Το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU) ανακοίνωσε την εισαγωγή ενός νέου μαθήματος στο πρόγραμμα σπουδών του, για τις απαρχές του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού και των αμερικανικών μπλουζ.

Στον κύκλο μαθημάτων με τίτλο «Τραγούδια των περιθωριακών: Τα αμερικανικά μπλουζ συναντούν το ελληνικό ρεμπέτικο», θα εξετάζεται η ιστορία και η σχέση μεταξύ των δύο ειδών. Το μάθημα θα ξεκινήσει για πρώτη φορά στο εαρινό εξάμηνο του 2020, υπό την αιγίδα του γενικού προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη.

Ο συνθέτης Περικλής Κανάρης θα διδάσκει το μάθημα, σε συνεργασία με το πρόγραμμα ελληνικών σπουδών Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης του NYU και τη Μουσική Σχολή Steinhardt School of Music. «Είναι ένα ταξίδι στις ρίζες τραγουδιών των λαών, των δύο χωρών μου. Είναι μεγάλη τιμή και εξίσου μεγάλη ευθύνη», σχολίασε ο κ. Κανάρης στο Facebook. «Ανυπομονώ».

Το μάθημα θα είναι διαθέσιμο για τους φοιτητές των ανθρωπιστικών σπουδών και των κοινωνικών επιστημών.

 

Αναλυτικά η περιγραφή του μαθήματος στο New York University

Τα τραγούδια είναι τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας που σπάνια κάνουμε «ένα βήμα πίσω» για να τα παρατηρήσουμε ως κάτι άλλο από μουσική και στίχους. Κι όμως, μπορούν να περικλείσουν σπουδαίο πλούτο πληροφορίας για την εποχή που γράφτηκαν. Στην αρχή του 20ου αιώνα, δύο ανθολογίες τραγουδιών γεννήθηκαν παράλληλα και εξελίχθηκαν σε θρυλικά μουσικά είδη, καθένα από αυτά στο πλαίσιο της κουλτούρας του.

Τα αμερικανικά μπλουζ, γεννήθηκαν από Αφρικάνους σκλάβους και τους απογόνους τους, στις νότιες φυτείες των Ηνωμένων Πολιτειών και το ελληνικό ρεμπέτικο, γεννήθηκε όταν μεγάλοι αριθμοί προσφύγων εγκαταστάθηκαν σε πόλεις – λιμάνια της Ελλάδας, στο ξεκίνημα της μικρασιατικής καταστροφής του 1922. Παρά τις ευδιάκριτες διαφορές τους σε εθνικές και μουσικές καταβολές, το ρεμπέτικο αργότερα έγινε γνωστό στους φανατικούς του παγκοσμίως ως τα «ελληνικά μπλουζ», επειδή και τα δύο είδη αντικατόπτριζαν την σκληρότερη πραγματικότητα των περιθωριακών που τα δημιούργησαν.

Μία συγκριτική ανάλυση των δύο ειδών μέσα από τον φακό πολλαπλών σχολών, θα αποκαλύψει έκδηλες ομοιότητες και διαφορές στους τρόπους που δημιουργούσαν και υποδέχονταν αυτά τα κομμάτια. Επιλεγμένα κείμενα, ηχογραφήσεις, φιλμ και εμβόλιμες παρουσιάσεις από προσκεκλημένους, θα καθοδηγήσουν τους φοιτητές στα διαφορετικά επίπεδα αυτής της σύγκρισης».

Το ρεμπέτικο τραγούδι έζησε για πάρα πολλά χρόνια στο περιθώριο της ελληνικής μουσικής και άρχισε να γίνεται σταδιακά αποδεκτό στη χώρα μας κυρίως μετά την συγκλονιστική διάλεξη που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις το 31 Ιανουαρίου του 1949 στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, μέσω της οποίας ταρακούνησε για τα καλά την καλλιτεχνική ελίτ της εποχής του, πείθοντας τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις να δώσουν την απαιτούμενη προσοχή και σεβασμό σε μία μουσική που για δεκαετίες θεωρούταν «απαγορευμένη» στα καλά σαλόνια των Αθηνών.

Ένα απόσπασμα από όλα όσα είπε ο Μάνος Χατζιδάκις εκείνη την ημέρα:

«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο να ‘ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;».

 

Πηγή: womantoc.gr