Στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Ολύµπου, σε ένα λόφο ανάµεσα στη θάλασσα και στο δρόµο που ενώνει τη Μακεδονία µε τη Θεσσαλία, υψώνεται το κάστρο του Πλαταµώνα, ο τειχισμένος οικισµός του Πλαταµώνα. Η θέση του είναι στρατηγικής σηµασίας, καθώς ελέγχει το δρόµο προς τα στενά των Τεµπών. Επόµενο ήταν, να µην µείνει απαρατήρητη η θέση αυτή, κατά την αρχαιότητα και ειδικά κατά την ταραγµένη, από µετακινήσεις πληθυσµών, βυζαντινή περίοδο.

Μετά όµως τα βυζαντινά χρόνια και ιδίως µετά την καθιέρωση της πυρίτιδας, η δυνατότητα να χτυπηθεί και να καταληφθεί το κάστρο, υποβάθµισε τη σηµασία του. Ο ρόλος του περιορίστηκε στην άµυνα κατά των πειρατών του Αιγαίου και κατά των επιθέσεων των κλεφταρµατολών. Η τελευταία σελίδα στην ιστορία του κάστρου γράφτηκε το 1941 όταν οι Νεοζηλανδοί σύµµαχοι αντιστάθηκαν στην προέλαση των Ναζί.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Σύµφωνα µε µία άποψη το όνοµα Πλαταµών σηµαίνει «πλατύς αιγιαλός», όνοµα που αναφέρεται στις θαυµάσιες αµµώδεις ακτές που απλώνονται γύρω από το λόφο του κάστρου από τη πλευρά της θάλασσας.

Η αρχαιολόγος Έφη Πουλάκη υποστηρίζει ότι, οι ρίζες του ονόµατος Πλαταµών, φτάνουν στην οµηρική εποχή. ∆ηλαδή το όνοµα Πλαταµών, συνδέεται µε οµηρικό όρο που σηµαίνει «πέτρα λειασµένη από τη θάλασσα». Η ονοµασία αυτή πρέπει να κατάγεται από την αρχαιότητα. Εικάζεται ότι, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόµη οι προσχώσεις των γύρω ποταµών, µε αποτέλεσµα ο λόφος να µπαίνει στη θάλασσα, σαν µια µικρή χερσόνησος και οι βράχοι του να λειαίνονται από τα κύµατά της.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Στη θέση του κάστρου τοποθετείται η αρχαία πόλη «Ηράκλειον». Η αρχαιότερη αναφορά για την πόλη του Ηρακλείου είναι του Σκύλακος,  5ος αι. π.Χ., «Πρώτη πόλις Μακεδονίας Ηράκλειον», η οποία ιδρύθηκε από τους Μακεδόνες. Ονοµάστηκε Ηράκλειον, προς τιµή του γενάρχη των Μακεδόνων, Ηρακλή.

Η πόλη αυτή έχει επίκαιρη θέση και αποτελούσε το μήλο της έριδος μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων, κατά τον Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο (171 – 168 π.Χ.). Τελικά ο Ρωμαίος ύπατος Αιμίλιος Παύλος, κατέλαβε το Ηράκλειο (αλλά δεν το κατέστρεψε) και αργότερα νίκησε τον Περσέα, στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ.  Το Ηράκλειον, ήταν η μόνη που διέθετε λιμάνι, σ’ ολόκληρο το χώρο της νότιας Πιερίας.

«Ηράκλειον», αναφέρεται η πόλη μέχρι την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, ενώ στους μετέπειτα χρόνους, επικράτησε η ονομασία «Ηράκλεια». Η Ηράκλεια, από τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. δοκίμασε την λεηλασία και την καταστροφή των από βορρά βαρβαρικών ορδών.

Το πιθανότερο είναι ότι, στα μέσα του 6ου αι. μ.Χ., η Ηράκλεια καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ούννους και τους Σλάβους. Για τελευταία φορά αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο (τέλη 5ου αι. μ.Χ).

Οι Βυζαντινοί, εξαιτίας των αραβικών πειρατικών λεηλασιών και των βουλγαρικών επιδρομών του 10ου αι. μ.Χ., αποφάσισαν να κατοικήσουν την έρημη πόλη και να την ενισχύσουν με νέο τείχος.  Η νέα βυζαντινή πόλη ονομάστηκε «Πλαταμών».

