να εμφανίζει κάποιος ψυχικό νόσημα.
Είναι γνωστό ότι το κάπνισμα είναι σύνηθες μεταξύ όσων υποφέρουν από ψυχικές νόσους, ιδιαίτερα κατάθλιψη και σχιζοφρένεια. Παρόλ’ αυτά οι περισσότερες μελέτες που έχουν ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη διασύνδεση δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν την αιτιακή σχέση ή -αν τον καταφέρνουν- ποια είναι η κατεύθυνσή της. Οι ψυχικές νόσοι αυξάνουν την πιθανότητα καπνίσματος ή το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ψυχικών νόσων;
Ερευνητές από την Ομάδα Έρευνας για το κάπνισμα και το αλκοόλ του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ χρησιμοποίησαν δεδομένα από 462.690 άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, 8% των οποίων ήταν καπνιστές και 22% πρώην καπνιστές. Οι ερευνητές εφάρμοσαν μια αναλυτική προσέγγιση, που βασίζεται σε γενετικές μεταβλητές που σχετίζονται με μία έκθεση (π.χ. κάπνισμα) για να υποστηρίξουν ισχυρά συμπεράσματα σχετικά με σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης και σχιζοφρένειας, αλλά επίσης ότι η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια αυξάνουν την πιθανότητα καπνίσματος, αν και τα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση ήταν πιο αδύναμα.
Η ίδια ομάδα ερευνητών δημοσίευσαν μια παρόμοια έρευνα στην British Journal of Psychiatry νωρίτερα αυτή τη χρονιά σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ παρέχοντας στοιχεία ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο διπολικής διαταραχής. Η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Robyn Wootton σχολίασε ότι «η έρευνά μας δείχνει ότι πρέπει να επιμείνουμε στις προσπάθειές μας να αποτρέψουμε την έναρξη του καπνίσματος και να ενθαρρύνουμε τη διακοπή του εξαιτίας των συνεπειών που έχει στην ψυχική καθώς και στη σωματική υγεία».
Επίσης ο Marcus Munafò, καθηγητής Ψυχολογίας στη Σχολή Ψυχολογικών Επιστημών του Μπρίστολ και βασικός συγγραφέας της μελέτης, πρόσθεσε: «Η αυξανόμενη διαθεσιμότητα γενετικών δεδομένων σε μεγάλες μελέτες, μαζί με τον εντοπισμό γενετικών παραλλαγών που συνδέονται με μια σειρά συμπεριφορών και την εξέλιξη της υγείας, μετασχηματίζει την ικανότητά μας να χρησιμοποιήσουμε τεχνικές για να κατανοήσουμε τις αιτιώδεις οδούς. Αυτό δείχνει ότι οι γενετικές μελέτες μπορούν να μας πουν τόσο για τις περιβαλλοντικές επιδράσεις – στην περίπτωση αυτή τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην ψυχική υγεία – όσο και για τους βιολογικούς παράγοντες».