Aποκλειστική συνέντευξη στον δημοσιογράφο Νίκο Κολίτση

Η  Ράνια Παπαδάκου δε μιλάει συχνά, παρά μόνο όταν νιώθει ότι έχει κάτι να πει για τη δουλειά της. Αυτή η θεατρική περίοδος τη βρήκε στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, στο έργο των Ντάριο Φο & Φράνκα Ράμε «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία», στο οποίο πρωταγωνιστεί, μ’ επιτυχία.

Λίγο πριν την εξόρμηση για τη Βόρεια Ελλάδα και την εμφάνισή της στην Κατερίνη (Kινηματοθέατρο Ευκαρπίδη, Τρίτη 16 Απριλίου 2019, σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κατερίνης, “Παιδεία Παράδοσις”)- η παράσταση, μετά από έναν επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων στην Αθήνα, ταξιδεύει σε επιλεγμένες πόλεις στην Ελλάδα, στο πλαίσιο επικοινωνίας του Θεάτρου Τέχνης με το κοινό στην περιφέρεια-, ξεκλέψαμε λίγο χρόνο μαζί της για το Newslink.gr, καθότι η ίδια δεν έχει μόνο καλλιτεχνικές υποχρεώσεις αλλά και δικηγορικές, καθώς όλ’ αυτά τα χρόνια παράλληλα με την τέχνη, ασκεί και μάχιμη δικηγορία!

Η παράσταση «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία», στην οποία πρωταγωνιστείτε με τον μονόλογο «Έχουμε όλες την ίδια ιστορία»,  έκανε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη και παίζεται στη συνέχεια στην Αθήνα και σε επιλεγμένες πόλεις στην Ελλάδα, γεγονός διόλου συνηθισμένο. Ποια είναι η ανταπόκριση των θεατών στη Θεσσαλονίκη και στην περιφέρεια και πού εντοπίζονται  οι διαφορές, αν υπάρχουν, στο θεατρικό κοινό;

Το κοινό δεν είναι κάτι απρόσωπο, αποτελείται από ανθρώπους. Άνθρωποι που μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες, δυσκολίες, ανησυχίες, διακρίσεις, στερεοτυπικές αντιλήψεις και παγιωμένες καταστάσεις, που δυσκολεύουν τη συνύπαρξη, υπάρχουν παντού. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε και αφού έχουμε πλέον ταξιδέψει, εκτός από Θεσσαλονίκη, σε Πάτρα, Κρήτη, Σύρο, Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά, Λευκάδα, Ιωάννινα και σε πολλές άλλες πόλεις και φεύγουμε οσονούπω για Σέρρες, Κατερίνη, Βόλο, Νάουσα, Βέροια και Καρδίτσα, αυτό που μπορώ με βεβαιότητα να πω, είναι ότι  η Τέχνη ρίχνει γέφυρες επικοινωνίας σε βαθύ και ουσιαστικό επίπεδο. Μέσω αυτής, επικοινωνούνται αλήθειες παγκόσμιες και  καθολικές, όπως στην περίπτωση του έργου μας. Δεν είναι τυχαίο που από τότε που γράφτηκε, παίζεται σε θέατρα και πανεπιστήμια σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Η ανταπόκριση είναι εξαιρετική. Αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που προσθέτουμε συνεχώς κι άλλα μέρη στο θεατρικό μας χάρτη. Το κοινό της περιφέρειας έχει πάντα τη φήμη του πιο «ένθερμου» και αυτή η φήμη δεν είναι αναληθής. Όλο και περισσότερες παραστάσεις ταξιδεύουν πλέον στην περιφέρεια. Παρ’ όλα αυτά η ανάγκη γι’ αυτού του είδους την ψυχαγωγία (με την κυριολεκτική έννοια του όρου), είναι εμφανής. Η τεχνολογία, και το διαδίκτυο έχουν βοηθήσει πολύ στην ενημέρωση και το κοινό πια ξέρει πολύ καλά τι έρχεται να δει και για ποιο λόγο.

