Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν το θέμα της ομιλίας του Δρ. Νίκου Ναχόπουλου, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 3 Νοεμβρίου στην Αστική Σχολή Κατερίνης στο πλαίσιο των ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΕΙΩΝ.

Η ομιλία

Φίλες και φίλοι

Τα όσα θα πούμε απόψε έχουν να κάνουν με το Μακεδονικό ζήτημα, όπως αυτό  προέκυψε και διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου και συνέβαλε εν τέλει στην απελευθέρωση της Μακεδονίας κατά τους βαλκανικούς πολέμους.

Η έννοια του όρου «Μακεδονία» στα αρχαία χρόνια, ας πούμε στην εποχή του Φιλίππου, δεν ταυτιζόταν  με το γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας, όπως το ξέρουμε σήμερα και το οποίο ανήκει στο ελληνικό κράτος. Η Μακεδονία του Μακεδόνων Βασιλέων, του Αρχελάου, του Περδίκκα, του Φιλίππου, πέρα από τα εδάφη της σημερινής Μακεδονίας, εκτινόταν και βορειότερα και κατείχε ακόμη ένα τμήμα το οποίο σήμερα βρίσκεται  στα νότια των Σκοπίων και ένα τμήμα που βρίσκεται στα νότια της Βουλγαρίας. Όλα αυτά μαζί αποτελούσαν περίπου τη Μακεδονία των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων (πριν αρχίσει την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου).

Από τότε και στο εξής τα όρια της Μακεδονίας μεταβλήθηκαν αρκετές φορές.

Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας υπάρχει μια συγκεχυμένη κατάσταση για τους λαούς που κατοικούν στα Βαλκάνια και ειδικότερα στο χώρο της Μακεδονίας. Εκεί όπου στα αρχαία χρόνια κατοικούσε το ελληνικό φύλο των Μακεδόνων, την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο συγκεκριμένο χώρο, κατοικούσαν Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι και κάποιες άλλες μικρότερες εθνότητες. Οι μετακινήσεις πληθυσμών από και προς την Μακεδονία ήταν συχνές καθώς δεν υπήρχαν σύνορα μεταξύ των υπόδουλων λαών.  Οι λαοί αυτοί ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χώρο της Μακεδονίας – όχι ταυτόχρονα – αλλά σταδιακά. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο χώρο το αρχαίο ελληνικό φύλο των Μακεδόνων μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είναι Σλάβοι και έφτασαν  στην περιοχή της Μακεδονίας 1000 χρόνια περίπου μετά τους Έλληνες Μακεδόνες,  δηλαδή, γύρω στον 7ο με 8ο αι. μ.Χ. Οι Οθωμανοί εμφανίστηκαν στη Μακεδονία γύρω στον 14ο αι. μ.Χ.  Τέλος οι Εβραίοι ήρθαν στη Μακεδονία περί τα τέλη του 15ου αι μ.Χ. Εκείνο που έχει σημασία να υπενθυμίσουμε είναι ότι αυτήν την περίοδο όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ανήκαν όλοι στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και είχαν ως θρησκευτικό τους ηγέτη τον Οικουμενικό Πατριάρχη ανεξάρτητα σε ποια εθνότητα ανήκαν, αν ήταν δηλαδή Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι κ.ά.  σύμφωνα με τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος στον Πατριάρχη Γεννάδιο.

Μετά το 1453, την διάλυση δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών εγκαταλείπουν πολλές πόλεις και χωριά της Μακεδονίας ως συνέπεια της επέλασης των κατακτητών. Στα μέρη αυτά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν Τούρκοι, οι οποίοι μοίρασαν μεταξύ τους τη γη και δημιούργησαν μεγάλα τσιφλίκια. Οι Έλληνες χριστιανοί που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρική γη της Μακεδονίας έφυγαν είτε προς τα ορεινά της ενδοχώρας, είτε – όσοι είχαν τη δυνατότητα – προς τις χώρες της ελεύθερης Ευρώπης. Με τον καιρό όμως, αρκετοί από αυτούς, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, πήραν την οικονομία στα χέρια τους και άρχισαν να κατεβαίνουν πάλι στα αστικά κέντρα της Μακεδονίας. Κατά τον 16ο και 17ο αι. οι Έλληνες είχαν κατακλύσει τις πόλεις της Μακεδονίας και είχαν πάρει στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στην επανάσταση του 1821, οι Έλληνες της Μακεδονίας έλαβαν ενεργό μέρος και έγιναν πολλές και σημαντικές ένοπλες εξεγέρσεις στην περιοχή, που όμως δεν κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Μακεδονία από τους Οθωμανούς λόγω της εύκολης μεταφοράς τουρκικών στρατευμάτων στο χώρο της Μακεδονίας για την αντιμετώπισή τους.

