Κάθε χρόνο στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» εντοπίζονται 7.000-8.000 αντικείμενα, ενώ από τις αποβάθρες και τα βαγόνια των μέσων σταθερής τροχιάς περισυλλέγονται περί 4.500-5.000

«Εχω χάσει το άλλο μου μισό. Σας παρακαλώ πολύ, κάντε ό,τι μπορείτε για να το βρείτε, γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Το ένα γαντάκι που έχασε το άλλο». Ετσι υπέγραφε μια νεαρή γυναίκα την επιστολή που είχε απευθύνει στο Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων της ΣΤΑΣΥ. Το γάντι βρέθηκε και η κοπέλα «το παρέλαβε με κλάματα και μας είπε ότι ήταν της γιαγιάς της – ένα οικογενειακό κειμήλιο που έφερε πολλές αναμνήσεις και ήθελε οπωσδήποτε να βρεθεί».

Αυτή την ιστορία, που στο επίκεντρό της έχει ένα «ορφανό» γάντι, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ο Χαράλαμπος Βλάχος, τμηματάρχης Εξυπηρέτησης Επιβατών της ΣΤΑΣΥ, μιλώντας στα «ΝΕΑ», για να εξηγήσει ότι στον κόσμο των απολεσθέντων είναι αδύνατον να εκτιμήσεις την αξία που έχει για τον ιδιοκτήτη του το αντικείμενο που βρίσκεται μπροστά σου.

Ελεγχος για την επιστροφή
Γι’ αυτό και «κάνουμε τα πάντα για να βρούμε τον κάτοχό του», συνεχίζει, «ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν έχουμε πολλά στοιχεία». Καθένα από τα περίπου 4.500-5.000 αντικείμενα που περισυλλέγονται κάθε χρόνο από τις αποβάθρες και τα βαγόνια των μέσων σταθερής τροχιάς ελέγχεται εξονυχιστικά για κάθε πιθανή πληροφορία – ακόμα και σε περιπτώσεις που η μοναδική ένδειξη της ταυτότητας του ιδιοκτήτη είναι το… τηλέφωνο ενός φούρνου, στον οποίο ο ιδιοκτήτης του χαμένου πορτοφολιού σκόπευε να μεταφέρει για ψήσιμο μια βασιλόπιτα. Ναι, πρόκειται επίσης για πραγματικό περιστατικό.

Αντίστοιχες διαδικασίες ακολουθούν και οι αστυνομικοί που είναι επιφορτισμένοι με τα απολεσθέντα του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» για τα περίπου 7.000-8.000 αντικείμενα που εντοπίζονται σε ετήσια βάση στο εσωτερικό του, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μανιατάκη, αστυνόμο Α’ και αναπληρωτή τμηματάρχη Ασφαλείας Αεροδρομίου.

Τα χαμένα μας αντικείμενα, είτε ξεχαστούν επάνω στη βιασύνη μας να μπούμε εγκαίρως στο μετρό μια δύσκολη Δευτέρα, είτε εξαιτίας του ενθουσιασμού μας πριν απογειωθούμε προς τον προορισμό των ονείρων μας, μας περιμένουν στους ειδικούς χώρους φύλαξης για έναν χρόνο από την ημέρα του αποχωρισμού μας. Μετά την πάροδο αυτού του διαστήματος, αποκτούν μια δεύτερη ζωή, εντελώς ανεξάρτητη από τη δική μας.

Εκποίηση και δωρεά
Στην περίπτωση του αεροδρομίου, όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο Κωνσταντίνος Μανιατάκης, τα απολεσθέντα που εντοπίζονται στο εσωτερικό του αεροσταθμού στη συνέχεια εκποιούνται μέσω του υπουργείου Οικονομικών, ενώ εκείνα που βρέθηκαν στους εξωτερικούς χώρους αποδίδονται στον ευρέτη τους. Από την πλευρά του, το Γραφείο Απολεσθέντων της ΣΤΑΣΥ είτε επίσης προχωρά σε εκποίηση είτε – συχνότερα – σε δωρεά των πραγμάτων που μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται, ενώ τα υπόλοιπα απορρίπτονται.