 

 

Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν, σ’ ένα βαθμό, αλλάξει και η θέση της γυναίκας έχει μεταβληθεί στην κοινωνική σκακιέρα. Κατέχει, όμως, η γυναίκα σήμερα τη θέση που της αξίζει; Αν ναι, σε τι βαθμό και με τι αντίτιμο; Aν όχι, γιατί συμβαίνει αυτό;

Η πορεία των γυναικών μέσα στον χρόνο δεν υπήρξε ποτέ ανθόσπαρτη. Σαφέσταστα έχουν αλλάξει πολλά κι αλίμονο αν δε συνέβαινε. Οι κοινωνίες εξελίσσονται και πράγματα που τον προηγούμενο αιώνα φάνταζαν αδιανόητα, έχουν κατακτηθεί. Από το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει η γυναίκα σ’ όλο τον κόσμο να εισβάλει στα «αντρικά» επαγγέλματα και στις επιστήμες, ν’ αποκτάει το δικαίωμα της ψήφου και να προωθείται στα δημόσια αξιώματα, ακόμα και στα κυβερνητικά. Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε τις μεθόδους της παραγωγής και τη θέση της γυναίκας μέσα σ’ αυτήν.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, ως το 1917, η γυναίκα δεν μπορούσε ν’ αναλάβει άλλο δημόσιο λειτούργημα εκτός της δασκάλας. Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες η Ελληνίδα αρχίζει να κατακτά ένα-ένα, τα υπεύθυνα επαγγέλματα και μπαίνει στο στίβο  της δημόσιας ζωής.

Θα αναφερθώ πάλι στην παράστασή μας, λέγοντας ότι δεν πρόκειται για κάποιο φεμινιστικό έργο, αλλά για ένα έργο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι ανισότητες αμοιβών και τα έμφυλα μισθολογικά χάσματα για εργασία κοινή, με ίδιο επίπεδο προσόντων, είναι παγκόσμια πραγματικότητα, ασχέτως νομοθεσίας. Το «γιατί» έχει βαθιές ρίζες…

Η ιδιότητα της ηθοποιού ή της δικηγόρου  εμπεριέχει μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας και αποτελεί πηγή κινδύνων, για μία γυναίκα και δη στην Αθήνα του σήμερα κι αν έπρεπε να διαλέξετε αναγκαστικά μία από τις δύο ιδιότητες, ποια θα κρατούσατε και για ποιο λόγο; Ποιες ανάγκες καλύπτει η καθεμία από αυτές στην περίπτωσή σας;

Δε βρέθηκα τυχαία σε κανέναν από τους δύο χώρους. Ήταν απόλυτα συνειδητή η επιλογή μου κι αγωνίστηκα πολύ, τόσο την περίοδο των σπουδών, που ήταν σε χρόνο παράλληλο, όσο κι αργότερα, στον επαγγελματικό στίβο, καθώς στηριζόμουν αποκλειστικά στις δικές μου δυνάμεις.

Είναι δύο χώροι εξαιρετικά απαιτητικοί, που απαιτούν επαγγελματισμό, συνέπεια, πείσμα, πίστη στον εαυτό σου κι ένα θωρακισμένο ισχυρό νευρικό σύστημα, γιατί πολλές φορές έρχεσαι αντιμέτωπος με το «παράλογο» και θέλεις να… φωνάξεις «κικιρίκου», σαν τον θεατρικό ήρωα του Δημήτρη Ψαθά. Ο συνδυασμός τους κάποιες φορές είναι εξοντωτικός, σουρεαλιστικός έως μαζοχιστικός, κάποιες άλλες, όμως, λυτρωτικός, «αλληλοσυμπληρούμενος» και σε γειώνει από τη ματαιοδοξία σου, συνειδητοποιώντας πόσο κάποιες καταστάσεις, κάποιοι άνθρωποι και κάποια πράγματα, που είναι πολύ σημαντικά στον ένα χώρο, είναι σχεδόν άγνωστα, ασήμαντα και  επουσιώδη στον άλλον.

Ο μόνος κίνδυνος παντού, είναι να χάσεις τον εαυτό σου, τον στόχο σου, το όνειρο και ο λόγος για τον οποίο έκανες αυτήν την επιλογή, να φαντάζει με τον χρόνο όλο και πιο μακρινός.