Μετά την ελληνική επανάσταση άρχισε πλέον να φαίνεται όλο και περισσότερο η κατάσταση παρακμής στην οποία είχε περιέλθει η Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και η αδυναμία της να διατηρήσει τα εδάφη, τα οποία είχε αποκτήσει με πολέμους τους προηγούμενους αιώνες. Τόσο οι Έλληνες, όσο και οι υπόλοιποι λαοί της βαλκανικής, που ήταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία,  καθώς αντιλαμβάνονταν ότι πλησιάζει η κατάρρευσή της προσπαθούσαν να επωφεληθούν από το γεγονός αυτό και να δημιουργήσουν τα δικά του εθνικά κράτη αποσπώντας όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη.

Την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία γνώριζε πολύ καλά και ο ίδιος ο σουλτάνος, ο οποίος προσπαθούσε να κάνει ότι μπορούσε ώστε την αποτρέψει την διάλυσή της. Για το λόγο αυτό επιχειρεί τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας και την εξομάλυνση των διαφορών με τις διάφορες εθνότητες, που κατοικούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Για το σκοπό αυτό εκδόθηκαν δύο μεταρρυθμιστικά διατάγματα (σουλτανικά φιρμάνια), το πρώτο το1839 και το δεύτερο το 1856 γνωστό ως Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun), σύμφωνα με τα οποία, οι διάφορες εθνότητες (τα μιλέτια) που ήταν υπό την οθωμανική κυριαρχία αποχτούσαν περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες.

Το φιρμάνι αυτό προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν οι Βούλγαροι και να συσπειρώσουν το έθνος τους ώστε όταν οι συνθήκες σταθούν ευνοϊκές να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Έτσι γύρω στο 1860, οι Βούλγαροι προβάλλουν αξιώσεις για την ίδρυση αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνείται και τους παραχωρεί μόνο εκκλησιαστικά προνομία. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1870 οι Βούλγαροι – με την μεσολάβηση των Ρώσων – πέτυχαν να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι (12/3/1870) με το οποίο ιδρύθηκε ανεξάρτητη «Βουλγαρική Εξαρχία» με έδρα την Κωνσταντινούπολη.  Ιδρύθηκε δηλαδή μια ανεξάρτητη διοικητικά εκκλησία, η οποία επικεφαλής είχε – όχι Πατριάρχη – αλλά έναν μητροπολίτη στον οποίο δόθηκαν επιπλέον διοικητικές εξουσίες και ο οποίος έφερε τον τίτλο του «Έξαρχου».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε και το 1872 κήρυξε τη Βουλγαρική Εξαρχία σχισματική,  την κατηγόρησε για «εθνοφυλετισμό», ότι δηλαδή επιδίωκε μέσω της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας την εθνική επέκταση και διέκοψαν τη σχέση κοινωνίας, το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να λειτουργούν μαζί οι ιερείς των δύο λαών, όπως γινόταν μέχρι τότε.

Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, είχε ως αποτέλεσμα οι Χριστιανοί της Μακεδονίας να χωριστούν σε δύο παρατάξεις: στους Πατριαρχικούς (δηλαδή  τους Έλληνες) και τους Εξαρχικούς (δηλαδή τους Βούλγαρους).