Πάντως, τα περισσότερα επανενώνονται με τους ανθρώπους τους. Ακόμα και στην περίπτωση του «Ελευθέριος Βενιζέλος», με τις προφανείς δυσκολίες πολλών εκ των αφηρημένων ιδιοκτητών να επιστρέψουν στο σημείο, το ποσοστό των ανακτήσεων αγγίζει το 60%, ενώ στην περίπτωση της ΣΤΑΣΥ εκτινάσσεται στο 80%. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Χαράλαμπος Βλάχος, αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας των προσπαθειών των εργαζομένων της, αφού «μας κάνει εντύπωση που μόνο ένα 30%-40% αναζητά τα απολεσθέντα του».

«Τα πάντα μπορούν να χαθούν»
Οσον αφορά το είδος των πραγμάτων που αφήνουμε πίσω μας μετακινούμενοι… «τα πάντα μπορούν να χαθούν», τονίζει ο ίδιος.

Στο αεροδρόμιο, συνήθως εγκαταλείπουμε ηλεκτρονικές συσκευές, πορτοφόλια, ρούχα και ταξιδιωτικά έγγραφα – ως είθισται, ακριβώς τη στιγμή που τα έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη.

Στα μέσα σταθερής τροχιάς, τείνουμε να αφήνουμε σε όλη τη διάρκεια του έτους τα γυαλιά και τα κλειδιά μας, αλλά η αφηρημάδα μας λαμβάνει και πιο εποχικό χαρακτήρα. Τον χειμώνα ξεχνάμε ομπρέλες, σκουφιά και γάντια. Το καλοκαίρι πετσέτες θαλάσσης, σακίδια, παντόφλες και… μάσκες με αναπνευστήρα. Το Πάσχα αντίτυπα της Αγίας Γραφής και κομποσκοίνια. Και κάθε μήνα του χρόνου, βρίσκουμε τρόπους να ξαφνιάζουμε τους εργαζομένους που επιφορτίζονται με τη διαλογή των απολεσθέντων.

Τόσο ο Μανιατάκης όσο και ο Βλάχος λένε στα «ΝΕΑ» ότι ανάμεσα στα ευρήματα των υπηρεσιών τους συγκαταλέγονται πίνακες ζωγραφικής και… τεχνητές οδοντοστοιχίες. Από την αποθήκη του αεροδρομίου έχουν περάσει μουσικά όργανα, αναπηρικά αμαξίδια και μια τεφροδόχος (γεμάτη), ενώ από εκείνη της ΣΤΑΣΥ ένα καινούργιο σετ πεταλώματος αλόγου, ένα ογκώδες πτυσσόμενο τραπέζι τραπεζαρίας («θα πρέπει να είχε φτύσει αίμα ο άνθρωπος που το κουβαλούσε»), ένα σετ σερβιρίσματος τσαγιού και ένα γυάλινο μάτι.

Κανένα από τα παραπάνω περιστατικά όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με την ημέρα που, ελέγχοντας την αναφορά επιβάτη για ένα ξεχασμένο παιδικό καρότσι στον ανελκυστήρα του μετρό του Συντάγματος, το προσωπικό του Γραφείου Απολεσθέντων διαπίστωσε ότι, κάτω από τα σκεπάσματα, κοιμόταν ένα μωρό.

Το βρέφος μεταφέρθηκε στο Σταθμαρχείο, τα μεγάφωνα των σταθμών άρχισαν να ενημερώνουν τους επιβάτες για το αναπάντεχο εύρημα και η έντρομη μητέρα του, που απορροφημένη από τη βιασύνη και τις σκέψεις είχε φτάσει μέχρι την Ομόνοια, επέστρεψε και το παρέλαβε σώο και αβλαβές, ως… απολεσθέν.

Είπαμε, τα πάντα μπορούν να χαθούν. «Αλλά τα πάντα μπορούν και να βρεθούν» καταλήγει ο Χαράλαμπος Βλάχος.

 

Πηγή:in.gr