Αποκρυπτογραφώντας το πολύπλευρο ζήτημα του therapy speak, πώς δηλαδή η γλώσσα μιας pop psychology κουλτούρας που έφεραν το TikTok και τα κοινωνικά δίκτυα αλλάζει τον τρόπο που μιλούν και αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι σήμερα.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ κανείς μια σταθερά στις συζητήσεις όλων μας, τον ψυχολόγο μας. Οι πιο έμπειροι στις ψυχοθεραπευτικές πολυθρόνες φίλοι μας μιλούν ήδη εδώ και χρόνια με όρους που κλέβουν από την ψυχοθεραπεία τους. Λέξεις όπως «triggering», «gaslighting», «ναρκισιστική» ή «αγχώδης διαταραχή προσωπικότητας», «ΟCD», ή «τραύμα» έχουν, περνώντας κυρίως μέσα από τα social media και τους διάφορους γκουρού ποπ ψυχολογίας, γίνει κοινός τόπος, όλοι τις χρησιμοποιούμε και θεωρητικά όλοι μας γνωρίζουμε σε τι αναφέρονται.

Το καλοκαίρι του 2023 η συζήτηση για το therapy speak έγινε viral όταν κυκλοφόρησαν στα social media μια σειρά από χειριστικά μηνύματα του ηθοποιού Τζόνα Χιλ προς την πρώην σύντροφό του. Στα μηνύματα αυτά της έθετε τα «όριά» του, απαγορεύοντάς της να ανεβάζει φωτογραφίες της με μαγιό και μασκαρεύοντας ουσιαστικά με ψυχοθεραπευτικούς όρους τις χειριστικές και τοξικές συμπεριφορές του – το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως ο Χιλ σε ντοκιμαντέρ, μόλις μερικούς μήνες πριν, μιλούσε για το ψυχοθεραπευτικό του ταξίδι και τη μεγάλη προσωπική πρόοδο που έχει σημειώσει, διαφημίζοντας τη συναισθηματική του ωριμότητα.

Αυτό που κατέδειξε περίτρανα η περίπτωσή του είναι ότι ενώ μπορεί να μιλάμε σήμερα όλο και περισσότερο σαν ψυχίατροι ή ψυχολόγοι, πολλές φορές αυτή η ψυχοθεραπευτική γλώσσα που θεωρούμε ότι δρα θεραπευτικά και αποτελεί σημάδι πρόοδου δεν είναι για κάποιους παρά μια αυλαία μπροστά στην οποία επιδίδονται σε ένα θέατρο wokeness και προοδευτικότητας, ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζουν ανενόχλητοι τον κύκλο κακοποιητικών συμπεριφορών τις οποίες με τα λόγια τους μάχονται σθεναρά.

Η περίπτωση του Χιλ είναι ένα ακραίο παράδειγμα therapy speak, η πραγματικότητα όμως παραμένει: είτε λόγω της δημοφιλίας τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε λόγω του ότι προοδευτικά όλο και περισσότερος κόσμος βρίσκεται σε ψυχοθεραπευτική διαδικασία, η ορολογία των ειδικών μεταφέρεται στο λεξιλόγιο των καθημερινών ανθρώπων.

Σύμφωνα με στοιχεία του περιοδικού «Time», η χρήση ψυχοθεραπευτικού λεξιλογίου έχει σημειώσει μια άνοδο της τάξεως του 140% σε σχέση με την περίοδο 2016-2021. Ψυχαναλύουμε και διαγιγνώσκουμε ο ένας τον άλλον ασταμάτητα, και το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας αυξημένης συναισθηματικής συνειδητότητας και μιας υγιούς επαγρύπνησης γύρω από ζητήματα ψυχικής υγείας ή κατά πόσο αποτελεί τροχοπέδη σε όλη αυτή την προσωπική δουλειά.