Η Βουλγαρική Εξαρχία μπορεί να αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη εκκλησία, αλλά δεν ορίστηκαν σαφή γεωγραφικά όρια στα οποία θα ασκούσε την δικαιοδοσία της.  Το σουλτανικό φιρμάνι προέβλεπε ότι στην Βουλγαρική Εξαρχία θα υπάγονταν πέρα από 13 συγκεκριμένες πόλεις τις οποίες ονομάτιζε και όσες άλλες στο μέλλον το επιθυμούσαν, αρκεί να το ζητούσαν τα δύο τρίτα του πληθυσμού τους. Οι Εξαρχικοί ξεκίνησαν έναν αγώνα για να προσελκύσουν με το μέρος τους πρώτα τους σλαβόφωνους πληθυσμούς, τους οποίους θεωρούσαν Βούλγαρους, αλλά και άλλους πληθυσμούς που κατοικούσαν σε εκείνα τα μέρη. Έτσι οι Βούλγαροι  άρχισαν έναν ακήρυκτο πόλεμο κατά των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Προσπαθούσαν να πείσουν όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν, αλλά και χωριά ολόκληρα της Μακεδονίας να αποκοπούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία, αλλοιώνοντας ταυτόχρονα και την εθνική τους συνείδηση. Απώτερος σκοπός τους ήταν, όταν θα γίνονταν οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις για τον χωρισμό και μοίρασμα των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των εθνικών κρατών, η Βουλγαρία θα αξίωνε όλα εκείνα τα εδάφη ως βουλγαρικά προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι οι πληθυσμοί έχουν προσχωρήσει στην βουλγαρική Εξαρχία και μιλούν την βουλγαρική γλώσσα.

Για να καταφέρουν το σκοπό τους οι Βούλγαροι και να εφαρμόσουν την προπαγάνδα τους προσπάθησαν να οργανωθούν σε επιτροπές. Τα μέλη των επιτροπών και των οργανώσεων χρησιμοποίησαν διάφορα μέσα για να επιτύχουν το σκοπό τους. Όπου δεν τα κατάφερναν με το καλό χρησιμοποιούσαν τη βία, που πολλές φορές κατέληγε στην εξόντωση των ανθρώπων. Στράφηκαν κυρίως προς τους ανθρώπους εκείνους που δίδασκαν την ελληνική γλώσσα, δηλαδή τους δασκάλους, αλλά και τους εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή τους ιερείς.  Έτσι ξεκίνησε ένα ανελέητο κυνηγητό και ένας ακήρυχτος πόλεμος προς τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι απαιτούσαν από τους κατοίκους των χωριών που προσέγγιζαν να πηγαίνουν μόνο σε βουλγάρικες εκκλησίες, να στέλνουν τα παιδιά τους σε βουλγάρικα σχολεία και να μιλούν μόνο βουλγάρικα. Αυτούς που ήταν μέλη των βουλγαρικών επιτροπών και οι οποίοι στράφηκαν εναντίων των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας τους ονομάζομε «κομιτατζήδες» από τη βουλγαρική λέξη komitet που σημαίνει «επιτροπή».

Ο Μακεδονικός Αγώνας

Οι Έλληνες των περιοχών της Μακεδονίας αντιλήφθηκαν στο σχέδιο των Βουλγάρων και προσπάθησαν να αντισταθούν, όμως σε αρκετές περιπτώσεις υποχώρησαν και πήγαν με το μέρος των Βουλγάρων για να αποφύγουν την τουρκική και τη βουλγάρικη απειλή. Έτσι με τον καιρό η ελληνικότητα της Μακεδονίας άρχισε να απειλείται.

Το 1877 ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Ρωσία και την Τουρκία, ο οποίος κράτησε ένα χρόνο και έληξε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 3 Μαρτίου του 1878. Ονομάστηκε έτσι γιατί υπογράφτηκε λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη, σε ένα χωριό, στον Άγιο Στέφανο.   Οι Ρώσοι ως νικητές επέβαλαν τους όρους της συνθήκης και αξίωσαν από τους Τούρκους πολύ ευνοϊκούς όρους και οφέλη όχι μόνο γι αυτούς αλλά και για τους Βούλγαρους. Με τη συνθήκη αυτή παραχωρήθηκαν πολλά εδάφη από την οθωμανική αυτοκρατορία στην Βουλγαρία κι έτσι δημιουργήθηκε η μεγάλη Βουλγαρία που εκτεινόταν από την Αχρίδα ως την Μαύρη Θάλασσα κι από τον Δούναβη ως το Αιγαίο και τη Θεσσαλονίκη.