Υπάρχει κοινή ανθρωποκεντρική αφετηρία μέσα μου, ως προς την επιλογή τους. Πάντα με γοήτευαν οι άνθρωποι με πολυσυλλεκτική προσωπικότητα και όλα αυτά τα χρόνια, που είναι πια πολλά, δεν αποτέλεσε τροχοπέδη το ένα για την άσκηση του άλλου. Κάποιες εποχές σηκώνει «κεφάλι» το ένα, κάποιες το άλλο. Ανάλογα με τις απαιτήσεις, τον φόρτο εργασίας και γιατί όχι και τις απολαβές, καθώς, όπως έχω ξαναπεί, σε αντίστοιχη κουβέντα, το να είσαι καλλιτέχνης  στην Ελλάδα του 2019, είναι ηρωική πράξη.  Το κυριότερο όλων όμως -και μεγαλώνοντας, αυτός, πια νομίζω, είναι ο γνώμονάς μου για ό,τι αναλαμβάνω, από όποιο μετερίζι κι αν είναι αυτό-, είναι η αξιοπρέπεια. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το καθένα.

 

 

Γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για τη Ράνια Παπαδάκου. Οι άνθρωποι που σας γνωρίζουν καλύτερα λένε ότι είστε ροκ. Εξακολουθείτε να έχετε μια ροκ αντίληψη της ζωής και των πραγμάτων; Νιώθετε αντισυμβατική και αν ναι, πώς το εκφράζετε αυτό στην καθημερινότητά σας;

Είμαστε άνθρωποι αλληλοεξαρτώμενοι, δεμένοι και μπλεγμένοι σε χιλιάδες συστημικά γαϊτανάκια, είτε μέσω της δουλειάς μας είτε μέσω των σχέσεων μας, των συναναστροφών μας, των υποχρεώσεων πάσης φύσης, που γονατίζουμε να εκπληρώσουμε. Οπότε το να λέω εγώ για τον εαυτό μου, πόσο αντισυμβατική είμαι, ίσως φαντάζει και γραφικό. Η αλήθεια, πάντως, είναι, πως από μικρή δε χωρούσα  σε νόρμες, δεν πειθάρχησα σε αρκετές κοινωνικές επιταγές, κυνηγάω τα όνειρά μου ακόμα κι αν σε κάποιους φαίνονται ασυνδύαστα και ουτοπικά και η όλη αντίληψή μου για τη ζωή, ίσως επειδή η δική μου είχε και πολύ θάνατο, ήταν πάντα φευγάτη. Πιστεύω στον καλό πυρήνα, αυτόν αναζητώ, αποζητώ, κι ερωτεύομαι γύρω μου. Αν ως ροκ ορίζεται η ελευθερία, η αυθεντικότητα, η (αδόκιμη) «αβολεψιά» … τότε ναιιιιιι, συντάσσομαι προς αυτήν την κατεύθυνση.

Με δεδομένη τη δημοφιλία σας, την πανεπιστημιακή σας μόρφωση και το αντικείμενο της εργασίας σας (δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και ηθοποιός), είναι σίγουρο ότι θα δεχτήκατε πολλές προτάσεις για συμμετοχή σε ψηφοδέλτια εκλογών. Θα σας ενδιέφερε να συμμετέχετε στις επερχόμενες εκλογές ή αυτή η ώρα δε θα έρθει ποτέ; Διατηρείτε ενδοιασμούς ή έχετε φόβους και ανασφάλειες για ένα αντίστοιχο εγχείρημα;

Ναι, ομολογώ πως είχα αρκετές προτάσεις και δεν είναι η πρώτη φορά, κάποιες απ’ αυτές, από ανθρώπους που εκτιμώ και θεωρώ ότι οι προθέσεις τους είναι ανιδιοτελείς και πηγάζουν από ανάγκη προσφοράς. Δεν είμαι έτοιμη να κάνω ένα τέτοιο βήμα και δεν ξέρω κι αν θα νιώσω έτοιμη ποτέ. Δεν έχω λύσει τα οικονομικά μου θέματα και δε θα ήθελα, σε καμιά περίπτωση, ν’ αποτελέσει επιλογή βολέματος. Δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά σε πράγματα που αγαπώ πολύ, αν ποτέ το επιχειρούσα θ’ αφοσιωνόμουν κι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ο χρόνος και ο χώρος. Στην καρδιά μου κυρίως… Γιατί,  όπως  λέω συχνά, αυτή είναι το «κέντρο λήψης αποφάσεων». Η ζωή μας, άλλωστε, η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη από πολιτικές πράξεις-δηλώσεις. Μπορείς να είσαι χρήσιμος, αλληλέγγυος και ενεργός -γιατί η «καναπεδίαση» είναι αρρώστια ύπουλη και ραγδαία εξελισσόμενη-, αρκεί να το θελήσεις.