Όλοι έχουμε εμπειρίες από φίλους ή γνωστούς που η απάντησή τους στις δυσκολίες είναι πως πρέπει να βάλουν τον εαυτό τους πρώτο και να ακούσουν τις δικές τους ανάγκες. Σίγουρα το να θέτουμε τα όριά μας είναι κάτι σημαντικό και απαραίτητο, αλλά πότε όλο αυτό ξεπερνά τα όρια μιας κουλτούρας self-care και φτάνει σε έναν προβληματικό ατομικισμό;
Η Λουκία Αποστολίδη, MSc, ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια, θεωρεί ότι ήδη σε εννοιολογικό επίπεδο ο όρος pop psychology είναι προβληματικός, και εξηγεί: «Αυτό από μόνο του εμένα με προβληματίζει. Οφείλουμε αρχικά να δούμε εννοιολογικά τι σημαίνει ποπ. Όταν μιλάμε για ποπ κουλτούρα, μιλάμε για κάτι άμεσο, γρήγορο, χωρίς ιδιαίτερο βάθος, που καταναλώνεται βιαστικά και έπειτα προχωράμε κάπου αλλού. Άρα η ίδια η έννοια του pop psychology δημιουργεί μια αντίφαση, γιατί η ψυχοθεραπεία βρίσκεται εδώ για να εμβαθύνουμε, να ενεργοποιήσουμε τα πολλαπλά επίπεδα που έχουμε ως άτομα και να συνδεθούμε με την κάθε πληροφορία».

Όλοι έχουμε εμπειρίες από φίλους ή γνωστούς που η απάντησή τους στις δυσκολίες είναι πως πρέπει να βάλουν τον εαυτό τους πρώτο και να ακούσουν τις δικές τους ανάγκες. Σίγουρα το να θέτουμε τα όριά μας είναι κάτι σημαντικό και απαραίτητο, αλλά πότε όλο αυτό ξεπερνά τα όρια μιας κουλτούρας self-care και φτάνει σε έναν προβληματικό ατομικισμό;

Ρωτάω την κυρία Αποστολίδη κατά πόσο η εδραίωση μιας τέτοιας γλώσσας παγιδεύει τα ίδια τα άτομα, επιτρέποντάς τους να αποφύγουν να αναλάβουν ευθύνες, να συμβιβαστούν με ανθρώπους και καταστάσεις ή και να δώσουν τον χώρο και τον χρόνο για να συναντήσουν τον άλλον στη μέση. Δηλαδή κρύβονται πίσω από λέξεις-ταμπέλες αποφεύγοντας τους αναγκαίους συμβιβασμούς που επιβάλλει η οργάνωσή μας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας: «Είναι σίγουρα όλα αυτά και θέμα αποφυγής, αλλά έχει να κάνει και με τη μετα-καπιταλιστική κοινωνία στην οποία ζούμε, όπου δυσκολευόμαστε να συνδεθούμε, όλα γίνονται πολύ γρήγορα, και όπου φανταζόμαστε ότι τα ζητήματα μέσα σε μια σχέση πρέπει να λύνονται σχεδόν αυτόματα. Όταν λοιπόν εγώ μένω στο αφήγημα που έχω φτιάξει από πληροφορίες που έχω διαλέξει και διαβάσει μόνος μου, τότε συνεχίζω να μην έρχομαι σε επαφή με την πραγματικότητα, γιατί μένω σε οτιδήποτε απλώς επικυρώνει ότι έχω δίκιο και παραμένω στην ουσία αμετακίνητος».

Για εκείνη το να θέτει κάποιος τα όριά του δεν αφορά κάτι το στεγανό και αδιαπραγμάτευτο, αλλά μια συνθήκη όπου προστατεύει ο καθένας τον εαυτό του, δημιουργώντας παράλληλα μια σχέση συνοδοιπόρου με τον άλλον άνθρωπο.

Ο ψυχολόγος και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Jonathan Shedler, σε κείμενο της «Guardian» υποστηρίζει ότι «οι άνθρωποι είναι εξπέρ στο να αποστασιοποιούνται από δύσκολες πτυχές της συναισθηματικής τους ζωής», και συνεχίζει: «Οι λέξεις είναι ένας από τους τρόπους για να το κάνουν αυτό.

Έχουμε τώρα λοιπόν βρεθεί με μια γλώσσα ποπ ψυχολογίας που βρίθει κλισέ και αφηρημένων concept, τα οποία απέχουν πολύ από το να μιλά ο καθένας μας από την καρδιά του» [σ.σ. πράγμα που, όπως σημειώνει, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο μιας υγιούς ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας]. Το φαινόμενο αυτό είναι ακόμη πιο έντονο για τα παιδιά της Gen Z, μιας γενιάς που ασχολείται με ζητήματα ψυχικής υγείας σχεδόν από τη γέννησή της, και που προσπαθεί σε μια περίεργη και αγχωτική για τον πλανήτη περίοδο να απαλλαγεί από όλα τα τοξικά συμπεριφορικά βαρίδια του παρελθόντος.