Αυτό όμως δεν μπορούσαν να το δεχθούν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις και κυρίως η Αγγλία, η ναυτιλία της οποία  ζημιωνόταν με την έξοδο της Ρωσίας στο Αιγαίο. Έτσι, λίγους μήνες αργότερα (Ιούνιο – Ιούλιο 1878 καταφέρνει η Αγγλία να συγκαλέσει συνέδριο στο Βερολίνο, με το οποίο ακυρώθηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

Το Συνέδριο του Βερολίνου όριζε ότι η Τουρκία έπαιρνε πίσω τα εδάφη της Μακεδονίας και δινόταν αυτονομία στην Ανατολική Ρωμυλία, που βρίσκεται  νότια της Βουλγαρίας. Η Τουρκία για τη βοήθεια που δέχθηκε από την Αγγλία (επιστροφή των εδαφών της Μακεδονίας) της παραχώρησε την Κύπρο, σημείο με στρατηγική σημασία για τις εμπορικές δραστηριότητες της Αγγλίας, καθότι βρίσκεται κοντά στη διώρυγα του Σουέζ.

Στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν επιτράπηκε η συμμετοχή της Ελλάδας.  Όμως προέβλεπε την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και οθωμανικής αυτοκρατορία για να συζητήσουν τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας.  Οι διαπραγματεύσεις αυτές κράτησαν τρία χρόνια και τελικά το 1881 προσαρτήθηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία.

Την περίοδο αυτή, στα τέλη δηλαδή του 19ου αιώνα,  το ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους ήταν στραμμένο  προς την Κρήτη στην οποία συνεχώς ξεσπούσαν ταραχές από τους Έλληνες κατοίκους του νησιού που ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα και κυρίως μετά το 1866 και τα γεγονότα που έγιναν στο Αρκάδι. Τότε η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ενισχύσει τον αγώνα των Ελλήνων της Κρήτης στέλνοντας  στρατό στην Κρήτη την άνοιξη του 1997. Στην επιχείρηση αυτή της Ελλάδας να στείλουν στρατό στην Κρήτη οι Τούρκοι αντέδρασαν με επίθεση στη Θεσσαλία την οποία ανακατέλαβαν μέσα σε ένα μήνα. Οι εχθροπραξίες αυτές διεκόπησαν με επέμβαση κυρίως της Αγγλίας, όμως η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει στους Τούρκους μεγάλο χρηματικό ποσό ως πολεμική αποζημίωση, το οποίο δεν είχε, και το δανείστηκε από τους Ευρωπαίους συμμάχους.  Το δάνειο αυτό το πληρώναμε μέχρι το 1978 μέσα από τα προϊόντα που πωλούνταν μέσω του μονοπωλίου.

Τα οδυνηρά για την Ελλάδα αποτέλεσμα του πολέμου του ’97 τρόμαζαν την Ελλάδα και δεν τολμούσαν πλέον οι ελληνικές κυβερνήσεις να κάνουν κάτι παρόμοιο και για την Μακεδονία.

Την αδυναμία – ολιγωρία του ελληνικού κράτος απέναντι στον Μακεδονικού Αγώνα στις αρχές του 20ου αι. ήρθε να την καλύψει – όσο μπορούσε – το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τοποθετώντας σε πόλεις της Μακεδονίας  ως μητροπολίτες νέους επισκόπους για να συντονίζουν τον μακεδονικό αγώνα. Έτσι στέλνει στην Καστοριά τον Γερμανό Καραβαγγέλη, στην Δράμα, τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, στην Κορυτσά, τον Φώτιο Καλπίδη και στην Κατερίνη, τον Παρθένιο Βαρδάκα. Όλοι αυτοί ήταν πολύ νέοι στην ηλικία, σχεδόν τριαντάρηδες, ώστε να διαθέτουν μαζί με την πνευματική και θεολογική τους κατάρτιση και την σωματική αντοχή που απατούσαν οι ανάγκες του ένοπλου αγώνα, γιατί στο μεταξύ ο μακεδονικός αγώνας -αν και ακήρυχτος- είχε μετατραπεί πλέον σε ένοπλο αγώνα μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων αλλά και Οθωμανών, που ήταν αυτοί που κατείχαν ακόμη την εδαφική κυριαρχία της περιοχής. Οι ιεράρχες αυτοί, πέρα από το ποιμαντικό τους έργο, επιτελούσαν παράλληλα και εθνικό έργο καθ’ υπέρβαση θα λέγαμε των αρμοδιοτήτων τους, αλλά προσπαθούσαν να καλύψουν το κενό που άφηνε η απουσία του ελληνικού κράτους σε όλα εκείνα που γίνονταν εις βάρος των Ελλήνων.

Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης το 1902 τοποθετήθηκε μητροπολίτης στη Δράμα. Εκεί επιτέλεσε σημαντικό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό, αλλά και εθνικό έργο, για το οποίο οι Τούρκοι αξίωσαν από τον Πατριάρχη να τον πάρει από τη Δράμα. Ο Πατριάρχης, προκειμένου να τον γλυτώσει από τη μανία των Τούρκων, τον μετέθεσε στη Σμύρνη, όπου συνέχισε το έργο του για να βρει εκεί μαρτυρικό θάνατο το 1922 στα γεγονότα της καταστροφής. Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης δολοφονήθηκε το 1906.

Ο Παρθένιος Βαρδάκας ερχόμενος το 1904 στην Πιερία κατόρθωσε να αντιμετώπιση την ρουμάνικη προπαγάνδα και να τονώσει την εθνική συνείδηση των βλαχόφωνων Ελλήνων. Έχτισε αυτό το κτήριο που βρισκόμαστε σήμερα και στεγάστηκε εδώ η Αστική Σχολή Κατερίνης, στην οποία ήρθαν και φοιτήσαν όλα τα ελληνόπουλα της Κατερίνης, με αποτέλεσμα το ρουμάνικο σχολείο που τα προηγούμενα χρόνια είχε περίπου 160 μαθητές, να μείνει χωρίς μαθητές και να κλείσει.

Άφησα τελευταίο από τους ιεράρχες της Μακεδονίας τον Γερμανό Καραβαγγέλη, τον επίσκοπο που τοποθετήθηκε το 1900 Μητροπολίτης Καστοριάς.  Καταγόταν από ένα χωριό της Λέσβου, αλλά με πολύ μικρή ηλικία ο πατέρας του πήρε την οικογένειά του και μετακόμισε απέναντι στη Μικρά Ασία, όπου άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα. Εκεί ο μητροπολίτης Εφέσσου Αγαθάγγελος άκουσε το παιδί στις εξετάσεις του σχολείου και έπεισε τον πατέρα του να τον στείλει για ανώτερες σπουδές στη Χάλκη. Το 1888 παίρνει το πτυχίο του και αμέσως χειροτονείται Διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε’ και του έδωσε το όνομα Γερμανός προς τιμήν του Πατριάρχη Γερμανού, ιδρυτή της σχολής της Χάλκης. Στη συνέχεια ο Παύλος Σκιλίτσης, πλούσιος έμπορος της Πόλης, τον έστειλε να συμπληρώσει τις σπουδές του για τρία χρόνια στη Γερμανία. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Λειψίας και Βόννης και ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Γερμανία διορίστηκε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και  χειροτονήθηκε επίσκοπος.  με τον τίτλο “επίσκοπος Χαριουπόλεως” (θρακική πόλη).

Το 1900 ο Γερμανός Καραβαγγέλης, σε ηλικία 34 χρόνων, τοποθετείται από τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ, τον μεγαλοπρεπή,  Μητροπολίτης Καστοριάς.  Πηγαίνοντας εκεί και βλέποντας τους κινδύνους που διέτρεχαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της επαρχίας του και γενικότερα της Μακεδονίας, αλλά και  την τραγική κατάσταση που βίωναν, άρχισε να στέλνει υπομνήματα για βοήθεια τόσο στο Πατριαρχείο, όσο και την ελληνική κυβέρνηση με το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Γεωργίου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αυτό είχε ως συνέπεια ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης να αναλάβει ενεργή πρωτοβουλία και δράση στον Μακεδονικό Αγώνα και παράλληλα με το ποιμαντικό του έργο να αναπτύξει και ένα σημαντικό εθνικό έργο.  Ο Γερμανός ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Ένα από το μεγαλύτερα όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η ρητορική του δεινότητα,  η πειθώ που είχε. Και φαίνεται πως ήταν ακαταμάχητη η δύναμη του λόγου του, αφού κατόρθωνε, επιτυγχάνοντας μία ή δύο συναντήσεις με Βουλγάρους κομιτατζήδες, να τους μεταστρέψει και να τους μεταβάλει σε μακεδονομάχους.