Οι πηγές σιωπούν όσον αφορά την εποχή από τη ρωµαϊκή κατάκτηση (2ος αι. π.Χ.) έως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (4ος αι. µ.Χ.).  Προφανώς η πόλη συρρικνώθηκε.

Οι βυζαντινές πηγές, εξαιρετικά φειδωλές σε πληροφορίες, σιωπούν για το διάστημα από τον 4ο – 12ο αιώνα.  Κάποια ευρήµατα όµως, όπως νοµίσµατα, έρχονται να συµπληρώσουν το κενό.

Παλαιότερη απ’ όσο γνωρίζουμε αναφορά του Πλαταμώνα γίνεται σε “χρυσόβουλο του Αλεξίου του Γ΄” με το οποίο παραχωρούνται οικονομικά προνόμια στους Βενετούς (1198) στην «επίσκεψιν Πλαταμώνος», όπου πρέπει να υπήρχε παροικία της Βενετίας.

Το 1204 οι Φράγκοι σταυροφόροι, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και ίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη, βραχύβιο βασίλειο. Στα χέρια τους έπεσε και το «κάστρο του Πλαταµώνα», στο οποίο έκαναν τόσο εντυπωσιακές επεµβάσεις, ώστε η παράδοση να αποδίδει σε αυτούς και στον αρχηγό τους, τον Βονιφάτιο  Μοµφερατικό, την ίδρυση του.

Το 1217 το κάστρο ανακτήθηκε από τους Κοµνηνούς της Άρτας.

Στην υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος – 14ος αι.) αναφέρεται ως χώρος στον οποίο κατέφευγαν ή φυλακίζονταν επίσηµοι αντίπαλοι του βυζαντινού αυτοκράτορα.

Η ενίσχυση της οχύρωσής του, µε την κατασκευή οκταγωνικού ακροπυργίου µε χωριστό τείχος, στο εσωτερικό της ακρόπολής του, φανερώνει τη σηµασία της πόλης, για τους άρχοντες της περιοχής, αλλά και για τον αυτοκράτορα.

Η κατάληψη του Πλαταµώνα από τους Οθωμανούς πρέπει να τοποθετηθεί µετά το 1386, οπότε και κατακτήθηκε η γύρω περιοχή.

Το 1425 διακόπηκε η οθωμανική κατοχή και το κάστρο καταλήφθηκε από τους Βενετούς. Έµεινε στα χέρια τους για δύο τουλάχιστον χρόνια και πιθανόν µετά από οικονοµικού χαρακτήρα διαπραγµατεύσεις παραδόθηκε εκ νέου στους Οθωμανούς.

Στην περίοδο της τουρκοκρατίας το κάστρο διατήρησε το όνοµά του και τη σηµασία του για την άµυνα της περιοχής. Οι Οθωμανοί φρόντισαν για τη συντήρηση και την ενίσχυση των τειχών.

Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, το κάστρο αποτέλεσε την προστατευτική ασπίδα της περιοχής, κατά των κλεφτών του Ολύµπου, αλλά κυρίως κατά των πειρατικών επιδροµών.

Μέσα στη µικρή οχυρωµένη πόλη, η οποία πιθανώς εκτεινόταν και εκτός των τειχών ήταν εγκατεστηµένη χριστιανική κοινότητα. Αυτό µαρτυρούν τα ερείπια τριών ναών, που φαίνεται ότι έχουν χτιστεί στη βυζαντινή περίοδο, αλλά έχουν τοιχογραφηθεί και ανακαινιστεί στις αρχές του 17ου αιώνα.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, αποµακρύνθηκε ο χριστιανικός ορθόδοξος πληθυσµός µέσα από το κάστρο. Ο εκτός κάστρου οικισµός ερηµώθηκε το 1812 – 1815 από επιδηµία χολέρας. Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν τότε να µεταφέρουν και να εγκαταστήσουν µέσα στο κάστρο οικογένειες Τουρκαλβανών για να µπορούν να αµύνονται.