Ακούγονται έντονα φήμες, που θέλουν τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» να επιστρέφουν. Πώς θ’ αντιδρούσατε αν σας τηλεφωνήσουν  αύριο και σας έλεγαν ότι ξεκινούν άμεσα τα γυρίσματα και θα πρέπει ν’ αναλάβετε πάλι την περιβόητη εκρηκτική Τζία; Γιατί ακόμα δε σας έχουμε δει σε κάποιο επεισόδιο του νέου «Ου Φονεύσεις»;

Τα «Μαύρα Μεσάνυχτα», είναι μια σειρά που αγαπήθηκε πολύ, είμαστε όλοι πολύ περήφανοι που υπάρχει στο βιογραφικό μας, ο κόσμος τη  λάτρεψε κ αυτό φαίνεται από τη δυναμική  που έχει ακόμα, τόσα χρόνια μετά. Είμαι σίγουρη, ότι αν ο Πάνος Κοκκινόπουλος, που  ξέρουμε όλοι το επίπεδο της δουλειάς του και οι σεναριογράφοι, Βασίλης Ρίσβας και Δήμητρα Σακαλή, αποφασίσουν ότι μπορεί να υπάρξει συνέχεια, θα έχουν υπολογίσει όλες τις παραμέτρους ότι αυτό μπορεί να συμβεί, με τον τρόπο που εκείνοι ξέρουν. Η συνεργασία μας υπήρξε άψογη και αγαπησιάρικη, οπότε μόνο χαρά θα μου έδινε μια καινούρια. Ακριβώς λόγω της αμοιβαίας αυτής εκτίμησης και του υψηλού επιπέδου  δουλειάς που γίνεται και στη νέα σειρά «Ου Φονεύσεις», ο λόγος που ακόμα δε μ’ έχετε δει φαντάζομαι , είναι ότι  θα πρέπει να υπάρξει κάτι που θα με βλέπουν σ’αυτό.

Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σας σχέδια; Ενδέχεται να σας δούμε σύντομα και πάλι στη μικρή οθόνη;

Είμαι χαρούμενη που φέτος, με το Θέατρο Τέχνης, τόσο στη Φρυνίχου όσο και στην περιφέρεια που ταξιδεύει η παράστασή μας, αρθρώνω μέσω αυτής, λόγο πολιτικό, για την κατάσταση της γυναίκας και ιδίως τη σεξουαλική σκλαβιά της. Το «Όλο σπίτι, κρεβάτι κι εκκλησία» μας, που τόσο εξαιρετικά έχει  σκηνοθετήσει ο Κωστής Καπελώνης, με μουσική-power του πάντα alert, Σταμάτη Κραουνάκη και με τις υπέροχες συναδέλφους, φαίνεται να έχει δρόμο ακόμα, για την ακρίβεια δρόμους, γιατί έχει δουλέψει… πολλή βαλίτσα φέτος.

Τηλεοπτικά υπήρξαν κάποιες κρούσεις, αλλά επειδή, όπως προείπαμε, υπάρχουν και οι δικηγορικές μου υποχρεώσεις, αν έκανα κάτι  – το ιδανικό τώρα λέμε, γιατί ξέρουμε πώς έχουν τα πράγματα-, θα ήθελα να είναι κάτι που θα το έβλεπα και ως θεατής. Κάτι με καλοδουλεμένο λόγο, με άποψη, με αισθητική και κυρίως με ανθρώπους που το αλισβερίσι μαζί τους θα σε πάει λίγο παραπέρα, θα σε εξελίξει ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Διψάω για τέτοιες συναντήσεις, για καινούριες  περιπέτειες, για νέα ενδιαφέροντα ξεκινήματα. Άλλωστε, όπως λέει κι ο Cesare Pavese: «Η μόνη χαρά στη ζωή είναι ν’ αρχίζεις».