Κατόρθωσε ακόμη, πολλά χωριά και κωμοπόλεις που είχαν προσχωρήσει στην βουλγαρική Εξαρχία, να αποσκιρτήσουν από την Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ο Καραβαγγέλης αψηφούσε τον κίνδυνο και έκανε παράτολμα πράγματα. Στο βιβλίο της η Αντιγόνη Μπέλλου – Θερψιάδη, γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία είχε πάρει πολλές συνεντεύξεις από Μακεδονομάχους για λογαριασμό της Δέλτα, γράφει για τον Γερμανό Καραβαγγέλη:  «…. περνούσε καλπάζοντας με το άλογό του μέσα από τα βουλγάρικα χωριά, τη στιγμή που κανένας απ’ αυτούς δεν περίμενε να τον δει εκεί πέρα και ίσως – ίσως του είχαν στημένη ενέδρα και τον περίμεναν κοντά στα ελληνικά χωριά. Γράφει ακόμη, πως μια φορά που τον αναγνώρισαν, τον κυνήγησαν και τον πρόφτασαν. Και τότε αυτός αφιππεύοντας από το άλογό του, οχυρώθηκε πίσω από ένα βράχο και πυροβολώντας μαζί με τον Εμιν, τον πιστό Τουρκαλβανό καβάση του τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και να φύγουν. Γιατί φαίνεται πως εκτός από όλα τα άλλα ήταν και δεινός σκοπευτής».

Και παρακάτω μας αφηγείται ο ίδιος: «Όταν έκανα τέτοια επικίνδυνα ταξίδια, έριχνα πάνω μου ένα μαύρο εγγλέζικο αδιάβροχο,  φορούσα μπότες ψηλές ως το γόνατο, το αντερί μου το σήκωνα πιάνοντας τις άκρες του στις τσέπες μου και πάνω από το καμηλαύκι μου έριχνα ένα μαύρο μαντήλι. …. είχα ένα ωραίο αραβικό άλογο, που έφευγε σα σαΐτα. Στο βουνό είναι αλήθεια πως ο δρόμος ήταν επικίνδυνος. Μα σα μπαίναμε σε πεδιάδα, ποιος μπορούσε να μας προφτάσει;»

Είναι πολύ φυσικό κάτω από εκείνη την αντιπαλότητα, το εθνικό και το θρησκευτικό μένος, να συνέβησαν και διάφορα έκτροπα, στα οποία φέρεται να συνήργησε και ο  επίσκοπος Γερμανός, αλλά όλα αυτά πρέπει να τα δούμε και να τα κρίνουμε στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο εκείνης της εποχής και όχι με τις σημερινές συνθήκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ασπαζόμαστε.

Οι Βούλγαροι γνώριζαν καλά τη δράση και την εμπλοκή του μητροπολίτη Καστοριάς στον Μακεδονικό Αγώνα και εφόσον δεν μπορούσαν να το σταματήσουν με τις δικές τους δυνάμεις, χρησιμοποίησαν άλλα μεγαλύτερα μέσα.   Η οθωμανική κυβέρνηση πιεζόμενη από την αγγλική και ρωσική πρεσβεία, πήρε την οριστική απόφαση να απελάσει από τη Μακεδονία τον Καραβαγγέλη. Ο Πατριάρχης προκειμένου να τον προστατέψει τον μετέθεσε προσωρινά στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα τον τοποθέτησε μητροπολίτη στην Αμάσεια του Πόντου για να συνεχίσει εκεί με την ίδια και μεγαλύτερη θέρμη το έργο του. Δε θα αναφερθώ άλλο στη ζωή και το έργο του Γερμανού Καραβαγγέλη, επειδή η υπόλοιπη δράση του δεν σχετίζεται άμεσα με τον Μακεδονικό Αγώνα. Θα πω μόνο ότι πέθανε στην Αυστρία,  εξόριστος κατά κάποιον τρόπο, παραγκωνισμένος και πικραμένος.

Οι Βούλγαροι βλέποντας την αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης για όσα συμβαίνουν  στην Μακεδονία, αλλά και τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν η οθωμανική αυτοκρατορία κήρυξαν επανάσταση εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας στις 20 Ιουλίου του 1903.  Έκαψαν μερικά μουσουλμανικά χωριά και στράφηκαν εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Η οθωμανική διοίκηση, αντέδρασε άμεσα και ανακατέλαβε τις περιοχές που είχαν πέσει στα χέρια των κομιτατζήδων. Η βουλγαρική ιστοριογραφία, ονόμασαν το κίνημα «επανάσταση του Ίλιντεν», επειδή εκδηλώθηκε την μέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου), το 1903.

Μετά από τα γεγονότα αυτά το ελληνικό κράτος  άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι  σοβαρό συμβαίνει στη Μακεδονία. Μέχρι τότε η αθηναϊκή μεγαλοαστική τάξη, αντιμετώπιζε «αφ’ υψηλού» το μακεδονικό ζήτημα. Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, μακεδονομάχος, γράφει: «Εν Ελλάδι πάντες ύπνωττον. Εφαντάζοντο ότι ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν η χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.»

Λίγο μετά την επανάσταση του Ίλιντεν ιδρύθηκε στην Αθήνα, το «Μακεδονικό Κομιτάτο», με πρώτο πρόεδρο τον διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτριο Καλαποθάκη. Στις 15 Αυγούστου 1903, οργανώθηκε στην Αθήνα ένα ογκώδες συλλαλητήριο ως διαμαρτυρία για τα όσα συμβαίνουν στη Μακεδονία.

Από εδώ και πέρα τα γεγονότα άρχισαν να εξελίσσονται με πιο γρήγορους ρυθμούς. Στο Προξενείο της Θεσσαλονίκης τοποθετείτε πρόξενος ο Λάμπρος Κορομηλάς και οργανώνει δίκτυο πληροφοριών σε όλη τη Μακεδονία, ενώ στο Μοναστήρι τοποθετήθηκε υποπρόξενος ο Ιων Δραγούμης, γιός του Στέφανου Δραγούμη που κατάγονταν από το Βογατσικό της Καστοριάς.

Ένας από τους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, που έδρασε στη Μακεδονία και έγινε με τον πρόωρο θάνατό του σύμβολο του αγώνα, ήταν ο Παύλος Μελάς.

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870. Εκεί ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς είχε εμπορικές δραστηριότητες. Το 1874 κετακόμισαν στην Αθήνα. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και το 1902 παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του Στέφανου και αδερφή του Ίωνα Δραγούμη, από τους οποίους επηρεάστηκε βαθιά στα εθνικά θέματα, κυρίως στο Μακεδονικό.

Την άνοιξη του 1904, στον απόηχο της επανάστασης του Ίλιντεν, μαζί με τους συναδέλφους του Αλέξανδρο Κοντούλη, Αναστάσιο Παπούλα και Γεώργιο Κολοκοτρώνη και τους συνοδούς τους, μπήκαν στη Μακεδονία (9 Μαρτίου 1904). Έφτασαν κοντά στην Καστοριά, αλλά η δράση τους έγινε αντιληπτή από τις οθωμανικές αρχές και αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Ελλάδα.

Τον Ιούλιο ο Π. Μελάς μπήκε για δεύτερη φορά στη Μακεδονία, με την ιδιότητα του ζωέμπορου. Επισκέφτηκε την Κοζάνη και τη Σιάτιστα. Αυτή τη φορά κατάλαβε ότι δεν αρκούσε μόνο η οργάνωση του ντόπιου πληθυσμού, αλλά ήταν απαραίτητη και η αποστολή αντάρτικων ομάδων στη Μακεδονία.

Στις 14 Αυγούστου 1904 ο Παύλος Μελάς ορίστηκε από το «Μακεδονικό Κομιτάτο» της Αθήνας γενικός αρχηγός των τμημάτων της περιοχής Καστοριάς- Μοναστηρίου. Στις 18 Αυγούστου αναχώρησε από την Αθήνα μαζί με τον φίλο Λάκη Πύρζα και με δέκα Κρητικούς αγωνιστές. Έφτασαν στη Λάρισα όπου ενισχύθηκαν με 35 ακόμα άνδρες. Εκεί στη Λάρισα φωτογραφήθηκε με τη μακεδονική φορεσιά. Πρόκειται για την χαρακτηριστική φωτογραφία που έγινε το σύμβολο του μακεδονικού αγώνα.

Στις 28 Αυγούστου πέρασε στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας

Η παρουσία του σώματος του Π. Μελά, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους των χωριών που περνούσε. Πολλά χωριά της περιοχής της Καστοριάς που είχαν προσχωρήσει με τη βία στην Εξαρχία επέστρεψαν στο Πατριαρχείο.

Ήταν 13 Οκτωβρίου 1904,  ο Παύλος Μελάς βρισκόταν στα χωριά της Καστοριάς.  Σφοδρή βροχόπτωση τους ανάγκασε να σταματήσουν στο χωριό Στάτιστα (σήμερα Μελάς) και να διαμοιραστούν σε ελληνικά σπίτια του χωριού, παρότι το χωριό ήταν βουλγαροκρατούμενο.