Στο β΄ µισό του 19ου αιώνα, άρχισε η εγκατάλειψη του κάστρου. Κατά την επανάσταση του Ολύµπου το 1878, οι Οθωμανοί παρέδωσαν αµαχητί στους επαναστάτες το κάστρο γνωρίζοντας την αδυναµία τους, να το υπερασπίσουν. Μετά την αποτυχία της επανάστασης αυτής το κάστρο παρέµεινε στους Οθωμανούς.

Το 1881, µετά την προσάρτηση και της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το κάστρο έγινε φύλακας των τουρκικών συνόρων και µεγάλωσε η σηµασία του, χωρίς όµως να αυξηθεί και η φρουρά του η οποία και το εγκατέλειψε, µετά από σφοδρό βοµβαρδισµό από πλοία του ελληνικού στόλου, το 1897.

Οι Τουρκαλβανοί κάτοικοί του όµως δεν το εγκατέλειψαν οριστικά. Οι οικογένειες αυτές έφυγαν µετά την απελευθέρωση της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύµατα και την ανταλλαγή των πληθυσµών.

Οι τελευταίες πολεµικές σελίδες στην ιστορία του µνηµείου, γράφτηκαν κατά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, όταν Νεοζηλανδοί σύµµαχοι αντιµετώπισαν οχυρωµένοι µέσα στο κάστρο τους Γερµανούς ναζί, που το βοµβάρδισαν.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ

Όπως όλες οι µεσαιωνικές πόλεις, έτσι και το κάστρο του Πλαταµώνα είναι χτισµένο σε οχυρή θέση. Ήταν πυκνοκατοικηµένο, χωρίς καθορισµένο ρυµοτοµικό σχέδιο, µε µικρούς λιθόστρωτους δρόµους, εκτός της κεντρικής οδού, που αποτελούσε τον κύριο άξονα της πόλης.

Στην οχύρωση συναντά κανείς όλα τα στοιχεία των κάστρων – πόλεων, δηλαδή προτείχισµα, τείχος που περιβάλλει το σύνολο της πόλης, δεύτερο τείχος που περιβάλλει την ακρόπολη και τρίτο τείχος που περιβάλλει το ακροπύργιο, (που έχει ύψος 16 μέτρα και χτίστηκε μάλλον τον 13ο – 14ο αιώνα).

Το ακροπύργιο αποτελεί την κατοικία του άρχοντα, καθώς και το τελευταίο καταφύγιο των κατοίκων της πόλης σε περίπτωση επιδροµής. Η τείχιση του κάστρου του Πλαταµώνα έχει σχήµα πολυγωνικό και ενισχύεται από τετράπλευρους πύργους.

Από το έτος 1989 πραγματοποιούνται αρχαιολογικές ανασκαφικές εργασίες στο εσωτερικό του κάστρου.

Η παλαιότερη φάση του τείχους ανάγεται στην ελληνιστική εποχή και η τοιχοποιία του ακολουθεί το ισόδοµο σύστηµα, µε λαξευµένους δόµους από πωρόλιθο. Τμήμα του ελληνιστικού τείχους – που ανήκει στην ακρόπολη του αρχαίου Ηρακλείου – αποκαλύφθηκε στο Β.Δ. τμήμα του κάστρου, κατά την ανασκαφική περίοδο του έτους 1995 (στην οποία συμμετείχα ως αρχαιολόγος – υπό την εποπτεία της κυρίας Κάτιας Λοβέρδου – Τσιγαρίδα).

Σώζεται επίσης η παλαιοχριστιανική φάση, καθώς και η βυζαντινή φάση του τείχους. Την εποχή των Φράγκων, η τοιχοδοµία αποτελείται από αργούς (ακατέργαστους) λίθους, συνδυασµένους µε µικρά θραύσµατα από κεραµίδια. Η πύλη βρίσκεται στο µέσο περίπου της νότιας πλευράς και περιβάλλεται από πύργο. Την άµυνά της ενισχύει «καταχύτρα» από όπου έριχναν ζεµατιστό λάδι στον εχθρό.

Στο εσωτερικό του κάστρου έχουν εντοπιστεί τρεις ναοί, δεκατέσσερις οικίες και τρία εργαστήρια. Επίσης στη βόρεια πλευρά του σηµερινού ναού της Αγίας Παρασκευής ίσως υπήρχε τέταρτος ναός που καταστράφηκε σύµφωνα µε την παράδοση για να χτιστεί τζαµί.