Η Σοφία είναι 23 και ξεκίνησε γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία στα 19, για να διαχειριστεί το άγχος της και τη σχέση της με το φαγητό. Σε σχέση με τα «όρια» που διχάζουν τα social media, εκείνη λέει ότι: «Όσο κάνεις ψυχοθεραπεία, αλλάζεις και μπορεί σε κάποιους από τους ανθρώπους που είχες κοντά σου αυτές οι αλλαγές να μην αρέσουν», στην περίπτωσή της, όμως, θεωρεί πως έχασε μόνο τοξικά άτομα όταν άρχισε να θέτει αυστηρότερα όρια.

Για εκείνη όταν ξεκινά κανείς ψυχοθεραπεία, ανοίγονται νέα επίπεδα κατανόησης και αντιλαμβάνεται διαφορετικά ορισμένα πράγματα, οπότε είναι λογικό να μεταφέρονται όλα αυτά και στις σχέσεις με τους άλλους. «Είναι η ανακάλυψη ενός εντελώς νέου κόσμου. Οπότε πολλές φορές δεν είναι ότι θες να το παίξεις έξυπνος σε κάποιον, αλλά ότι αυτό σου αλλάζει σε τέτοιον βαθμό την καθημερινότητα και το πώς βλέπεις τον εαυτό σου, που θέλεις πολύ έντονα να το μοιραστείς με τους άλλους, και καμιά φορά είναι αδύνατον να κλείσεις αυτόν τον διακόπτη όταν μιλάς με φίλους, γιατί είναι πλέον κομμάτι σου».

Σύμφωνα με την κυρία Αποστολίδη, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει κυρίως στο πρώτο επίπεδο της ψυχοθεραπείας. «Γιατί ο στόχος δεν είναι να βγαίνουν από αυτήν μικροί ειδικοί, ούτε καν εγώ η ίδια δεν θέλω να φαίνομαι έτσι στον θεραπευόμενο. Είναι μια σχέση που την κατασκευάζουμε μαζί, και στόχος είναι να σε φέρω όσο πιο κοντά γίνεται στην αλήθεια σου και τον εαυτό σου, και να είσαι όσο πιο λειτουργικός και αποτελεσματικός θέλεις εσύ να είσαι, για εσένα. Είναι όμως ζήτημα της ψυχοθεραπείας ότι πολλοί ξεκινάνε κι έπειτα αναλαμβάνουν τον φίλο ή τον σύντροφό τους». Αλλά για εκείνη αυτό δεν είναι το κεντρικό ζήτημα σε αυτό το φαινόμενο.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλη αυτή η τριβή και εξοικείωση με ψυχοθεραπευτικές ορολογίες, έστω και κάτω από αυτόν τον διαστρεβλωμένο φακό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι ένα θετικό βήμα για το μέλλον της ψυχικής μας υγείας. Για την κυρία Αποστολίδη έχουμε μπροστά μας ένα αλυσιδωτό και περίπλοκο φαινόμενο που δεν προσφέρεται για μια ξεκάθαρη απάντηση. Κλείνοντας τη συζήτησή μας, μου λέει: «Πολλές φορές όλο αυτό το labelling οδηγεί σε κάτι που ονομάζουμε στην κοινωνική ψυχολογία “αφελή ψυχολόγο”. Οι άνθρωποι ως κοινωνικά όντα έχουν την τάση να μετατρέπονται σε αφελείς ψυχολόγους, επειδή έχουν την ανάγκη να συνδέονται με τους άλλους και να ερμηνεύουν τα πράγματα».

Αλλά, όπως υπογραμμίζει, σίγουρα δεν είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να απορρίψουμε ολοκληρωτικά: «Είναι πολύ σημαντικό ότι ενημερωνόμαστε και ότι πλέον κυκλοφορούν αυτές οι έννοιες και μαθαίνουμε τι σημαίνει, για παράδειγμα, η λέξη τοξικότητα».

Τελικά, μέσα από τα social media, η ψυχοθεραπεία εγκαταλείπει την παραδοσιακή πολυθρόνα του ψυχολόγου, διαμεσολαβείται και επηρεάζεται από μια πλειάδα διαφορετικών παραγόντων, ανθρώπων και συστημάτων.

 

 

Πηγή:lifo.gr