Το ελληνικό σώμα έγινε αντιληπτό από τους Βουλγάρους και ο κομιτατζής Μήτρε Βλάχο που δρούσε στην περιοχή, ενημέρωσε τις οθωμανικές αρχές. Απόσπασμα από 50 στρατιώτες έφτασε στη Στάτιστα και άρχισε να πολιορκεί τα σπίτια. Σε ένα από αυτά βρισκόταν ο Π. Μελάς, ο Πύρζας, ο Χατζητάσης και ένας κρητικός. Όταν σκοτείνιασε, ο Παύλος Μελάς επιχείρησε πρώτος να βγει έξω από το σπίτι. Το σπίτι ήταν ένα διώροφο με εξωτερική ξύλινη σκάλα.  Κατεβαίνοντας τη σκάλα χτυπήθηκε από τουρκικό βόλι και λίγο αργότερα, αφού παρέδωσε όλα τα υπάρχοντά του στον Πύρζα ξεψύχησε.

Ο θάνατος του Παύλου Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες της Αθήνας, αλλά και γαμπρός του Δραγούμη, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Έτσι η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά – αλλά ανεπίσημα – στον μακεδονικό αγώνα, κι έγινε αιτία να πυκνώσουν τα σώματα των εθελοντών, που έσπευσαν να καταταγούν.

Στο Μακεδονικό Αγώνα πολέμησαν και θυσιάστηκαν, αγωνιστές από τη Μάνη, τη Μεσσηνία, την Αρκαδία, την Αθήνα, τη Ρούμελη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Θράκη, τη Μικρά Ασία, τα νησιά μας και κυρίως από την Κρήτη. Οι Κρήτες εκείνης της περιόδου, ξεσηκωμένοι και έμπειροι από τα γεγονότα στο Αρκάδι, αλλά και  τις συχνές εξεγέρσεις που ακολούθησαν, ήταν οι πλέον εμπειροπόλεμοι πολεμιστές και ήταν  εκατοντάδες αυτοί που ήρθαν στη Μακεδονία. Μάλιστα ορισμένοι ανεβάζουν τον αριθμό των Κρητών που αγωνίστηκαν για τη Μακεδονία σε δύο με τρεις χιλιάδες.

Ο ένοπλος Μακεδονικός αγώνας κράτησε τέσσερα περίπου χρόνια και έληξε με την επανάσταση των Νεότουρκων στα 1908. Τα ελληνικά και τα βουλγαρικά σώματα κατέβηκαν στις πόλεις, συμφιλιώθηκαν με τους Τούρκους επαναστάτες ελπίζοντας πολύ διαφορετικά πράγματα από όσα ακλούθησαν και τα οποία διέψευσαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους.

Η στάση που επέδειξαν όμως οι Νεότουρκοι, απέναντι στους Έλληνες αλλά στους υπόλοιπους χριστιανικούς πληθυσμούς της βαλκανικής, αποδείχθηκε πολύ χειρότερη από εκείνη του σουλτάνου, γεγονός που οδήγησε στην συσπείρωση των βαλκανικών κρατών, στη συνεργασία τους και στην κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου.

Ο Μακεδονικός Αγώνας γλύτωσε τη Μακεδονία από τις επιβουλές των Βουλγάρων, διατήρησε την ελληνικότητά της,  αφύπνισε και τόνωσε την εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Μακεδονίας,  έτσι ώστε με την κήρυξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας στάθηκαν ενεργοί συμπαραστάτες και υποστηρικτές του ελληνικού στρατού. Ο Μακεδονικός Αγώνας είχε δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες, οι οποίες συνέβαλλαν στην επιτυχία των Βαλκανικών πολέμων και στην απελευθέρωση της Μακεδονία το 1912.

Κυρίες και κύριοι

Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ιστορικό πλαίσιο το οποίο οδήγησε στον Μακεδονικό Αγώνα και από κει και πέρα στους Βαλκανικούς πολέμους και στην απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας και τώρα ας απολαύσουμε τους μουσικούς μας και τις καλλιτεχνικές δημιουργίες της κας Νίτσας Ξανθοπούλου.

Νίκος Ναχόπουλος Δρ. Τοπικής Ιστορίας