Στα εργαστήρια συµπεριλαµβάνονται κεντρικός φούρνος, επαγγελµατικής προφανώς χρήσης, κεραµικός φούρνος καθώς και χυτήριο σιδήρου.

Εκτεταµένα νεκροταφεία βρίσκονται κοντά στους ναούς καθώς και σε άλλα σηµεία του κάστρου. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ακρόπολη µε τις “κινστέρνες – δεξαμενές”, που βρίσκονται στο ψηλότερο σηµείο για να εκµεταλλευτούν την υψοµετρική διαφορά, καθώς και µε τον οκταγωνικό πύργο της.

Το τείχος του έχει πολυγωνικό σχήμα, ενώ η είσοδος στο κάστρο γίνεται από τη μία, τη μοναδική πύλη, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του, όπου ο λόφος δεν είναι ιδιαίτερα απότομος.

Από την είσοδο του κάστρου, ξεκινάει λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί στο εσωτερικό του και στο νεώτερο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.

Μετά από το μικρό εκκλησάκι, ξεκινάει ένα άλλο μονοπάτι που οδηγεί στην πύλη της ακρόπολης.

Στο εσωτερικό της ακρόπολης βρίσκεται μια κλειστή δεξαμενή (κινστέρνα). Το εξωτερικό τείχος του κάστρου ενισχύεται από τετράπλευρους πύργους. Η αρχαιολογική σκαπάνη εντόπισε τρεις βυζαντινούς ναούς, στο εσωτερικό του κάστρου.

Ο πρώτος ναός βρίσκεται κοντά στο βορειοανατολικό τμήμα του, χρονολογείται στη βυζαντινή περίοδο, στον 10ο – 11ο αιώνα μ.Χ., με οικοδομικές επισκευές και τοιχογράφηση του 16ου – 17ου αιώνα μ.Χ.

Ο δεύτερος ναός και ο τρίτος ναός βρίσκονται κοντά στο νοτιοανατολικό τμήμα του και χρονολογούνται πιθανότατα στη μεταβυζαντινή περίοδο, 16ο – 17ο αιώνα μ. Χ.

ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΜΩΝΑ

Ο καθηγητής Βακαλόπουλος συνέλεξε από τους γύρω χωρικούς, ότι απέμεινε από τις παραδόσεις και τους θρύλους. Έτσι μας αφηγείται, ότι οι χωρικοί μιλούν για κρυμμένους θησαυρούς . . . .

Και ότι κάποιος βασιλιάς έθαψε σε άγνωστο μέρος τη «χρυσή άμαξά του» όταν νικήθηκε από άλλον βασιλιά του «κάστρου της Ωριάς των Τεμπών».

Και ότι υπήρχε μυστική υπόγεια έξοδος, που οδηγούσε δυτικά του κάστρου στον απέναντι λόφο «του Παππού».

Και η Αγία Παρασκευή ήταν θαυματουργός, ώστε τη σέβονταν και οι Τούρκοι. Επί τρεις νύχτες συνέχεια έδερνε έναν Τούρκο, έτσι ώστε τον ανάγκασε να επιστρέψει την ασημένια καντήλα της, που είχε κλέψει.

Και ότι στον διπλανό πλάτανο, γνωστό ως «Μαυροπλάτανος» κρεμούσαν οι Τούρκοι, όσους τιμωρούσαν με την ποινή του θανάτου. Όταν όμως μια μάνα τον καταράστηκε, γιατί εκεί κρέμασαν το παιδί της, τότε ο πλάτανος ξεράθηκε.

Σήµερα το κάστρο βρίσκεται υπό την προστασία της εφορείας αρχαιοτήτων Πιερίας, η οποία φροντίζει για την ανασκαφή καθώς και για τη συντήρησή του. Τo κάστρο του Πλαταµώνα συγκινεί µε την άφωνη παρουσία του, συνδέοντας το παρελθόν µε το παρόν και το µέλλον. Μία επίσκεψη σε αυτό, είναι ικανή να σας πείσει . . .

 

                        ΤΖΙΟΛΑΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ

                               Φιλόλογος – aρχαιολόγος