Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος
Του Δημητρίου Δημηνά, Δικηγόρος
Η αχαριστία αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο μιας απαίσιας και απαράδεκτης συμπεριφοράς του ευεργετημένου έναντι του ευεργέτη του. Θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρισθεί ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα του ανθρώπου. Πρόκειται για μια από τις χειρότερες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει εκείνος που από αγαθά και ανιδιοτελή κίνητρα συμπαραστάθηκε και βοήθησε τον συνάνθρωπο του σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής του.
Ο αχάριστος δεν αναγνωρίζει και δεν εκτιμά όσα καλά του προσφέρει ο άλλος και ουδέποτε εκφράζει τη ευγνωμοσύνη του προς τον ευεργέτη του ούτε με λόγια μήτε με πράξεις. Μάλιστα κάποιες φορές το θεωρεί και υποχρέωση του άλλου να τον συμπαρίσταται σε κάθε περίπτωση ανάγκης του, λες και του χρωστάει κιόλας. Κάποιες φορές ο αχάριστος ξεπερνά τα όρια της αγνωμοσύνης και συμπεριφέρεται εχθρικά προς τον ίδιο τον ευεργέτη του. Θυμίζει εδώ τον εκκλησιαστικό ύμνο «Ω, της παραφροσύνης!.. Εκίνησαν την πτέρναν κατά του Ευεργέτου [Χριστού]» Ενδεχομένως πρόκειται και για ψυχική νόσο, όπως αποφαίνονται κάποιοι ειδικοί.
Για την αχαρακτήριστη αυτή συμπεριφορά των αχάριστων ο Αλεξανδρινός ποιητής Καλλίμαχος [310 π.Χ.] είχε πει τη γνωστή φράση «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος». Στον Θουκυδίδη δε αποδίδεται η φράση «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευργετηθέντος». Την αχαριστία μάλιστα δεν τη συγχώρεσε ούτε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Μετά τη γνωστή θεραπεία των δέκα λεπρών μόνον ένας γύρισε και Τον ευχαρίστησε. Και ο Κύριος εξέφρασε το παράπονό του «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα που;» [Λουκ.17]. Πρόκειται για ένα αρνητικό και οικτρό φαινόμενο που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο αριθμό ατόμων της απάνθρωπης και ηθικώς φθίνουσας κοινωνίας μας.
Εν κατακλείδι, εύλογο είναι το ερώτημα: Αξίζει σήμερα να ευεργετεί κανείς ανθρώπους από τους οποίους τελικά ενδέχεται να εισπράξει απογοήτευση, πικρία, μίσος ή κακότητα; Η χριστιανική ηθική επιβάλλει την αγάπη προς τον πλησίον και την συμπαράσταση του κατά το υπόδειγμα του «Καλού Σαμαρείτη». Και ο σοφός λαός μας λέει «κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό».